Τα δραματικά γεγονότα του 2015 που περιγράφει στο βιβλίο του ο Τσίπρας εξετάζονται… κατ’ αντιπαράσταση με όσα έχουν γραφτεί από ηγέτες κρατών, υπουργούς, δημοσιογράφους – Τι απέφυγε να συμπεριλάβει στα κείμενά του ο πρώην πρωθυπουργός
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Μάλιστα, ο Βαρουφάκης ολοκληρώνει το σχετικό κεφάλαιο στο βιβλίο του αναφέροντας ότι ο Τσίπρας δεν άργησε να εγκαταλείψει την ιδέα του ριφιφί στα θησαυροφυλάκια. Ομως «το γεγονός πως ο Αλέξης και ο Φλαμπουράρης ήταν εκείνοι που, προς στιγμήν, φλέρταραν με την ανόητη ιδέα της δήμευσης χαρτονομισμάτων που ανήκαν στην ΕΚΤ δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας». Και, φυσικά, δεν θα το έβλεπε ούτε μέσα από τις σελίδες της «Ιθάκης», εφόσον από τον Αλέξη Τσίπρα δεν περισσεύει ούτε μία λέξη γι’ αυτό το περιστατικό.
Ενας από τους ακρογωνιαίους λίθους της αισιοδοξίας που εκ προοιμίου έτρεφαν, αλλά και που είχαν καλλιεργήσει ευρύτερα ο κ. Τσίπρας μαζί με το ανώτατο επιτελείο του σε σχέση με τη διαπραγμάτευση, ήταν η ακλόνητη πεποίθηση ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση θα κατέρρεε εάν η Ελλάδα ετίθετο εκτός Ευρωζώνης. Οτι, δηλαδή, το Grexit θα ήταν ένα χτύπημα συντριπτικό στα θεμέλια και εντέλει στην ίδια την ύπαρξη του ευρώ.
Ο Γιάνης Βαρουφάκης ήταν ο βασικός κήρυκας αυτής της άποψης, με «backing vocals» μιας κομπανίας από νομπελίστες θεωρητικούς οικονομολόγους, οι οποίοι ενίσχυαν με το κύρος τους την κινδυνολογία περί κατάρρευσης της Ε.Ε. Το επιχείρημα αυτό χρησιμοποιούσε κατά κόρον στις σόλο εμφανίσεις του ανά την Ευρώπη και τον κόσμο ο Βαρουφάκης σαν ΥΠΟΙΚ-ροκ σταρ.
Ωστόσο, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Βαρουφάκης παρέσυρε τον αθώο και άμαθο Αλέξη Τσίπρα και τους παρακοιμώμενους συνεργάτες του. Οι βαρουφάκειες προγνώσεις ταίριαζαν απολύτως με τους ευσεβείς πόθους του Τσίπρα, ή τουλάχιστον εκείνης της εκδοχής του Τσίπρα που επιδιδόταν στον αχαλίνωτο προεκλογικό λαϊκισμό, στους ρητορικούς λεονταρισμούς του μπαλκονιού («go back κυρία Μέρκελ» κ.λπ.), οι οποίοι έδωσαν στον ΣΥΡΙΖΑ την τελική ώθηση έως την εξουσία. Οταν όμως έφτασε η αληθινή ώρα της κρίσεως, όταν οι θεωρίες του Βαρουφάκη ελέγχθηκαν στην πράξη, αποδείχθηκε ότι η άποψή του βασιζόταν σε μια εντελώς ρομαντική -στην καλύτερη περίπτωση-, αλλά ανεπανόρθωτα αυθαίρετη και αφελή εικοτολογία.
Την επομένη του δημοψηφίσματος και ανεξαρτήτως εάν το 62% των Ελλήνων είχε επιλέξει τον δρόμο της ανυποταξίας και της σύγκρουσης με τους δανειστές της χώρας, παρά τις ουρές στα ΑΤΜ των κλειστών τραπεζών, τα capital controls κ.λπ., οι περιβόητες «αγορές» ελάχιστα συγκινήθηκαν. Το χρηματιστηριακό και τραπεζικό χάος που είχε προφητεύσει ο Γιάνης Βαρουφάκης εντέλει εκδηλώθηκε σαν μία σχεδόν αμελητέα αύξηση στις αποδόσεις του δεκαετούς κρατικού ομολόγου για κάποιες από τις χώρες της Νότιας Ευρώπης, οι εθνικές οικονομίες των οποίων ήταν τότε στο κόκκινο.
Στην «Ιθάκη», ωστόσο, δεν υπάρχει η παραμικρή νύξη για την παταγώδη αποτυχία και την τόσο οδυνηρή για τον ελληνικό λαό διάψευση μιας εξαρχής χιμαιρικής αντίληψης για το πώς λειτουργεί και κυρίως πόσο μπορεί να αντέξει τους εσωτερικούς κλυδωνισμούς η Ε.Ε. – αλλιώς, η δεύτερη πιο ισχυρή οικονομία του κόσμου.
Ο τζόγος του Grexit
Στα μάτια του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, του πανίσχυρου -και οπωσδήποτε αμείλικτου με την Ελλάδα- υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, η υπερβολική σιγουριά ότι η Ευρωζώνη θα καταστρεφόταν εξαιτίας ενός Grexit ήταν εξοργιστικά θρασεία και απλοϊκή, σχεδόν κωμική. Ηταν κομβική όμως για τον Αλέξη Τσίπρα και την κυβέρνησή του. Διότι, λαμβάνοντας ως αξίωμα ότι η Ελλάδα κρατά τη μοίρα ολόκληρης της Ε.Ε. στα χέρια της, ο Τσίπρας μπορούσε να βαυκαλίζεται ότι θα αλλάξει όχι μόνο τη χώρα του, αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη. Σε αυτή την επιμελώς καλλιεργημένη αυταπάτη βασίστηκε η στρατηγική της «δημιουργικής ασάφειας», δηλαδή μιας παρελκυστικής πολιτικής ώστε να κερδηθεί χρόνος, μια αποστολή που είχε αναλάβει προσωπικά ο Γιάνης Βαρουφάκης στο Eurogroup.
Η ίδια αυταπάτη όμως συνδεόταν άρρηκτα με κάτι πολύ πιο κρίσιμο και ουσιώδες: το σενάριο επιστροφής στη δραχμή. Βάσει κοινής λογικής, ο Αλέξης Τσίπρας δεν θα μπορούσε να υποτιμά τη δύναμη συνοχής του ευρώ χωρίς ταυτόχρονα να πιστεύει ότι οι συνέπειες της αποχώρησης της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα ήταν διαχειρίσιμες, σαφώς προτιμότερες από τον Γολγοθά των μεταρρυθμίσεων που απαιτούσαν επιτακτικά η Ε.Ε. και το ΔΝΤ. Βέβαια, ο κ. Τσίπρας στο βιβλίο του φροντίζει να παρουσιάσει τον εαυτό του ως αφοσιωμένο και ένθερμο φιλοευρωπαϊστή, να ανασκευάσει την κατηγορία ότι τζόγαρε στ’ αλήθεια με το Grexit.
Στην «Ιθάκη», από την εισαγωγή έως τον επίλογο, ο Τσίπρας επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία πως ουδέποτε σκέφτηκε σοβαρά να βγάλει την Ελλάδα από το ευρώ. Απλώς μπλόφαρε, υποτίθεται, αποπειρώμενος να πετύχει μια έντιμη και δίκαιη συμφωνία με την Τρόικα, τους «Θεσμούς» ή όπως αλλιώς βαφτίστηκαν κατά διαστήματα οι δανειστές της χώρας.
Παρ’ όλα αυτά, η συγγραφή της «Ιθάκης» θα άξιζε μια θέση στην Ιστορία εάν ο Αλέξης Τσίπρας έβρισκε το θάρρος και την ειλικρίνεια να παραδεχτεί ότι ερωτοτροπούσε απροκάλυπτα με το σενάριο του Grexit. Θα ήταν μια γενναία -και ασφαλώς αξιέπαινη- απόδειξη ότι ωρίμασε ως ηγέτης, εάν ο κ. Τσίπρας παραδεχόταν στο βιβλίο του αυτό που είναι πασίδηλο από τις αντιδράσεις και τα διαβήματά του κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015: ότι η απειλή του Grexit δεν ήταν απλώς μια μπλόφα.
Ηταν εξαρχής το Σχέδιο Β της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ασχέτως εάν κι αυτό ήταν επιπόλαια σχεδιασμένο και ανεπαρκώς επεξεργασμένο, κυρίως διότι ο Τσίπρας επέμενε να παραγνωρίζει τη βαρύτητα της οικονομικής διάστασης των διαπραγματεύσεων, επιμένοντας στο ότι το όλο ζήτημα της Ελλάδας ήταν πολιτικό, ότι οι δανειστές ήταν αδιάλλακτοι επειδή ήθελαν να τον εξοντώσουν πολιτικά και να τον αντικαταστήσουν με κάποιον πειθήνιο πρωθυπουργό κ.λπ.
Ωστόσο, από τη σκοπιά του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά: «Αν ο Τσίπρας είχε επιστρατεύσει τελικά το δημοψήφισμα πράγματι για λόγους στρατηγικής», επισημαίνει ο Σόιμπλε στα δικά του απομνημονεύματα («Η ζωή μου στην πολιτική», εκδ. Κλειδάριθμος), «με την πεποίθηση ότι ένα οριακό “όχι”, όπως διαφαινόταν ήδη από καιρό, θα του εξασφάλιζε ένα ισχυρό επιχείρημα στις διαπραγματεύσεις των Βρυξελλών, ταυτόχρονα όμως θα άφηνε μια διέξοδο ώστε να δικαιολογήσει στην πατρίδα του την αναδίπλωση, στη συνέχεια πάντως σίγουρα θα εξεπλάγη από το ξεκάθαρο αποτέλεσμα. Διότι πάνω από το 60% ψήφοι υπέρ του “όχι” τον οδήγησαν σε μια κατάσταση από την οποία ουσιαστικά δεν μπορούσε να βγει χωρίς να πληγεί το κύρος του».
Πάντα απροετοίμαστοι
Ο Σόιμπλε συνεχίζει την ανάλυσή του τονίζοντας πως «ο Τσίπρας δέχτηκε έπειτα ένα πρόγραμμα το οποίο ήταν πιο σκληρό από εκείνο που η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει εξασφαλίσει τον Απρίλιο του 2015. Ισως, πάλι, να επρόκειτο απλώς περί θράσους και απερισκεψίας ενός ισχυρού ανθρώπου, την οποία εγώ είχα διακρίνει σε εκείνον, και η οποία του επέτρεπε να μπορεί να αντιδράσει γρήγορα σε νέες καταστάσεις».
Σε ένα άλλο βιβλίο, την «Τελευταία μπλόφα» των ρεπόρτερ Ελένης Βαρβιτσιώτη και Βικτώριας Δενδρινού (εκδ. Παπαδόπουλος), το οποίο βασίζεται σε εκατοντάδες έγγραφα, πρακτικά από συνεδριάσεις οργάνων της Ε.Ε., συνεντεύξεις κ.ο.κ., περιλαμβάνονται πολλά επιμέρους περιστατικά, τα οποία φωτίζουν τον αλλοπρόσαλλο τρόπο που διαπραγματευόταν ο Τσίπρας, αλλά και την απροθυμία του να καταλάβει ποιους είχε απέναντί του.
Για παράδειγμα, δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο βασικός παρασκηνιακός διαπραγματευτής εκ μέρους της Ε.Ε. παρόλο ότι ήταν δύο και πλέον μήνες πρωθυπουργός. Προς το τέλος Μαρτίου του 2015, όταν κάποιοι συνεργάτες του ανέφεραν στον Τσίπρα ότι ο επικεφαλής του Euroworking Group ήταν ρυθμιστής των εξελίξεων, εκείνος αντέδρασε ενοχλημένος ρωτώντας: «Ποιος είναι επιτέλους αυτός ο Τόμας Βίζερ που μου τον λέτε και τον ξαναλέτε;».
Στην «Ιθάκη» του ο Αλέξης Τσίπρας υποβαθμίζει τη σημασία των εντυπώσεων, το πόσο πρόχειρα και ερασιτεχνικά εμφανιζόταν ο ίδιος και η ομάδα του στις συζητήσεις με την ηγεσία της Ευρώπης. «Ηταν τόσο το άγχος τους που διαρκώς έψαχναν να βρουν τους φακέλους τους», γράφει μεγαλόθυμα. Οι Βαρβιτσιώτη και Δενδρινού όμως συμπληρώνουν την εικόνα, περιγράφοντας ένα ντροπιαστικό αλαλούμ, όταν οι Νίκος Παππάς, Δημήτρης Τζανακόπουλος και κάποια ακόμη μέλη της ελληνικής αντιπροσωπείας αναζητούσαν πανικόβλητοι έγγραφα χωρίς τα οποία οποιαδήποτε συζήτηση δεν θα είχε κανένα νόημα: – «Ποιος έχει τον φάκελο;» – «Πρέπει να είναι στην τσάντα σου. Δεν είναι;» – «Τώρα, τι κάνουμε;» – «Ποιος τον πήρε, ρε;». Τέτοιου ύφους και περιεχομένου ήταν οι διάλογοι απέναντι στην Ανγκελα Μέρκελ και την ομάδα της.
Κι όταν επιτέλους, για καλή τύχη της Ελλάδας, ο φάκελος ανευρέθη, ο Τσίπρας μπορούσε πια να σταματά να χαμογελά αμήχανα. Μόνο που τότε έπρεπε να απαντήσει σε πολύ συγκεκριμένα ερωτήματα, όπως ακριβώς τα έθετε η Μέρκελ. Του τύπου «τι προτείνετε για το ζήτημα υπ’ αριθμόν 5;» Τότε οι Ελληνες περιέρχονταν σε πλήρη αμηχανία, καθώς δεν ήταν προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν μια τόσο καλά προετοιμασμένη συνομιλήτρια.
Εξ ου και ο Τσίπρας εξακολούθησε το αφήγημα περί πολιτικής φύσης του προβλήματος, μια στάση που διατρέχει κάθε λέξη της «Ιθάκης» που αναφέρεται στη διαπραγμάτευση του 2015. Σχετικές αναφορές για την έλλειψη προετοιμασίας περιλαμβάνει και το βιβλίο της πρώην Γερμανίδας καγκελαρίου με τον τίτλο «Ανγκελα Μέρκελ, Ελευθερία» (εκδ. Μεταίχμιο). Καμία λέξη όμως δεν αφιερώνεται στο βιβλίο του Αλέξη Τσίπρα για το πόσο εξευτελιστικό ήταν για τη διεθνή υπόληψη της Ελλάδας το να κατσαδιάζει ο Γάλλος πρόεδρος τον Ελληνα πρωθυπουργό σαν άτακτο μαθητή του Δημοτικού.
Περιστατικά όπως η έλλειψη προετοιμασίας κατά τις διαπραγματεύσεις με τη Μέρκελ, η κατσάδα από τον Φρανσουά Ολάντ και οι ανεδαφικές επιδιώξεις σε ταύτιση με τον Γιάνη Βαρουφάκη δεν αναφέρονται πουθενά στο βιβλίο του Αλέξη Τσίπρα
Εχοντας εξαντλήσει κάθε απόθεμα υπομονής, ο Φρανσουά Ολάντ επέπληξε δριμύτατα τον Ελληνα πρωθυπουργό επειδή, για μία ακόμη φορά, βρισκόταν στις Βρυξέλλες με άδεια χέρια. Ενώ είχε προηγηθεί το δημοψήφισμα, ενώ οι Ευρωπαίοι ανέμεναν το σχέδιο μεταρρυθμίσεων που θα αντιπρότεινε η ελληνική πλευρά, ενισχυμένη με την άρνηση του ελληνικού λαού να υποκύψει στη λιτότητα, ο Τσίπρας πήγε στην πιο κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής της καριέρας του χωρίς την παραμικρή πρόταση. «Ε, δεν πάει άλλο, Αλέξη», εξερράγη ο Ολάντ. Και ανακοίνωσε στον Τσίπρα ότι «δεν θα φύγετε από τις Βρυξέλλες εάν δεν στείλετε στους Θεσμούς έναν κατάλογο με σοβαρά μέτρα που σκοπεύετε να πάρετε».
Το επόμενο πρωί, στις 8 Ιουλίου 2015, ο Τσίπρας θα ενέκρινε, σχεδόν χωρίς να τη διαβάσει έως το τέλος, μια λίστα με μέτρα λιτότητας και αναδιάρθρωσης της οικονομίας, τα οποία μέχρι πρότινος απέρριπτε ως απαράδεκτα. Συντάκτης του εν λόγω κειμένου ήταν ο Γερούν Ντάισελμπλουμ και εμμέσως εκείνος που τον καθοδηγούσε, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Ο Πούτιν σώζοι!
Για όλα τα προηγούμενα η «Ιθάκη» σιγεί, αναμασώντας τα γνωστά εξωραϊστικά συνθήματα της ρητορικής Τσίπρα, ότι «κρατήσαμε την κοινωνία μας όρθια», «εξασφαλίσαμε την έξοδο από τα μνημόνια» κ.λπ., αρνούμενος ότι το τρίτο μνημόνιο με τους δανειστές ενέταξε την Ελλάδα σε έναν κύκλο χρέους 86 επιπλέον δισ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζεται η συστημική ζημία των capital controls, της καθήλωσης της οικονομίας κ.ο.κ.
Μια άλλη ημιτελής αλήθεια της «Ιθάκης» αφορά στη δραματική συνεδρίαση του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών στις 6 Ιουλίου του 2015, δηλαδή μετά από το δημοψήφισμα και το βροντερό «όχι» των Ελλήνων. Είναι η στιγμή που ενώ βρισκόταν στο Προεδρικό Μέγαρο, ο Τσίπρας είχε μια σύντομη τηλεφωνική συνδιάλεξη με τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Ακολουθεί το σχετικό απόσπασμα από την «Ιθάκη», σύμφωνα με την εκδοχή του Αλέξη Τσίπρα: «Η σύσκεψη διακόπηκε δύο φορές. Μία για να μιλήσει ο ΠτΔ με τον Γάλλο ομόλογό του και μία για να μιλήσω με τον Πούτιν.
Στην επικοινωνία μου με τον Ρώσο Πρόεδρο άφησα να μιλήσει αυτός πρώτα, ως είθισται άλλωστε, αφού αυτός ζήτησε την επικοινωνία. Αρχισε με τα συγχαρητήρια. Μου είπε πως αυτό που είχαμε πράξει την προηγούμενη μέρα θα γραφόταν στην Ιστορία με χρυσά γράμματα, ότι η νίκη μας αυτή ήταν ανάλογη της Αντίστασης στον ναζισμό.
Οτι είχαμε πετύχει μια μεγάλη ιστορική νίκη, αποδεικνύοντας πως όποιος μάχεται μπορεί να πετύχει σπουδαία πράγματα. – “Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια. Εχεις να μου πεις κάτι άλλο σε σχέση με την επόμενη ημέρα; Κάποια συμβουλή; Τι πιστεύεις ότι πρέπει να κάνω;”, ρώτησα με νόημα. – “Εσύ θα αποφασίσεις τι πρέπει να κάνεις, αλλά πιστεύω ότι μια βιώσιμη συμφωνία θα είναι καλή για όλους”. – “Εντάξει, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ”. Χαιρετιστήκαμε και κλείσαμε το τηλέφωνο. Συνεχίσαμε τη συζήτηση με τους πολιτικούς αρχηγούς».
Αυτό που εν προκειμένω παραλείπει στην «Ιθάκη» του ο κ. Τσίπρας, παρότι καταγεγραμμένο στα ρεπορτάζ της εποχής, είναι ότι επιστρέφοντας στην αίθουσα του συμβουλίου είπε στους συγκεντρωμένους επικεφαλής των κομμάτων ότι ο Πούτιν θα μεσολαβούσε υπέρ της Ελλάδας στην Ευρώπη. – «Είσαι σοβαρός; Νομίζεις πως αυτό πρόκειται να βοηθήσει;», τον ρώτησε εκνευρισμένος ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Ο κ. Μεϊμαράκης οργίστηκε, όπως θα συνέβαινε στον καθέναν με στοιχειώδη γνώση των διεθνώς τεκταινομένων. Δικαιολογημένα, εφόσον η άγνοια του Αλέξη Τσίπρα ήταν ασυγχώρητη για έναν πρωθυπουργό – ιδίως μάλιστα για έναν πρωθυπουργό που είχε εκφράσει δημοσίως τη φιλοδοξία του να αλλάξει την Ευρώπη.
Ο Τσίπρας αγνοούσε πλήρως ή επέλεξε να μην λάβει υπόψη του ότι οι σχέσεις Ρωσίας – Ε.Ε. είχαν φτάσει στο ναδίρ τη δεδομένη στιγμή. Δεν ήταν δικαιολογία ότι ήταν απορροφημένος με τη διαπραγμάτευση. Ο κ. Τσίπρας όφειλε να γνωρίζει ότι, ήδη από τις 15 Ιανουαρίου του 2015, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε εκδώσει ψήφισμα διά του οποίου απέκλειε τη Ρωσία από τον κύκλο των στρατηγικών εταίρων της Ε.Ε. καταδικάζοντας απερίφραστα την κατάληψη της Κριμαίας και τον πόλεμο στο Ντονμπάς. Συνεπώς, ο τελευταίος που σε εκείνη τη συγκυρία θα μπορούσε «να πει έναν καλό λόγο για τους Ελληνες» στην Ε.Ε. ήταν αντικειμενικά ο Βλαντιμίρ Πούτιν.
Σαν καλός αριστερός
Προτού καν διαβάσει κανείς έστω και μία αράδα από το περιεχόμενό της, είναι ξεκάθαρο ότι η «Ιθάκη» αποτελεί ένα σοβαρό παράδοξο από μόνη της, κατ’ αρχάς διότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι απόμαχος, αλλά εν ενεργεία πολιτικός – και επιπλέον έτοιμος να εφορμήσει στον δεύτερο γύρο του πολιτικού βίου του, αποτολμώντας μια απόπειρα ολικής επαναφοράς στο προσκήνιο.
Υπ’ αυτή την οπτική, ο κ. Τσίπρας συνεχίζει μια αυθεντικά αριστερή, κομμουνιστική για την ακρίβεια, παράδοση, δεδομένου ότι η αιώνια επιστροφή στο παρελθόν, η αέναη καταγραφή και ανακαταγραφή της Ιστορίας ήταν ανέκαθεν ένα από τα βασικά καθήκοντα των ηγετικών στελεχών Αριστεράς – και όχι μόνο του ΚΚΕ. Οπότε, ιδιαίτερα κάθε φορά που η γραμμή πλεύσης άλλαζε, η ηγεσία του κόμματος φρόντιζε πάντα, ως πρώτο της μέλημα, να ξαναγράψει την έως τότε ιστορία της. Για την Κομμουνιστική Αριστερά, από τα σπλάχνα της οποίας ξεπήδησε κάποτε ως εξέχων Κνίτης το «φαινόμενο Τσίπρα», η Ιστορία είναι ένα παλίμψηστο, όπου τα περασμένα, σε χρόνο παρατατικό και αόριστο, οφείλουν να συμμορφώνονται και να αναδιατυπώνονται καταπώς ορίζει ο ενεστώτας – ο εκάστοτε ενεστώτας. Και, εννοείται, ο μέλλων.
Φωτογραφίες: EUROKINISSI
Συνεχίζοντας σε αυτό τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση των cookies στη συσκευή σας όπως περιγράφεται στην πολιτική cookies
Μάθετε περισσότερα εδώ
Αποδοχή
