Θα μπορούσαν να είναι «βιβλία του μετρό» ή βιβλία για τις στιγμές που όντως ένας αναγνώστης μένει μόνος του για μια ώρα σε ένα μέρος μεταβατικό (ας φανταστούμε, για τις ανάγκες του σημειώματος, την αίθουσα μπροστά απ’ την πύλη ενός αεροδρομίου). Λίγο πολύ όλοι οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι -αλλά και οι μικροί ανεξάρτητοι- συστήνουν μία σειρά με «Τα μικρά». Τομίδια, δηλαδή, με αυτοτελή αφηγήματα μερικών δεκάδων σελίδων. Το «Μεταίχμιο» δίνει ακριβώς αυτόν τον τίτλο στη νέα σειρά του, την οποία επιμελείται η Στέλα Ζουμπουλάκη και εγκαινιάζεται με τα εξής τρία βιβλία: «Οι νεκροί» του Τζέιμς Τζόις, σε νέα μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη, «Η ιστορία της παραμάνας» της Ελίζαμπεθ Γκάσκελ, σε μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, και «Γουίλιαμ Γουίλσον» του Έντγκαρ Άλαν Πόε, σε μετάφραση της Κατερίνας Σχινά.
«Οι νεκροί» (1906-1907) είναι, ως γνωστόν, το τελευταίο διήγημα στη συλλογή «Οι Δουβλινέζοι» του Τζόις, η οποία εκδόθηκε το 1914. Σε αυτό περιγράφεται η ετήσια μάζωξη συγγενών και φίλων την περίοδο των Χριστουγέννων στο σπίτι των δεσποινίδων Μόρκαν. Μέσα σε 86 σελίδες μαθαίνουμε τις προσωπικές ιστορίες δέκα χαρακτήρων. Αλλά η κορύφωση ανήκει στον Γκέιμπριελ Κόνροϊ (κρατάμε φυσικά τη βιβλική αναφορά του ονόματος Γαβριήλ) και τη γυναίκα του Γκρέτα, όταν καταλήγουν στο ξενοδοχείο μετά τη χοροεσπερίδα. Εκεί όπου η γυναίκα έχοντας ακούσει νωρίτερα ένα τραγούδι θυμάται «κάποιον που ήξερε στο Γκόλγουεϊ, όταν ζούσε εκεί με τη γιαγιά» της: τον εφηβικό της έρωτα Μάικλ Φιούρι, ο οποίος πέθανε πολύ μικρός (κι εδώ το όνομα παραπέμπει στον δεύτερο «Αρχάγγελο»). Η μετάφραση του Αχ. Κυριακίδη ξαναβρίσκει νοήματα σε μια ιστορία γνωστή επισημαίνοντας καίριες λέξεις. Αν έχει κάποιο νόημα, ας θυμηθούμε το τέλος του αφηγήματος -τόσο γνωστό που δεν αποτελεί spoiler, φυσικά- με όλες τις χριστιανικές αναφορές στο μαρτύριο του Ιησού: «Είχε αρχίσει να χιονίζει ξανά. Παρακολούθησε νυσταγμένα τις νιφάδες, ασημένιες και σκούρες, να πέφτουν λοξά στο φως του φαναριού… Ναι, οι εφημερίδες είχαν δίκιο: χιόνιζε παντού, σ’ όλη την Ιρλανδία. Το χιόνι έπεφτε σε κάθε γωνιά της σκοτεινής κεντρικής πεδιάδας, στους γυμνούς λόφους, έπεφτε απαλά στο Μπογκ-οφ-Άλεν, και πιο πέρα, στα δυτικά, έπεφτε απαλά στα σκοτεινά ταραγμένα νερά του Σάνον. Έπεφτε και σε κάθε γωνιά του μοναχικού νεκροταφείου στο λόφο όπου ήταν θαμμένος ο Μάικλ Φιούρι. Απλωνόταν, πυκνό, πάνω στους γερμένους σταυρούς και στις ταφόπλακες, στα μυτερά κάγκελα της μικρής πύλης, στα στείρα αγκάθια».
Η «Ιστορία της παραμάνας» κυκλοφόρησε στο χριστουγεννιάτικο τεύχος του περιοδικού «Household Words» το 1852, έπειτα από προτροπή του ιδρυτή του, Τσαρλς Ντίκενς. Είχε υπότιτλο «Μια ιστορία φαντασμάτων για τα Χριστούγεννα» και συνιστούσε ένα έμμεσο σχόλιο για τη βιομηχανική κοινωνία. Στο απομονωμένο οικογενειακό κτήμα της βόρειας Αγγλίας, όπου φτάνει η Έστερ, αρχίζει να ξετυλίγεται ένα ανησυχητικό μυστικό της οικογένειας. «Όσο προχωρούσε ο χειμώνας και μίκραιναν οι μέρες, υπήρχαν φορές που ήμουν σχεδόν σίγουρη πως άκουγα έναν συγκεκριμένο ήχο, σαν να έπαιζε κάποιος το εκκλησιαστικό όργανο που ήταν στην μπροστινή αίθουσα. Δεν τ’ άκουγα κάθε βράδυ· αλλά σίγουρα, πολύ συχνά, συνήθως όταν ήμουν με τη δεσποινίδα Ρόζαμοντ στο υπνοδωμάτιό της, αφού την είχα βάλει για ύπνο, και καθόμουν πολύ ήσυχα, χωρίς να κάνω καθόλου φασαρία. Τότε ήταν που άκουγα τον ήχο του ν’ αντηχεί ξαφνικά και να φουντώνει, σαν κάπου μακριά».
Στο αφήγημα «Γουίλιαμ Γουίλσον» του Πόε, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε το 1839 στο περιοδικό «Burton’s Gentleman’s Magazine», διακρίνουμε «αυτοβιογραφικά στοιχεία από τα σχολικά χρόνια του συγγραφέα στην Αγγλία», όπως γράφει η Κατερίνα Σχινά στο σημείωμά της. Ο Πόε διερευνά εδώ τον διχασμό της προσωπικότητας και τη σχιζοφρένεια πίσω από την αφήγηση του Γουίλιαμ, ο οποίος ανατρέχει στα ταραγμένα χρόνια της νεότητάς του σε ένα φημισμένο οικοτροφείο. Εκεί συναντά ένα παράξενο αγόρι που έχει το ίδιο όνομα και του μοιάζει εντυπωσιακά. Από εδώ η αρχή (13 χρόνια πριν από το «Λέγε με Ισμαήλ» του «Μόμπι Ντικ»): «Επιτρέψτε μου να αυτοαποκαλούμαι, προς το παρόν, Γουίλιαμ Γουίλσον. Δεν είναι ανάγκη να κηλιδωθεί με το πραγματικό μου όνομα η άσπιλη σελίδα που τώρα βρίσκεται μπροστά μου. Ήδη, αυτό το όνομα έχει γίνει, και με το παραπάνω, το αντικείμενο της χλεύης, της φρίκης, της απέχθειας των συνανθρώπων μου. Μήπως οι αγανακτισμένοι άνεμοι δεν έχουν διαδώσει στα πέρατα της οικουμένης την ανεπανάληπτη αχρειότητά μου; Ω εσύ, αποσυνάγωγε των αποσυνάγωγων, απ’ όλους αποδιωγμένος!».