Ένα εντυπωσιακό αρχαίο «πλοίο αναψυχής», που ταιριάζει απόλυτα με την περιγραφή του Έλληνα ιστορικού Στράβωνα, εντόπισαν αρχαιολόγοι στον βυθό ανοιχτά της Αλεξάνδρειας, προκαλώντας ενθουσιασμό στη διεθνή επιστημονική κοινότητα, όπως ανακοίνωσε το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Υποβρύχιας Αρχαιολογίας (IEASM).
Το σκάφος, που χρονολογείται στο πρώτο μισό του 1ου αιώνα μ.Χ., είχε μήκος περίπου 35 μέτρα και ήταν κατασκευασμένο έτσι ώστε στο κέντρο του να φιλοξενεί περίκλειστο περίπτερο με πολυτελή καμπίνα – ένα πραγματικό «πλωτό σαλόνι» της ρωμαϊκής ελίτ.
Βρέθηκε βυθισμένο κοντά στο νησί Αντίροδος, το οποίο στην αρχαιότητα αποτελούσε τμήμα του Portus Magnus, του μεγάλου λιμανιού της Αλεξάνδρειας.
Ο Στράβων επισκέφθηκε την Αλεξάνδρεια γύρω στο 29–25 π.Χ. και είχε περιγράψει τέτοια σκάφη ως πολυτελή πλοία αναψυχής που χρησιμοποιούσε η βασιλική αυλή αλλά και πλήθη εύπορων Αλεξανδρινών, σε εκδρομές και γιορτές κατά μήκος των καναλιών: Άνθρωποι που έπαιζαν μουσική, χόρευαν, γλεντούσαν «χωρίς φραγμούς» μέρα και νύχτα πάνω στα πλοία.
Μέχρι σήμερα γνωρίζαμε για την ύπαρξη αυτών των σκαφών μόνο από αρχαία κείμενα και εικονογραφία – όπως το περίφημο μωσαϊκό της Palestrina, όπου απεικονίζεται παρόμοιο, μικρότερο σκάφος με ευγενείς που κυνηγούν ιπποπόταμους.
Τώρα, για πρώτη φορά, εντοπίζεται πραγματικό ναυάγιο ενός τέτοιου πλοίου στην Αίγυπτο.
Οι έρευνες πραγματοποιήθηκαν από το IEASM υπό τη διεύθυνση του Φρανκ Γκόντιο, καθηγητή θαλάσσιας αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
«Είναι εξαιρετικά συναρπαστικό, γιατί είναι η πρώτη φορά που ανακαλύπτεται τέτοιο πλοίο στην Αίγυπτο», δήλωσε ο Γκόντιο. Υπενθύμισε ότι μέχρι τώρα το γνωρίζαμε μόνο από συγγραφείς όπως ο Στράβων και από απεικονίσεις, αλλά ποτέ δεν είχε βρεθεί το ίδιο το σκάφος.
Σε αντίθεση με το μικρότερο σκάφος του μωσαϊκού (περίπου 15 μέτρα), το ναυάγιο της Αλεξάνδρειας είναι πολύ μεγαλύτερο, με καλοδιατηρημένες δοκούς που μαρτυρούν πλάτος περίπου 7 μέτρων. Υπολογίζεται ότι θα χρειαζόταν πάνω από 20 κωπηλάτες για να κινηθεί.
Το πλοίο βρέθηκε σε βάθος μόλις 7 μέτρων κάτω από την επιφάνεια και 1,5 μέτρο κάτω από τα ιζήματα του βυθού.
Αρχικά, ο Γκόντιο νόμιζε ότι είχε να κάνει με δύο πλοία το ένα πάνω στο άλλο, γιατί «ο τρόπος κατασκευής ήταν τόσο ασυνήθιστος».
Η πλώρη είναι επίπεδη, ενώ η πρύμνη στρογγυλή, ώστε το σκάφος να μπορεί να πλέει σε πολύ ρηχά νερά – ιδανικό για λιμάνια, κανάλια και εκβολές ποταμών.
Ο Γκόντιο και η ομάδα του έχουν αφιερώσει δεκαετίες στην υποβρύχια αρχαιολογία της Αιγύπτου. Από το 1992, σε συνεργασία με το αιγυπτιακό Υπουργείο Αρχαιοτήτων, έχει εξερευνήσει τεράστιες εκτάσεις στην ανατολική λιμενική ζώνη της Αλεξάνδρειας και στον Κόλπο του Άμπου Κιρ.
Το 2000 ήρθε στο φως η βυθισμένη πόλη Θωνίς-Ηράκλειο και τμήματα της αρχαίας πόλης Canopus – μία από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις των τελευταίων δεκαετιών. Από εκεί ανασύρθηκαν, μεταξύ άλλων, δύο κολοσσιαία αγάλματα πτολεμαϊκής βασίλισσας και βασιλιά.
Το 2019, η ομάδα εντόπισε ναυάγιο στην περιοχή Θωνίς-Ηράκλειο με ασυνήθιστα χαρακτηριστικά, τα οποία ταίριαζαν σε περιγραφή ενός άλλου αρχαίου ιστορικού, του Ηρόδοτου.
Το νέο ναυάγιο βρέθηκε λιγότερο από 50 μέτρα από τη θέση του ναού της θεάς Ίσιδας, τον οποίο ο Γκόντιο ανασκάπτει εδώ και χρόνια. Ο ίδιος θεωρεί πιθανό το πλοίο να βυθίστηκε κατά την καταστροφική κατάρρευση του ναού γύρω στο 50 μ.Χ.
Μετά από μια σειρά ισχυρών σεισμών και τσουνάμι, μεγάλο μέρος του Portus Magnus και τμήματα της αρχαίας ακτογραμμής βυθίστηκαν στη θάλασσα, συμπαρασύροντας παλάτια, ναούς και άλλα κτίρια. Το πλοίο φαίνεται να θάφτηκε κάτω από τα ερείπια και τα ιζήματα αυτών των γεγονότων.
Μία άλλη εκδοχή που εξετάζεται είναι ότι το σκάφος λειτουργούσε ως ιερή ναυτική άμαξα, συνδεδεμένη με τον ναό της Ίσιδας.
Σύμφωνα με τον Γκόντιο, ενδεχομένως να σχετιζόταν με την τελετή navigium Isidis – μία μεγάλη ναυτική πομπή προς τιμήν της θεάς, όπου μία πλούσια διακοσμημένη ναυαγίδα-σύμβολο ενσάρκωνε το «ηλιακό πλοίο» της Ίσιδας, «κυράς της θάλασσας».
Στο κεντρικό καρέ του σκάφους βρέθηκε γκράφιτι στα ελληνικά, το οποίο δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί. Οι ερευνητές θεωρούν ότι η μελέτη του ναυαγίου μπορεί να προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για την καθημερινή ζωή της ελίτ στην πρώιμη ρωμαϊκή Αίγυπτο, τις θρησκευτικές τελετουργίες συνδεδεμένες με τη θάλασσα και τους ποταμούς, την πολυτέλεια, την ψυχαγωγία και τα ταξίδια στην Αλεξάνδρεια της εποχής.
Όπως σημειώνει ο Γκόντιο, η έρευνα βρίσκεται ακόμη σε αρχικό στάδιο, αλλά ήδη «υπόσχεται να φωτίσει πτυχές της ζωής, της θρησκείας, της πολυτέλειας και της απόλαυσης στα υδάτινα δίκτυα της πρώιμης ρωμαϊκής Αιγύπτου».
Τα τελευταία επιστημονικά αποτελέσματα των ανασκαφών στον ναό της Ίσιδας έχουν δημοσιευθεί από το Oxford Centre for Maritime Archaeology.
Ο διευθυντής του, Ντέμιεν Ρόμπινσον, σχολιάζει για το νέο εύρημα: «Πρόκειται για ένα είδος πλοίου που δεν έχει βρεθεί ποτέ ξανά. Μπορούμε να διαβάζουμε για πλοία-καμπίνες στα αρχαία κείμενα, να τα βλέπουμε στην τέχνη, αλλά είναι κάτι εντελώς διαφορετικό να έχουμε επιτέλους το αρχαιολογικό τους αντίστοιχο μπροστά μας».
Παρά τη σημασία του ευρήματος, το ναυάγιο δεν πρόκειται να ανελκυστεί. Ο Γκόντιο ξεκαθαρίζει ότι η ομάδα ακολουθεί τις κατευθυντήριες γραμμές της UNESCO, οι οποίες θεωρούν ότι τα υποβρύχια κατάλοιπα είναι συχνά πιο ασφαλή όταν παραμένουν στον βυθό, προστατευμένα από τη διάβρωση και την ανθρώπινη παρέμβαση.
Μέχρι στιγμής έχει διερευνηθεί μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό της περιοχής, ενώ οι υποβρύχιες ανασκαφές θα συνεχιστούν.
Οι αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι ο βυθός γύρω από την αρχαία Αλεξάνδρεια κρύβει ακόμη πολλά μυστικά – και το «πλοίο των απολαύσεων» ίσως να είναι μόνο η αρχή.
