website analysis Αργύρης Μπακιρτζής στο tvxs / Η κατάσταση σε διεθνές και εθνικό επίπεδο είναι για να κλαις – Epikairo.gr

«Όλα τα τραγούδια μου είναι βιωματικά, αποτελέσματα της πίεσης που μου δημιουργούν οι καταστάσεις της ζωής. Τελευταία, λόγω ηλικίας, γράφω τραγούδια όπως “Ασθένειες εγκλεισμού”, “Η νέα μόδα, το Φεησμπούκ” (μάλλον κατά), “Τα συστήματα στο παιδικό μπάσκετ”, “Άσμα αντιμνημονιακό και κάπως πένθιμο”, όπου περιγράφω τις αρρώστιες που νομίζω πως με ταλαιπωρούν» λέει ο Αργύρης Μπακιρτζής στο tvxs.

H συνέντευξη που ακολουθεί έγινε με αφορμή τη χαρμόσυνη είδηση των δύο εμφανίσεων 2 και 3 Ιανουαρίου στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» άλλης μιας παραφυάδας των Χειμερινών Κολυμβητών με το όνομα «Θέλω να πάρω τα βουνά».

Με σημείο εκκίνησης αστικά και λαϊκά τραγούδια του Μεσοπολέμου, το πρόγραμμα ανοίγεται συνειρμικά, κατά την προσφιλή συνήθεια των Χειμερινών Κολυμβητών, σε διάφορα μουσικά ιδιώματα και είδη. Τραγούδια του Μεσοπολέμου αλλά και κατοπινά, μέχρι και σύγχρονα, κυρίως τανγκό και βαλς, συναντούν τονΑργύρη Μπακιρτζή (τραγούδι) και την Εύη Μάζη (φλάουτο, πιάνο, τραγούδι), τα μέλη των Χειμερινών Κολυμβητών Κώστα Βόμβολο(ακκορντεόν, πιάνο) και Μιχάλη Σιγανίδη(κοντραμπάσο).

Τι είναι αυτό που σας γοητεύει στα τραγούδια του μεσοπολέμου στα οποία επιστρέφετε;

Για απάντηση παραπέμπω σε μέρος του κειμένου που υπογράφω στο βιβλίο-δίσκο «Τα τραγούδια της πιανόλας» που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες απ’ τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης: «Όταν το 1988 ήρθε για δεύτερη φορά απ’ την Αμερική ο Γιώργος Κατσαρός, μετά την πρώτη του επίσκεψη το 1927, και είχα την τύχη και την τιμή να τον συνοδέψω μαζί με τους «Χειμερινούς Κολυμβητές» σε συναυλίες στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, παρατήρησα ότι περιελάμβανε στο πρόγραμμά του τραγούδια ελαφρά, γεγονός που με απενοχοποίησε απ’ το ότι μού άρεζε να τραγουδώ και ελαφρά τραγούδια παρότι η ιδεολογική και αισθητική μου προτίμηση έγερνε σαφώς προς τα ρεμπέτικα.

Η απενοχοποίηση αυτή ολοκληρώθηκε όταν κυκλοφόρησαν από την εφημερίδα «τα ΝΕΑ» οι εικοσιδύο τόμοι του Παναγιώτη Κουνάδη με ηχογραφήσεις από δίσκους γραμμοφώνου που την αποθορυβοποίησή τους επιμελήθηκε ο Νίκος Διονυσόπουλος. Τότε σιγουρευτήκαμε ότι τέτοιου είδους διαχωρισμοί των τραγουδιών ήταν επιπόλαιοι και δεν μπορούσαν να ισχύουν παρά μόνο πολύ γενικευμένα και ότι το κάθε «είδος» εισχωρεί με ποικίλους τρόπους στα χωράφια του άλλου.

Τραγουδιστές όπως ο Κατσαρός, η Παπαγκίκα, ο Κωστής και πολλοί άλλοι, τραγουδούσαν και τα μεν και τα δε, όπως και δημοτικά, ο δε Μάρκος θαύμαζε τον Αττίκ ως τον πιο σπουδαίο συνθέτη της εποχής του». Σας συνιστώ να δείτε την εκπληκτική ταινία του  Ettore Scola (Ο χορός-Le bal,1983), να αντιληφθείτε τη δύναμη του ταγκό και του βαλς σε στις μεγάλες αίθουσες σε λαϊκές συνοικίες δίπλα στον Σηκουάνα, κάτι που έζησα και διαπίστωσα προσωπικά πριν από 50 χρόνια,  και ακόμη να ακούσετε τον ύμνο των περιπλανώμενων αναρχικών «Adio Lugano bella» του Pietro Gori  σε ρυθμό βαλς, στην ανεπανάληπτη εκτέλεση των  Giorgio Gaber, Enzo Jannacci, Lino Toffolo, Otello Profazio e Silverio Pisu, αλλά και στις εκτελέσεις της Giovanna Daffini, της Milva, της Maria Carta και άλλων σπουδαίων Ιταλών τραγουδιστών.

Από πού πηγάζει η δύναμη των τραγουδιών αυτών και τι έχουν να πουν σήμερα;

Απ’ την επιθυμία των ανθρώπων που τα τραγουδούν να τα τραγουδήσουν. Καμιά ιδεολογία δεν μπορεί να σώσει ένα κακό τραγούδι. Γνωρίζω ότι το τραγούδι «Οι ξενύχτηδες», πιο γνωστό με τον τίτλο «Στης νύχτας τη σιγαλιά», των Αιμίλιου Δραγάτση και Ερμή Πόγγη, που τραγούδησε καταπληκτικά, όπως πάντα, η κορυφαία Μαρίκα Παπαγκίκα, το τραγούδησαν οι γονείς όλων μας, ανεξάρτητα κοινωνικής τάξης.

Ως προς το τι έχουν να πουν τέτοια τραγούδια σήμερα, να πω πρώτα ότι κυρίαρχο θέμα τους είναι ο έρωτας, με στίχους που μερικές φορές θυμίζουν ρομαντική ποίηση του μεσοπόλεμου, όπως αυτοί του Γ.Παπαδήμα «…άναψε μια κρυφή φωτιά στα σάπια μου τα στήθια» ή «κάποιο κρυφό μου μυστικό π’ ούτε κι εσύ ακόμα / δεν θα το μάθεις θα ταφείς στου τάφου μου το χώμα». Άλλοτε ακούμε να εκφέρονται με αθωότητα και ειλικρίνεια πολύ τολμηροί στίχοι που θα προκαλούσαν αντιδράσεις στην κρυπτοπουριτανική εποχή μας.

Ακόμη υπάρχουν τραγούδια που αναφέρονται στον «Χορό της Μάσκας», όπου, στον Καρνάβαλο της Πάτρας, μόνο οι γυναίκες και όχι οι άντρες, επέλεγαν τον παρτενέρ τους και ότι ήθελε προκύψει, κάτι που μου φέρνει στο νου σπίθα της εποχής της Μητριαρχίας, απάντηση που απ’ την Τετάρτη το βράδυ μού προέκυψε, ενώ τραγουδούσα σε μια συναυλία στον «Σταυρό του Νότου» το τραγούδι μου «Η ανάληψη των επτά και η Μπάντα στη Φλώρινα», όπου  το «ζευγάρι»  υποβαθμίζεται –κατά τον στίχο τραγουδιού της Colette Magny «το ζευγάρι είναι το κύτταρο ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια»- και αποθεώνεται η παρέα, κλείνοντας το μάτι στην Ιδέα της Μητριαρχίας, όταν η Πατριαρχία μάς έχει οδηγήσει στη διάλυση της κοινωνίας, την εκμετάλλευση των πολλών απ’ τους ελάχιστους, την απόγνωση και την καταστροφή του πλανήτη.

Έχουμε ακόμη μια πρόταση, όμως προσωρινή: «Θέλω να πάρω τα βουνά», όνομα μιας παραφυάδας των Χ.Κ., χωρίς μπουζούκι, με τραγούδια δημοτικά, ρεμπέτικα, δικά μου και, όπως τα λένε πολλοί, «ελαφρά τη καρδία», ελαφρά. Με τον τίτλο αυτόν, συγκροτήματος και παράστασης, θα τραγουδήσουμε στις 2 και 3 Ιανουαρίου στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» της οδού Καρύτση, εγώ, μαζί με τους Κώστα Βόμβολο, Εύη Μάζη, Πανού(Παναγιώτη Μανουηλίδη), Μιχάλη Σιγανίδη και τμήμα του πειραματικού φωνητικού συνόλου Chorus Vivendi υπό τον Γιάννη Βρυζάκη.

Πως προέκυψε η «παραφυάδα» των Χειμερινών Κολυμβητών και ποια η διαφορά από τους «Καθετήρες» και τους «Κασμάδες»; Είναι πολλοί οι ευέλικτοι εαυτοί του συγκροτήματος; 

Επειδή, στην πολύ σφιχτή οικονομικά εποχή που διανύσαμε, πολλοί διοργανωτές μουσικών εκδηλώσεων ζητούσαν ολιγομελή μουσικά σχήματα, οι Χ.Κ., από καιρό, με Δελτίο Τύπου, ανακοίνωσαν τη δημιουργία μουσικών υποσυνόλων εντός του συγκροτήματος, παραρτημάτων ή παραφυάδων, ή συνιστωσών, ή παρακολουθημάτων ή σκελών κλπ., με ονόματα όπως «Καθετήρες» (κυρίως προς μελλοντική χρήση, αν και «το αύριο είναι ήδη χθες», τουλάχιστον κατά τον αγαπημένο Φίλιπ Ντικ), «Κασμάδες», «Συγκρότημα Χαράλαμπος Παπαδόπουλος» κ.ά.

Αυτή η πρόταση έγινε βέβαια και για την ευλυγισία που προσφέρει, στους δυσβάσταχτους μάλιστα οικονομικά καιρούς που διανύουμε, όμως στην πορεία επιβεβαιώθηκε η ανάπτυξη μουσικών θεμάτων και διαδρομών που συχνά εξαφανίζονται στο πλήρες σχήμα των 7 ή 8 μουσικών του συγκροτήματος σε απαρτία.

Mερικοί απ’ τoυς μουσικούς των Χ.Κ. θεωρούν, και το έχουν σημειώσει μάλιστα σε προγράμματα προσωπικών τους εμφανίσεων, ότι στο συγκρότημα συμμετείχαν παλαιότερα, επιβεβαιώνοντας τις ρήσεις που συχνά επικαλούμαι ως εμψυχωτής της ομάδας, εξηγώντας έτσι  ως ένα σημείο την ενότητά μας επί τόσες 10τίες: «η επιτυχία είναι το τίμημα της αποτυχίας», «υπάρχουμε γιατί δεν υπάρχουμε» ή «είμαστε γιατί δεν είμαστε», επιρροής του γνωστού ταοϊκού «ό,τι είναι δε φαίνεται, ό,τι φαίνεται δεν είναι».

Αυτό είναι πολύ σωστό γιατί η μονιμότητα και η παγίωση των σχημάτων είναι κάτι πολύ επώδυνο, δυσβάσταχτο και φυσικά αντιδημιουργικό, αντικαλλιτεχνικό, προτεσταντικό κ.λπ. Και μπορούμε κάλλιστα να είμαστε κάθε φορά «προς στιγμήν συνεργάτες», όπως σημειώνεται και στη λεζάντα μιας πολύ γνωστής φωτογραφίας με ρεμπέτες του 1930, «προς στιγμήν φίλοι». Οι Χ.Κ. το βιώνουν συχνά αυτό, καθώς συχνά οι πιο δυσκίνητοι απ’ αυτούς ή επειδή σε κάποιους τυχαίνει κάτι άλλο πιο εύκολο, την τελευταία στιγμή την κοπανούν, όπως ένα  καλοκαίρι στο Κιόνι της Ιθάκης, όπου τελικά έφθασαν μόνο τέσσερις, συμπράξαν όμως με έναν εξαιρετικό μπασίστα, που το πατρικό του σπίτι βρίσκεται εκεί και όλα πήγαν πολύ καλά.

Έχετε αναφέρει πολλές φορές παρατηρήσεις που σας έχουν κάνει για τη φωνή σας άνθρωποι που δεν την βρίσκουν γοητευτική όπως εμείς. Εσείς αλήθεια πως αισθάνεστε όταν ακούτε τη φωνή σας να τραγουδά;

Θα κάνω μια ελάχιστη προδημοσίευση από ένα βιβλίο 100.000 λέξεων με τίτλο (για την ώρα) «Στο αιδοίο της Ανίτας Έκμπερκ», που έχω ετοιμάσει κυρίως στις μέρες του αποκλεισμού, σχετικό με τις πηγές έμπνευσης όλων των τραγουδιών μου και διάφορα περιστατικά και καταστάσεις της ζωής μου, όπως «Στα Ιεροσόλυμα ως υποψήφιος αρχιτέκτονας στον Πανάγιο Τάφο», «Στο Νοβοσιμπίρσκ ως ηθοποιός», «Στη Ρώμη με τον Βιτόριο Ντε Σίκα και τη Μόνικα Βίτι, «Στην Βενετία με τον Τοσίρο Μιφούνε, τον Γιώργο Πανουσόπουλο, τον Νίκο Περάκη και τον Σωτήρη Κακίση», «Με τον Χρήστο Βακαλόπουλο και τον Σταύρο Τσιώλη», «Με τον Βαγγέλη Παπαζαχαρίου ή Ζάχο» και πάρα πολλά άλλα.

Όμως με δυσκολεύει η επιλογή εκδότη: «Η φωνή μου έχω διαπιστώσει ότι ενεργεί ευεργετικά στα πολύ μικρά παιδιά. Στα δικά μας παιδιά το είχαμε παρατηρήσει ακόμη και στην κοιλιά της μάνας τους. Αντίθετα η φωνή μου εξόργισε κάποτε έναν τενόρο σπουδαγμένο στην  Αυστρία που δεν κατάφερε να κάνει καριέρα στην Ελλάδα. Του μήνυσα «δεν βλέπεις κάτι πανάσχημους τύπους που κυκλοφορούν με τις πιο ωραίες γυναίκες και γιατί όχι, ναζιστικό καθεστώς έχουμε, οι ωραίες με τους ωραίους;», και  τον παρέπεμψα στη σχέση της Έμμης και του Αδάμ στις «Ακυβέρνητες Πολιτείες».

Μια άλλη φορά, ένας αρκετά ιδιόρρυθμος άνθρωπος, ιδιοφυής μαθηματικός, ψυχολογικά όμως κάπως  «ασταθής», με ρώτησε έντονα, σχεδόν με θυμό:  «Γιατί τραγουδάς;» Του απάντησα: «Μα κι ο Σαββόπουλος τραγουδάει». Μου είπε: «Α, καλά». Φαίνεται τον έπεισα. Σε δημοσιογράφους που με ρωτούν για τη φωνή μου, απαντώ: «Διόγκωση των κογχών του ρώθωνος και λεμφαδενικός ιστός στη βάση της επιγλωττίδας». Απάντηση πλήρης.

Η φωνή μου σε μερικούς αρέσει πολύ, σε άλλους καθόλου. Μου είπαν ότι ο Σταμάτης Κόκοτας μ’ άκουσε και είπε «Θράσος που έχουν μερικοί». Οι συμμαθητές μου, στη Δ΄ Γυμνασίου, στο πούλμαν, πηγαίνοντας εκδρομή στην Κέρκυρα, δεν μ’ άφησαν να τραγουδώ μαζί τους το «Άστα τα μαλλάκια σου» γιατί τους χαλούσα τη χορωδία. Ήταν σούρουπο και  μια διάχυτη ομίχλη ρομαντισμού πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Αντίθετα, ένας ηλικιωμένος Σουηδός ποιητής, o Lennart Dahl, τυφλός, όταν τον ξεναγούσα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Καβάλας και οδηγούσα τα χέρια του ν’ αγγίζουν τα γλυπτά, μου είπε: «Να μην σας ανακαλύψουν οι Αμερικάνοι». Αξίζει να σας πω ότι στην ταινία «Επανεμφάνιση» που διατίθεται στο Netflix, η φωνή ενός δολοφόνου αγρότη, κάπως αφελή και αθώου, μοιάζει τόσο με τη δική μου, που αν ακούσει κανείς και τους δυο μας θα πει ότι αυτός είναι εγώ.

Στα τραγούδια σας υπάρχουν αρκετά βιωματικά στοιχεία, στέκια όπως η Μυροβόλος και το Μικρό Καφέ. Σήμερα τι σας εμπνέει δημιουργικά; Είναι θραύσματα της καθημερινότητας ή άλλες οι αφορμές που σας κάνουν να γυρνάτε στο τραγούδι;

Όλα τα τραγούδια μου είναι βιωματικά, αποτελέσματα της πίεσης που μου δημιουργούν οι καταστάσεις της ζωής. Τελευταία, λόγω ηλικίας, γράφω τραγούδια όπως «Ασθένειες εγκλεισμού», «Η νέα μόδα, το Φεησμπούκ» (μάλλον κατά), «Τα συστήματα στο παιδικό μπάσκετ», «Άσμα αντιμνημονιακό και κάπως πένθιμο», όπου περιγράφω τις αρρώστιες που νομίζω πως με ταλαιπωρούν, με το οποίο ταυτίστηκαν πολλού γνωστοί και φίλοι, όπως ο αείμνηστος Μιχάλης Πιερής,  απ’ το οποίο σας παραθέτω λίγους στίχους:

-Είναι γνωστό πως όλοι κρύβουν τις αρρώστιες / είπα λοιπόν να κάνω αναστροφή, / να εκθέσω  μέρος από αρρώστιες που διαθέτω / να δοκιμάσουμε ξανά μια νέα αρχή. / Τις ψυχικές αρρώστιες δεν τις βάζω / γιατί είναι δύσκολο αρκετά να εντοπιστούν. / κι ενώ μας φέρνουν σε εξαθλίωση μεγάλη / κάνουμε σα να μη  μας αφορούν.

Τον στίχο «Θέλω να πάρω τα βουνά και τους κρημνώδεις βράχους / να αποφύγω λογισμούς φρικτούς πολυτάραχους» χρησιμοποιώ όλο και πιο τακτικά τελευταία ίσως κι εξαιτίας της κοινωνικής κατάστασης στην Ελλάδα, την Ευρώπη τον κόσμο.  Πως σχολιάζετε τα όσα ζούμε από τα σκάνδαλα στην Ελλάδα έως τις συζητήσεις γύρω από έναν ενδεχόμενο νέο πόλεμο στην Ευρώπη και την άνοδο του φασισμού;

Η κατάσταση, και σε διεθνές και σε εθνικό επίπεδο, είναι τραγική, για να κλαις συνέχεια. Δεν αντέχεται. Ίσως και γι’ αυτό τραγουδούμε. Ακούω γνωστούς από χρόνια, συμπαθείς ανθρώπους, σκεπτόμενους, να μιλούν σα να μη συμβαίνει τίποτα, σα να μην υπήρξε ποτέ η Γάζα, να μην υφίσταται η Δυτική όχθη, τα Τέμπη.

Καταλαβαίνει κανείς πόσο μεθοδικά και τελικά εύκολα εγκαθιδρύθηκε το ναζιστικό καθεστώς στη Γερμανία. Στην Καλαμάτα, στην συναυλία του μνημόσυνου ενός έτους των εξακοσίων πνιγμένων, ήταν σχεδόν όλη η πόλη, ανεξάρτητα απ’ την  ιδεολογική, πολιτική και κομματική τοποθέτηση του καθενός. Γιατί; Γιατί ήταν όλοι εκεί, στην παραλία της Καλαμάτας, και έβλεπαν, τη νύχτα που έβγαζαν τους πνιγμένους. Οι άλλοι, εμείς, από μακριά, δεν καταλαβαίνουμε πως εθελοτυφλώντας βουτάμε τα χέρια στο αίμα. Και η Εκκλησία, πού είναι; Ο Πάπας, όμως, μίλησε.