Συζητάμε σήμερα για ένα μείζον θέμα σε σχέση με τις συνθήκες ασφάλειας των εργαζομένων στη χώρα μας και στην Ευρώπη, την ώρα που το ίδιο το κράτος γνωρίζουμε ότι τις υπονομεύει και τις ελαχιστοποιεί, θεσμοθετώντας το 13ωρο.
Τη δυνατότητα, δηλαδή, του εργοδότη να αξιώνει από τον εργαζόμενο να δουλέψει ορισμένες ημέρες τον μήνα 13 ώρες με το δέλεαρ της καταβολής υπερωριών.
Τι κάνει επί της ουσίας η συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση που σχολιάστηκε αρνητικά στον διεθνή Τύπο, ακόμη και σε χώρες όπως η Κολομβία; Διευκολύνει τον εργοδότη να καλύψει τα κενά του χωρίς να προσλάβει νέο προσωπικό και αναγκάζει τον εργαζόμενο να συμβιβαστεί στην αποδοχή του εργοδοτικού αιτήματος για 13 ώρες εργασίας.
Διότι, όλοι γνωρίζουμε ότι η σχέση εργοδότη και εργαζόμενου δεν είναι σε καμία περίπτωση ισότιμη και η άρνηση μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια της εργασίας.
Και όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερες ώρες σε σύγκριση με τους εργαζόμενους σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Ταυτόχρονα, η τετραήμερη εργασία κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος σε όλον τον κόσμο.
Δεκάδες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και της Βρετανίας, έχουν πειραματιστεί με την τετραήμερη εβδομάδα εργασίας, με συντριπτικά θετικά αποτελέσματα: Οι επιχειρήσεις που συμμετείχαν σε μια δοκιμή έξι μηνών στη Βρετανία δήλωσαν ότι η τετραήμερη εργασία είχε ευεργετικά αποτελέσματα, όπως βελτιωμένη παραγωγικότητα, υψηλό ηθικό και ομαδική κουλτούρα.
Το επιχείρημα της κυβέρνησης της ΝΔ, που επέβαλε νομοθετικά πριν από περίπου έναν μήνα το 13ωρο, επικεντρώνεται στο ότι με αυτόν τον τρόπο ο εργαζόμενος μπορεί να αυξήσει τα εισοδήματά του χωρίς να χρειάζεται να κάνει δύο δουλειές που θα τον εξόντωναν σωματικά και πνευματικά.
Αποκρύπτοντας τη διάσταση πως το 13ωρο στερεί εισοδήματα από τον εργαζόμενο που θα επεδίωκε να κάνει δύο δουλειές για να ζήσει και να βγάλει το μήνα, καθώς δεν μπορεί να αρνηθεί την 13ωρη εργασία στον ίδιο εργοδότη.
Φίλες και φίλοι, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ πριν από την καθιέρωση της εργασίας έξι ημερών για ορισμένους κλάδους και 13 ωρών για κάποιους εργαζόμενους, είναι αποκαλυπτικά. Το 2023 η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψε 51 θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα.
Προσέξτε όμως, σύμφωνα με στοιχεία που προέρχονται από συνδικαλιστικά σωματεία, οι νεκροί σε χώρους δουλειάς το 2023 ήταν συνολικά 179. Γιατί υπάρχει αυτή η μεγάλη απόκλιση σε αριθμούς; Διότι, σύμφωνα με τις καταγγελίες των εκπροσώπων των σωματείων, επισήμως καταγράφεται μόλις το 30-40% των εργατικών ατυχημάτων!
Σύμφωνα με τον απολογισμό της Επιθεώρησης Εργασίας, για το 2024 αναφέρονται 48 θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα, η πλειονότητα των οποίων, με βάση την επίσημη έκθεση της Επιθεώρησης, αφορά τεχνικές εργασίες. Ατυχήματα από πτώσεις, κυρίως στον κατασκευαστικό κλάδο ή από απώλεια ελέγχου μηχανήματος.
Σύμφωνα ωστόσο με την ΟΣΕΤΕΕ, τη συνδικαλιστική οργάνωση τεχνικών επιχειρήσεων, για το 2024 καταγράφηκαν 132 νεκροί και 219 τραυματίες σε χώρους εργασίας.
Επίσης, μόνο το πρώτο τρίμηνο του 2025 αναφέρθηκαν 51 θάνατοι από εργατικά ατυχήματα κι ενώ διαπιστωμένα υπάρχει υποκαταγραφή των ατυχημάτων.
Το οικονομικό κόστος των εργατικών ατυχημάτων υπολογίζεται ότι ξεπερνάει τα 150 εκατομμύρια ευρώ ανά έτος. Δεν είναι όμως μόνο αυτό.
Επιπλέον, υπάρχει σημαντικό κοινωνικό κόστος, όχι μόνο για τις οικογένειες των θυμάτων, αλλά και για την απώλεια παραγωγικότητας και, ασφαλώς, για το κόστος υγειονομικής περίθαλψης.
Για τα εργατικά ατυχήματα ευθύνονται τα ελλιπή μέτρα ασφαλείας, οι ανεπαρκείς έλεγχοι, η πλημμελής κρατική πρόληψη για μεγάλα βιομηχανικά ατυχήματα και τα εξαντλητικά ωράρια εργασίας. Επίσης, η εκπαίδευση των εργαζόμενων πολλές φορές δεν γίνεται σωστά, δεν παρέχονται σεμινάρια για θέματα υγείας και ασφάλειας και σπανίως γίνεται χρήση προστατευτικού εξοπλισμού.
Μολονότι υπάρχει νομοθεσία για την ασφάλεια και την υγεία, στην εργασία δεν εφαρμόζεται επαρκώς.
Άρα, πρέπει να υπάρξουν αυστηρότερες κυρώσεις για παραβάσεις ασφάλειας αφού, όμως, προηγουμένως εκπονηθεί ένα εθνικό σχέδιο για την πρόληψη δυστυχημάτων.
Η παροχή νομικής, ψυχολογικής και οικονομικής υποστήριξης για όσους τραυματίζονται ή για τις οικογένειες θυμάτων από εργατικά ατυχήματα πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Δυστυχώς, στα επίσημα στοιχεία δεν καταγράφονται επαρκώς ούτε οι επαγγελματικές ασθένειες στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί θάνατοι εξαιτίας της εργασίας και πολλά προβλήματα υγείας που εκδηλώνονται σε εργαζόμενους και συνδέονται με την εργασία, παραμένουν «αόρατα» και δεν δηλώνονται. Επί της ουσίας, δεν υπάρχουν για τις επίσημες αρχές του κράτους.
Άμεσα, λοιπόν, πρέπει να αρχίσει η καταγραφή των επαγγελματικών ασθενειών όπου παρατηρείται μεγάλο κενό.
Σκεφτείτε ότι στη χώρα μας οι νοσηλευτές του δημόσιου τομέα θα ενταχθούν στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα από την πρώτη Ιανουαρίου του 2026, έπειτα από αλλεπάλληλες παραστάσεις και διαβήματα του κλάδου.
Προτάσεις έχουν κατατεθεί ώστε να ενταχθεί το σύνολο των υγειονομικών στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, επομένως και οι γιατροί, όμως αυτές απορρίφθηκαν από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, με το αιτιολογικό ότι θα τιναζόταν το ΕΣΥ στον αέρα!
Κάπου εδώ, κλείνοντας, οφείλω να παραδεχτώ ότι στο ερώτημα πόση αξία έχει η ανθρώπινη ζωή στην εργασία δεν ξέρω εάν μπορεί να υπάρξει σωστή και αντικειμενική απάντηση, τουλάχιστον για τη χώρα μας.
Διότι, αν σταθούμε μόνο στους αριθμούς, ακόμη κι αν υπάρχουν καλές προθέσεις, κατανοούμε ότι αποδίδεται ελάχιστη αξία…
