Αγόρια στην Αγγλία θα μαθαίνουν τη διαφορά ανάμεσα στην πορνογραφία και την πραγματική ζωή, για την αντιμετώπιση του μισογυνισμού στα σχολεία – και οι εκπαιδευτικοί θα λάβουν πρόσθετη επιμόρφωση, καθώς ο Κιρ Στάρμερ προειδοποιεί ότι «τοξικές ιδέες ριζώνουν από νωρίς και δεν αμφισβητούνται», αναφέρουν βρετανικά μέσα ενημέρωσης την Πέμπτη (18/12).
Παιδιά ακόμη και 11 ετών, που εκδηλώνουν μισογυνιστική συμπεριφορά, θα διδάσκονται να ξεχωρίζουν την πορνογραφία από τις πραγματικές σχέσεις, στο πλαίσιο επένδυσης πολλών εκατομυρίων λιρών για την αντιμετώπιση του μισογυνισμού στα σχολεία της Αγγλίας.
Παραμονές της δημοσίευσης της πολυαναμενόμενης κυβερνητικής στρατηγικής για τη μείωση κατά 50% της βίας κατά των γυναικών και των κοριτσιών μέσα σε μία δεκαετία, ο Ντέιβιντ Λάμι δήλωσε στην εφημερίδα The Guardian ότι η μάχη «ξεκινά από το πώς μεγαλώνουμε τα αγόρια μας», τονίζοντας πως η τοξική αρρενωπότητα και η ασφάλεια κοριτσιών και γυναικών είναι «αλληλένδετες».
Στο πλαίσιο της κεντρικής κυβερνητικής στρατηγικής – η οποία αρχικά αναμενόταν να παρουσιαστεί την άνοιξη – οι εκπαιδευτικοί θα μπορούν να παραπέμπουν νέους που θεωρούνται ικανοί να προκαλέσουν σωματική βλάβη σε ειδικά προγράμματα συμπεριφορικής παρέμβασης. Παράλληλα, θα εκπαιδεύονται ώστε να παρεμβαίνουν όταν γίνονται μάρτυρες ανησυχητικών ή προβληματικών συμπεριφορών.
Ο Κιρ Στάρμερ, προαναγγέλλοντας τη στρατηγική, δήλωσε: «Κάθε γονιός θα πρέπει να μπορεί να εμπιστεύεται ότι η κόρη του είναι ασφαλής στο σχολείο, στο διαδίκτυο και στις σχέσεις της. Όμως, πολύ συχνά, τοξικές ιδέες ριζώνουν από νωρίς και δεν αμφισβητούνται».
Κυβερνητικοί αξιωματούχοι ανέφεραν ότι η στρατηγική θα περιλαμβάνει εκπαίδευση για τα deepfakes, την κακοποίηση μέσω εικόνων και την παρενόχληση στο διαδίκτυο.
Τα προγράμματα θα καλύπτουν επίσης ζητήματα εξαναγκασμού, πίεσης από συνομηλίκους, «πορνογραφικής παιδείας» – με έμφαση στη διάκριση ανάμεσα στη φαντασίωση και τις πραγματικές σχέσεις – καθώς και την παρενοχλητική παρακολούθηση (stalking).
Οι παρεμβάσεις αυτές θα λειτουργούν συμπληρωματικά προς το νέο πρόγραμμα RSHE (Relationships, Sex & Health Education – Σχέσεις, Σεξ και Υγεία), το οποίο καθίσταται υποχρεωτικό για τα δημόσια σχολεία από τον Σεπτέμβριο του 2026 και περιλαμβάνει επικαιροποιημένα μαθήματα για την τεχνητή νοημοσύνη γενικά, τα deepfakes ειδικά – και όλους τους διαδικτυακούς κινδύνους.
Ευρύτερη στήριξη θα δοθεί και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με στόχο να αντιμετωπιστεί ο μισογυνισμός και να ενισχυθούν τα υγιή πρότυπα σχέσεων.
Επιπλέον, νέο πιλοτικό πρόγραμμα θα φέρει ειδικούς στα σχολεία για να στηρίξουν τους εκπαιδευτικούς γύρω από τη συναίνεση και τους κινδύνους της διασποράς σεξουαλικού περιεχομένου.
Η Τζες Φίλιπς, υπουργός αρμόδια για θέματα προστασίας ανηλίκων, που έχει διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση πολιτικών, σημείωσε: «Μια στρατηγική είναι απλώς λέξεις. Και ξέρουμε ότι οι λέξεις δεν αρκούν. Αυτό που μετράει είναι η δράση».
Η στρατηγική, που έχει συζητηθεί έντονα εδώ και καιρό, αναμένεται να στηρίζεται σε τρεις βασικούς άξονες: Την πρόληψη της επιρροής των νέων ανδρών από «manosphere» influencers όπως ο Άντριου Τέιτ, τον περιορισμό των δραστών σε Αγγλία και Ουαλία μέσω μέτρων όπως ειδικές ομάδες για βιασμούς και σεξουαλικά αδικήματα και δεσμευτικές εντολές προστασίας για ενδοοικογενειακή βία, καθώς και χρηματοδότηση 550 εκατ. λιρών για στήριξη των θυμάτων.
Ωστόσο, την Τετάρτη η αρμόδια επίτροπος για την ενδοοικογενειακή βία σε Αγγλία και Ουαλία επισήμανε ότι η νέα επιμόρφωση εκπαιδευτικών και γενικών ιατρών, καθώς και τα σχήματα παραπομπής σε εκπαίδευση και υγεία, δεν συνοδεύονται από αντίστοιχη ενίσχυση των υπηρεσιών που στηρίζουν τα θύματα που θα εντοπίζονται.
«Η σημερινή στρατηγική αναγνωρίζει σωστά το μέγεθος της πρόκλησης και την ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι μισογυνιστικές στάσεις που τη θρέφουν, όμως το επίπεδο της επένδυσης για να επιτευχθεί αυτό υπολείπεται σοβαρά», δήλωσε η Νικόλ Τζέικομπς. Και προειδοποίησε ότι δεν υπάρχει ακόμη μακροπρόθεσμη, βιώσιμη χρηματοδότηση για εξειδικευμένες υπηρεσίες, ενώ τα ήδη επιβαρυμένα σχολεία «δεν εξοπλίζονται με τις υποδομές που χρειάζονται» για να προστατεύουν παιδιά – θύματα ενδοοικογενειακής βίας.
Ο Λάμι χαρακτήρισε τη βία κατά γυναικών και κοριτσιών «εθνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης» και τόνισε ότι το θέμα είναι βαθιά προσωπικό: «Ως πατέρας κόρης, με τρομάζει. Αλλά ως πατέρας δύο γιων, μου δείχνει πόσο δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να κάνουμε τα ίδια πράγματα με τον ίδιο τρόπο». Περιέγραψε, επίσης, το ψηφιακό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν τα σημερινά παιδιά ως έναν χώρο όπου η πορνογραφία είναι εύκολα προσβάσιμη, ο μισογυνισμός εξαπλώνεται γρήγορα και «δυνατές, μισαλλόδοξες φωνές» λένε στα αγόρια ότι ο έλεγχος είναι δύναμη και η ενσυναίσθηση αδυναμία.
Η Άντρεα Σάιμον, διευθύντρια της συμμαχίας End Violence Against Women, αναγνώρισε ότι η στρατηγική περιλαμβάνει «πολλές αξιέπαινες φιλοδοξίες», προειδοποίησε όμως ότι θα δυσκολευτεί να αποδώσει στην πράξη, δεδομένης της κατάστασης των δημόσιων υπηρεσιών και του εθελοντικού τομέα.
Όπως είπε, υπάρχει ο κίνδυνος να αυξηθούν οι προσδοκίες για βοήθεια και ουσιώδη πρόοδο στις ποινικές υποθέσεις, τη στιγμή που το σύστημα «δεν λειτουργεί έτσι» σήμερα.
