website analysis Αναβιώνοντας κοσμήματα του 1900 σε ένα χωριό του Εβρου – Epikairo.gr

Στα Λαγυνά του Εβρου ένα παλιό σπίτι λειτουργεί ως εργαστήρι, όπου αναβιώνουν κοσμήματα του 1900, και, ταυτόχρονα, ως χώρος συνάντησης

Στα Λαγυνά, ένα μικρό χωριό του Eβρου λίγα χιλιόμετρα έξω από το Σουφλί, oι περισσότεροι από τους 200 μόνιμους κατοίκους είναι ηλικιωμένοι και πολλά σπίτια παραμένουν κλειστά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Σε έναν τόπο σαν αυτόν, οι αλλαγές δεν γίνονται απότομα, ούτε μέσα από μεγάλες παρεμβάσεις. Προκύπτουν πιο απλά, μέσα από μικρές κινήσεις της καθημερινότητας. Οταν ένα σπίτι ανοίγει ξανά, όταν άνθρωποι αρχίζουν να συναντιούνται και κυρίως όταν, όπως λένε οι ίδιοι οι κάτοικοι, «ανάβει ακόμη ένα φως».

Ενα από αυτά τα φώτα που έχει αρχίσει να ανάβει σταθερά τα τελευταία χρόνια κάθε Σαββατοκύριακο ανήκει στο σπίτι του Θανάση Τσολάκη, που τις υπόλοιπες μέρες ζει και εργάζεται στην Αλεξανδρούπολη. Το κληρονόμησε από τη γιαγιά του και θα μπορούσε να έχει την ίδια τύχη με δεκάδες άλλα σπίτια στα Λαγυνά: να μένει κλειστό, να ανοίγει μόνο περιστασιακά και να διατηρείται περισσότερο ως ανάμνηση του παρελθόντος. Ο Θανάσης όμως μετέτρεψε το σπίτι ώστε να λειτουργεί ως χώρος συνάντησης και ως εργαστήριο χαντροπλεκτικής παραδοσιακού κοσμήματος, με τη σκέψη ότι για να μείνει ένα χωριό ζωντανό πρέπει και τα σπίτια του να είναι ζωντανά.

Γύρω από το τραπέζι κάθονται γυναίκες και άντρες διαφορετικών ηλικιών. Η Χριστίνα, η Χρύσα, η Αναστασία είναι από τις σταθερές «μαθήτριες» του δωρεάν εργαστηρίου. Μαθαίνουν βασικές τεχνικές, από το πώς περνά το νήμα μέσα από τις χάντρες μέχρι το πώς «διαβάζεται» ένα μοτίβο και πώς διορθώνεται ένα λάθος. Κάθε κόσμημα φτιάχνεται βήμα βήμα, συχνά με δοκιμές και λύσιμο από την αρχή μέχρι να βγει σωστά.

Η ενασχόληση του Θανάση με το χάντρινο κόσμημα ξεκίνησε μέσα από τον παραδοσιακό χορό. «Ασχολούμαι με τον παραδοσιακό χορό –και ειδικότερα της Θράκης– πάνω από 25 χρόνια τώρα», λέει. «Είχα την τύχη να είμαι μέλος του Πολιτιστικού Συλλόγου Παραδοσιακών Χορών “Ο Εβρος” και να έχω ως δάσκαλο τον Γιώργο Ζιώγα, που εκτός από δάσκαλος είναι και ερευνητής της εβρίτικης παράδοσης συνολικά. Στα μαθήματά του, εκτός από τα βήματα, μεταδίδει και ερευνητικές πληροφορίες πολιτιστικού και λαογραφικού χαρακτήρα. Ετσι ήρθα και εγώ σε επαφή με το εβρίτικο κόσμημα».

Με τα χρόνια, η ενασχόλησή του έγινε πιο συστηματική. Η διαδικασία που ακολουθεί μοιάζει περισσότερο με έρευνα παρά με χειροτεχνία. «Εχω “χαλάσει” αρκετά κοσμήματα για να ανιχνεύσω τη διαδρομή των νημάτων μέσα από τις χάντρες», λέει. «Τα χαρτογραφώ από την αρχή για να μπορώ να τα αναπαραγάγω και να τα διδάξω. Παράλληλα, μελετώ πολλά σύγχρονα tutorials και πολλές φορές παίρνω ιδέες ή βρίσκω “κλειδιά” για να αποκωδικοποιήσω τις θρακιώτικες τεχνικές, που δεν καταγράφηκαν ποτέ συστηματικά».

Οι Εβρίτισσες έφτιαχναν χάντρινα κοσμήματα για τις φορεσιές τους, τα φορούσαν στον λαιμό και στις μαντίλες τους, όπως και στην πλάτη έβαζαν κορδέλες στολισμένες πάλι με χάντρες. Ακόμα και στις κοτσίδες τους.

Χρονικά, όλες οι τεχνικές που μελετάει ο Θανάσης τοποθετούνται πριν από τα μέσα του 20ού αιώνα. «Η παραδοσιακή φορεσιά εγκαταλείφθηκε γύρω στο 1950», λέει. «Οπότε μιλάμε για κοσμήματα που κατασκευάζονταν νωρίτερα, ακόμα και πριν από το 1900. Τα έφτιαχναν για τις φορεσιές τους, τα φορούσαν στον λαιμό και στις μαντίλες τους, όπως και στην πλάτη έβαζαν κορδέλες στολισμένες πάλι με χάντρες. Ακόμα και στις κοτσίδες τους».

Την ίδια στιγμή, για το ίδιο το χωριό, το να υπάρχει ένας λόγος συνάντησης -ένα σπίτι ανοιχτό, μια δραστηριότητα που επαναλαμβάνεται- έχει τη δική του σημασία. Για τον Θανάση, το να βρίσκεται και να περνά χρόνο στα Λαγυνά δεν είναι απλώς μια επιστροφή στις μνήμες της παιδικής του ηλικίας, αλλά μια συνειδητή απόφαση να διατηρεί κάτι ζωντανό εκεί. Το εργαστήριο άλλωστε δεν στήθηκε αποκλειστικά με τη λογική ενός μαθήματος ή μιας οργανωμένης δράσης αλλά και ως αφορμή για ακόμη μια μάζωξη.

«Το να μαζεύονται άνθρωποι σε ένα σπίτι και να “ανάβει ακόμη ένα φως” είναι από μόνο του σημαντικό», λέει η Χριστίνα, μόνιμη κάτοικος στο Τυχερό, ένα γειτονικό χωριό σε απόσταση 5 χλμ., που κάθε εβδομάδα περιμένει με ανυπομονησία την επόμενη συνάντηση στα Λαγυνά. «Και αν από αυτό το φως προκύπτει και μια γνώση ή έστω η αφορμή για μια ενδιαφέρουσα απασχόληση, φυσικά αυτό είναι ακόμη καλύτερο».

Είναι σαν να πιάνεις μια κλωστή από το παρελθόν και να τη φέρνεις στο σήμερα. Και όταν αυτό συμβαίνει σε ένα χωριό που αδειάζει, έχει πολύ μεγάλη σημασία.

Η Αναστασία, επίσης κάτοικος της περιοχής, συμπληρώνει ότι τα Λαγυνά, όπως και σχεδόν όλα τα χωριά της ελληνικής μεθορίου, έχουν υποστεί σημαντική μείωση πληθυσμού και κάθε νέα πρωτοβουλία είναι ζωτικής σημασίας. «Για εμένα είναι ανεκτίμητο το ότι μαζευόμαστε ξανά σε ένα σπίτι», λέει. «Αυτός είναι ο τρόπος που μεγαλώσαμε, γύρω από ένα τραπέζι, και κοντεύουμε να το ξεχάσουμε. Κι εδώ δεν μαθαίνουμε μόνο κάτι καινούργιο, αλλά κάνουμε κάτι που μας συνδέει με τις προηγούμενες γενιές. Είναι σαν να πιάνεις μια κλωστή από το παρελθόν και να τη φέρνεις στο σήμερα. Και όταν αυτό συμβαίνει σε ένα χωριό που αδειάζει, έχει πολύ μεγάλη σημασία».

Ο Θανάσης αφηγείται πως «το σπίτι ανήκε στη γιαγιά μου τη Σουλτάνα, που παρά την αγάπη που της είχα πρέπει να παραδεχτώ πως δεν ήταν κοινωνική, δεν ήθελε πολλά μπες-βγες, δεν ήθελε σούρτα φέρτα. Κυρίως για να μη χαλάει το νοικοκυριό της και την αράδα που είχε στα πράγματά της. Το σπίτι ήταν κάτι σαν θέσφατο. Τακτοποιημένο, χωρίς καμία παρέκκλιση από αυτό που λέμε τάξη». Μέσα σε αυτό το σπίτι, η Σουλτάνα έζησε σχεδόν 60 χρόνια. Οταν το σπίτι πέρασε στα χέρια του, ο Θανάσης δεν προσπάθησε να το διατηρήσει ως είχε. «Το έβαψα, το ζωγράφισα, το στόλισα», λέει. «Αλλά, κυρίως, το άνοιξα. Δεν είναι τα σπίτια μας τα ντουβάρια – είναι οι φωνές που τα γεμίζουν, τα στηρίζουν και τα ομορφαίνουν. Η Σουλτάνα πίστευε ότι όσο λιγότερες οι φωνές τόσο πιο όμορφο το σπίτι. Εγώ, πιστεύω το αντίθετο».
Kathimerini.gr