«Αν δεν είχε ζήσει ο Φύσσας εκείνα τα λεπτά, δεν θα ήμασταν εδώ τώρα» ανέφερε, μεταξύ άλλων, στην αγόρευση της η εισαγγελέας της έδρας στο Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων, Κυριακή Στεφανάτου και τόνισε ότι η δολοφονία του Παύλου Φύσσα αποτελεί κομβικό στοιχείο για την απόδειξη της εγκληματικής δράσης της Χρυσής Αυγής.
Η εισαγγελέας ξεκίνησε σκιαγραφώντας το προφίλ του Παύλου Φύσσα τη μουσική του πορεία και την αντιφασιστική του στάση. Σε αυτό το πλαίσιο, ανέδειξε τη σταδιακή στοχοποίησή του από τη Χρυσή Αυγή, υποστηρίζοντας ότι «επελέγη ως κατάλληλος στόχος γιατί τους χλεύαζε με τα τραγούδια του και ήταν θέμα χρόνου η κινητοποίηση του τάγματος εφόδου».
Όπως τόνισε, οι στίχοι και οι δημόσιες τοποθετήσεις του μουσικού δεν ήταν άγνωστοι στους κατηγορούμενους. Αντιθέτως, σύμφωνα με την εισαγγελέα, οι τηλεφωνικές συνομιλίες που περιλαμβάνονται στη δικογραφία αποδεικνύουν ότι γνώριζαν πολύ καλά το περιεχόμενο τους.
«Όταν κάποιος ακούει τραγούδια που δεν είναι της αρεσκείας τους, τότε θεωρούν ότι έχουν δικαίωμα να τον χτυπήσουν», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η Κυριακή Στεφανάτου αναγνώρισε ότι το κίνητρο αυτό μπορεί να φαίνεται παράλογο σε έναν εξωτερικό παρατηρητή, υπογράμμισε όμως ότι εντάσσεται απολύτως στη λογική της οργάνωσης. «Ο Νίκος Μιχαλολιάκος είναι μετρ της ψυχολογίας», σημείωσε, προσθέτοντας πως «στηρίζεται στην πεποίθηση ότι όταν η αλήθεια ακούγεται απίθανη, οι άλλοι θεωρούν πιο λογικό να λες ψέματα». Επιπλέον, επισήμανε ότι η Χρυσή Αυγή απαιτούσε όχι απλώς σεβασμό, αλλά πλήρη πειθαρχία και υποταγή.
Η Κυριακή Στεφανάτου επέμεινε δε ότι «είναι πέραν πάσης αμφιβολίας βέβαιο ότι ο Π. Φύσσας ήταν ο στόχος» καθώς και ότι «όλοι οι κατηγορούμενοι που συμμετείχαν στη δολοφονία υπάκουσαν στις εντολές των ανωτέρων τους». Η εισαγγελέας τόνισε: «Αν δεν είχε ζήσει ο Φύσσας εκείνα τα λεπτά, δεν θα ήμασταν εδώ τώρα. Θα ήταν μια υπόθεση κατά αγνώστων ενδεχομένως μελών της Χρυσής Αυγής χωρίς έννομη σημασία. Οι χρυσαυγίτες ένιωθαν πανίσχυροι με αίσθημα αλαζονείας και αίσθηση του ακαταδίωκτου».
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στα γραφεία της Χρυσής Αυγής στη Νίκαια, τα οποία η εισαγγελέας περιέγραψε ως «ορμητήριο των ταγμάτων εφόδου». Όπως ανέφερε εκείνα ήταν επιχειρησιακή βάση οργανωμένης βίας και όχι πολιτικά γραφεία όπως έδειχναν.
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση, εντάσσεται σε μια περίοδο συστηματικής κλιμάκωσης της βίας. Στόχος, όπως εξήγησε, ήταν η πρόκληση αντίδρασης από την Αριστερά, ώστε να ενεργοποιηθούν μηχανισμοί καταστολής μέσω του «παρακράτους». Μέσα σε εννέα μήνες είχαν προηγηθεί πέντε σοβαρές υποθέσεις, μεταξύ αυτών η δολοφονία του Λουκμάν και τα γεγονότα στην Πάρο, με αποκορύφωμα τη δολοφονία Φύσσα. «Πλέον δεν υποχωρούσαν», ανέφερε, επιμένοντας ότι το συγκεκριμένο έγκλημα δεν ήταν τυχαίο ή ακατανόητο, αλλά ενταγμένο σε συγκεκριμένη στρατηγική.
Όπως σημείωσε, η Χρυσή Αυγή δεν επέλεγε εμβληματικές φυσιογνωμίες, αλλά ανώνυμα μέλη του «εχθρικού» χώρου. Η επίθεση δεν ήταν ατομική πράξη, αλλά συλλογική ενέργεια οργανωμένου τάγματος εφόδου. «Ο Φύσσας δεν ήταν εμβληματικό πρόσωπο, ήταν ένας αντιφασίστας. Επελέγη ως κατάλληλος στόχος γιατί τους χλεύαζε με τα τραγούδια του και ήταν θέμα χρόνου η κινητοποίηση του τάγματος εφόδου» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με την πρόταση της εισαγγελέως, η κινητοποίηση πραγματοποιήθηκε ιεραρχικά, γεγονός που προκύπτει από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου. Ο Ιωάννης Λαγός, όπως ανέφερε, ενημερωνόταν διαρκώς για την εξέλιξη της επίθεσης, ενώ «είναι δεδομένο ότι τίποτα δεν έκανε ο Γιώργος Πατέλης χωρίς την έγκριση του Ιωάννη Λαγού». Ο Ιωάννης Λαγός λογοδοτούσε με τη σειρά του στον Νίκο Μιχαλολιάκο.
Περιγράφοντας τα γεγονότα έξω από την καφετέρια «Κοράλι» μετά τη λήξη του ποδοσφαιρικού αγώνα το 2013, η εισαγγελέας ανέφερε ότι οι χρυσαυγίτες εμφανίστηκαν οργανωμένοι και επιθετικοί, οπλισμένοι με στειλιάρια και ρόπαλα, εκτοξεύοντας απειλές, ενώ το θύμα ήταν «κατευναστικό μέχρι το τέλος».
Χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε πρόκληση και παρουσία αστυνομικών, περίπου 15 άτομα, κάποιοι με κράνη και κοκάλινα γάντια μηχανής, κινήθηκαν συντεταγμένα εναντίον της παρέας Φύσσα, φωνάζοντας «νατος, εκεί είναι». Ο Παύλος Φύσσας φώναξε «τρέξτε» στους φίλους του, ενώ ο ίδιος έμεινε πίσω.
Η επίθεση, σύμφωνα με την εισαγγελέα, είχε χαρακτηριστικά καταδρομικής ενέργειας και οργανωμένης ενέδρας. Ο σκοπός δεν ήταν η άμεση δολοφονία, αλλά η εξουδετέρωση του Φύσσα μέχρι να φτάσει ο Γιώργος Ρουπακιάς.
«Δεν επεδίωξαν να τον εξοντώσουν, αλλά να τον αποδυναμώσουν μέχρι τη έλευση του Ρουπακιά. Αν το επιθυμούσαν 50 άνθρωποι μπορούσαν να εξοντώσουν τον Π. Φύσσα και την παρέα του, αλλά ήθελαν να τον καθυστερήσουν και εμπόδιζαν τους δικούς του να τον βοηθήσουν παρέχοντας έτσι στο Ρουπακιά όλο το χρόνο για να επιφέρει τα θανατηφόρα πλήγματα».
Όπως ανέφερε στην αγόρευση ο Γιώργος Ρουπακιάς κινήθηκε βάσει σχεδίου και έδρασε με απόλυτη ακρίβεια. «Όλοι περίμεναν κάποιον να σώσει το Φύσσα. Στη θέα του Ρουπακιά όμως, άνοιξε ο κύκλος των χρυσαυγιτών και αγκάλιασε το θύμα και τον μαχαίρωσε. Εντελώς επαγγελματικά και καθόλου τυχαία, είναι πασιφανές ότι είχε εκπαιδευτεί. Δεν είναι τα 20 χτυπήματα που έχουμε συνηθίσει στα διαπροσωπικά εγκλήματα, ήταν εκτέλεση, επιτέλεση ενός έργου».
Ο Ρουπακιάς επιχείρησε να διαφύγει, ωστόσο ο Παύλος Φύσσας, παρά το θανατηφόρο τραύμα στην καρδιά, παρέμεινε ζωντανός και υπέδειξε ο ίδιος τον δολοφόνο του στους αστυνομικούς.
Συνέχισε δε την περιγραφή της ως εξής: «Ατάραχος και ήρεμος ο Ρουπακιάς μπήκε στο αυτοκίνητο και προσπάθησε να διαφύγει, αλλά ο Φύσσας ήταν ζωντανός και επέδειξε τον Ρουπακιά που τον μαχαίρωσε. Το ότι μπορεί να μαχαιρώσεις κάποιον στην καρδιά και αυτός να μιλήσει να μείνει όρθιος και να έχει τις αισθήσεις του, δεν το περίμεναν αυτό οι κατηγορούμενοι. Είναι συγκλονιστικό ενώ το θύμα είχε αγωνία για τη ζωή του, γνώριζε ότι ήταν θέμα χρόνου ο θάνατος του, εντούτοις αντί να ασχολείται με τον εαυτό του, έχοντας την επιθανάτια ανησυχία ότι ο δολοφόνος θα μείνει ατιμώρητος, έπρεπε να δείξει ποιος ήταν και να καταθέσει τις αποδείξεις, να σηκώσει δηλαδή την μπλούζα του».
«Την εξάρθρωση της δολοφονίας του την έκανε ο Παύλος Φύσσας μόνος του», είπε χαρακτηριστικά η εισαγγελέας.
Τέλος, επικαλούμενη την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, ανέφερε ότι επιβεβαιώνεται τόσο η ιδιότητα του Ρουπακιά ως μέλους της Χρυσής Αυγής όσο και η γνώση του Νίκου Μιχαλολιάκου για τη δολοφονία, καθώς ακολούθησε άμεση επικοινωνία με τον Ιωάννη Λαγό.
Η αναφορά αυτή προκάλεσε την αντίδραση του Ιωάννη Λαγού, ο οποίος δήλωσε: «Γι’ αυτό απορρίψατε το αίτημά μου το 2013 για να δείτε τι λέγαμε. Δεν θα τολμούσατε να τα λέτε αυτά τώρα». Η εισαγγελέας απάντησε ότι οι τριγωνικές επικοινωνίες διήρκεσαν 14 λεπτά, ενώ οι τέσσερις επικοινωνίες μεταξύ Λαγού και Πατέλη συνολικά 20 λεπτά, καταλήγοντας πως «από τις συνομιλίες αυτές επιβεβαιώνεται ότι ο Γ. Ρουπακιάς έδρασε υπό την ηγεσία της Χ.Α.».
Κατά την εισαγγελέα, «αυτό που κυριάρχησε στην δολοφονία του Παύλου Φύσσα και στα όσα ακολούθησαν ήταν η λέξη φόβος», αναφερόμενη στους μάρτυρες αλλά και στους αστυνομικούς που ήταν παρόντες.
«Για ποιο λόγο δεν προσήγαγαν τους Χρυσαυγίτες που έτρεχαν να πάρουν τα μηχανάκια; Γιατί δεν προσέγγισαν οι αστυνομικοί; Γιατί φοβήθηκαν» σχολίασε και πρόσθεσε: «Κορωνίδα της τρομοκρατίας του κατηγορούμενου Λαγού φάνηκε όταν κατέθεσε στο δικαστήριο σας ο πρώτος προστατευμένος μάρτυρας, ο οποίος ενώ ήταν αντιδραστικός και είχε και λεκτική αντιπαράθεση με δικηγόρο, όταν αντιμετώπισε το Λαγό του μιλούσε στον πληθυντικό, ήταν ευγενικός και εκφράστηκε με λόγια όπως “με όλο το σεβασμό” και “χίλια συγγνώμη” και “είστε πράος….”. Ήταν πράος ο κατηγορούμενος που εξύβριζε το δικαστήριο με αποτέλεσμα την αποβολή του 5-6 φορές!».
