Το ντεμπούτο άλμπουμ τους, «The Stone Roses», κυκλοφόρησε πριν από 36 χρόνια, το 1989. Ένας δίσκος που όταν τον ακούς αισθάνεσαι ότι κάτι αλλάζει, χωρίς να ξέρεις ακριβώς τι. Δεν ήταν ταυτόσημος με τον ήχο του Μάντσεστερ, παρότι τους το κόλλησαν. Η σκηνή του Μάντσεστερ είχε θεμελιωθεί σε ηλεκτρονικούς ρυθμούς, σε house beats και σε μια ευφορία εμπνευσμένη το στυλ της ηλεκτρονικής μουσικής που αναπτύχθηκε στα κλαμπ της Ίμπιζα από τα μέσα των ’80s και μετά. Οι Stone Roses όμως ανήκαν αλλού: στη μακρά παράδοση των κιθαριστικών μπαντών που έφεραν το DIY της punk εποχής και την ποπ των 60s και την αισθητική του C86 που είχε διαμορφώσει μια ολόκληρη γενιά.
Αντίο Γκάρι «Μάνι» Μούνφιλντ
Έφυγε από τη ζωή την Πέμπτη σε ηλικία 63 ετών
Μπορεί ο Μόρισεϊ να δήλωνε άνθρωπος και είχε ότι είχε ανάγκη να αγαπηθεί, όμως για κάποιους από εμάς, η αγάπη δεν αρκεί.
«I wanna be adored». Οι τέσσερις αυτές λέξεις συμπυκνώνουν κάτι βαθιά ανθρώπινο. Ηχούν σαν την κοσμική γλυκάδα που ανακαλύψαμε στην εφηβεία, μέσα σε έναν κόσμο τραχύ και μοναχικό. Η ανάγκη για θαυμασμό πηγάζει από εκείνον τον αβυσσαλέο εκβιασμό της μοναξιάς: είναι η επιθυμία να σου ψιθυρίσει κάποιος πως, στο σκοτάδι, τα τέρατα της νύχτας δεν θα σε κατασπαράξουν. Ότι δεν είσαι απλώς αγαπημένος, αλλά και οχυρωμένος απέναντι στο κακό, ότι υπάρχει κάποιος που σε βλέπει σαν θαύμα, που σε κάνει να αισθάνεσαι παντοδύναμος, ψιθυρίζοντάς σου απλά: «Σε λατρεύω».
Είναι η επιθυμία για το πρώτο μητρικό γάλα, το πρώτο φιλί σε παιδικό χνούδι, το πρώτο νανούρισμα που γίνεται πανοπλία απέναντι στον τρόμο της ύπαρξης. Το τραγούδι κουβαλά μια βαθιά θηλυκότητα, παρόλο που οι Stone Roses ήταν όλοι άνδρες – μια θηλυκότητα που σπάει τον σκληρό πυρήνα και σε κάνει να αναζητάς όχι απλώς αγάπη, αλλά εκείνο το βλέμμα που σε ενθουσιάζει και σε αναγνωρίζει.
Οι τέσσερις αυτές λέξεις συνοψίζουν την ανάγκη όχι μόνο να αγαπάμε και να αγαπιόμαστε, αλλά και να νιώθουμε εκείνον τον ενθουσιασμό που πυροδοτεί ο θαυμασμός – όχι ο θαυμασμός της υποταγής, ούτε της ναρκισσιστικής λατρείας, αλλά εκείνη η καθαρή, διαυγής αναγνώριση της ομορφιάς, της προσπάθειας, της ύπαρξης.
Ο θαυμασμός, όπως τον ορίζει η ψυχολογία, είναι «η συναισθηματική ανταπόκριση στην αντίληψη εξαιρετικών ικανοτήτων ή πράξεων», μια εσωτερική κίνηση που μας ανοίγει, μας συγκινεί, και τελικά μας εξελίσσει. Έρευνες στη θετική ψυχολογία έχουν δείξει ότι ο θαυμασμός συνδέεται με την προσωπική ανάπτυξη, την κοινωνική σύνδεση και την ενεργητική έμπνευση. Και κάπως έτσι, υπάρχουν άνθρωποι – ζωντανοί ή όχι – που μας ενθουσιάζουν με την παρουσία ή την ιδέα τους σαν μικρά «σάρκινα θαύματα».
Δεν χρειάζεται να έχεις ζήσει στο Μάντσεστερ για να νιώσεις το κενό που έχει αφήσει ο Μάνι. Αρκεί να έχεις πατήσει το «play» στο πρώτο άλμπουμ των Stone Roses. Αχ αυτοί οι Stone Roses! Από τις πρώτες κιόλας νότες του «I wanna be adored», είναι σαν να εισέρχεσαι σε έναν κόσμο που πάλλεται απαλά. Εκείνη η χαμηλή, υπόκωφη μπασογραμμή σου γαργαλάει τη ψυχή προτού ακουστεί οτιδήποτε άλλο. Ένας παλμός, σχεδόν ανθρώπινος που συγχρονίζεται με τον δικό σου.
Το άλμπουμ τους ηχογραφήθηκε σε οκτώ μήνες με τον Τζον Λέκι – έναν παραγωγό που κουβαλούσε στο DNA του Abbey Road, Pink Floyd, XTC. Γι’ αυτό και ο ήχος του δίσκου έχει βάθος, έχει ωριμότητα, έχει χώρο. Από το απόκοσμο ξεκίνημα του «Adored» μέχρι το πολύχρωμο ξεδίπλωμα του «Waterfall» και τη θριαμβευτική, χαοτική κάθαρση του «I am the resurrection», δεν είναι απλώς άλμπουμ· είναι ακουστικό σύμπαν.
Κι όμως, αν κάτι κρατούσε όλες αυτές τις ηχητικές υφές δεμένες, ήταν ο Μάνι. Μπήκε στην μπάντα το 1987, και από εκείνη τη στιγμή το ύφος τους σταθεροποιήθηκε. Ήταν ο ρυθμός που παρέμενε ακλόνητος, το κέντρο βάρους, ο άνθρωπος που έκανε τις κιθάρες του Σκουάιαρ να ακούγονται σαν πτήση πάνω από σταθερό έδαφος.
Με ιστορία που ξεκινά από το 1980, όταν ο Ίαν Μπράουν και ο Τζoν Σκουάιαρ έπαιζαν μαζί ως έφηβοι, οι Stone Roses δεν ήταν μπάντα της στιγμής – ήταν σύνολο δεκαετίας. Με κατάλοιπα από το punk, την ψυχεδέλεια, την britpop πριν υπάρξει καν όνομα. Κι όταν τελικά διαλύθηκαν, μετά από νομικούς πολέμους, χαμένες ευκαιρίες και έναν δεύτερο δίσκο που δεν κατάφερε να σταθεί αντάξιος, ο μύθος έμεινε πίσω τους σαν κάτι ανεπανάληπτο.
Σε όλο αυτό, ο Μάνι ήταν η ήρεμη δύναμη. Δεν διεκδίκησε ποτέ τα φώτα της δημοσιότητας. Δεν φώναζε, δεν προκαλούσε. Απλώς κράτησε τον ρυθμό – και με αυτόν τον τρόπο κράτησε όρθια μια εποχή.
Και τώρα, που δεν είναι πια εδώ, η γραμμή του μπάσου του ακούγεται πιο καθαρά. Σαν να μας θυμίζει ότι ο θαυμασμός μας για τους ανθρώπους δεν είναι ποτέ μια απλή ανάμνηση: είναι η αναγνώριση ότι ακόμη και τα «σιωπηλά» μέλη μιας ιστορίας μπορούν να είναι αυτά που της δίνουν παλμό.
Αντίο, Μάνι.
Και ευχαριστούμε για τον παλμό.
