Η τουριστική σεζόν έκανε πρεμιέρα με χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας. Ειδικότερα, στον τουρισμό και στην εστίαση υπάρχουν 80.000 κενές θέσεις εργασίας, παρά το γεγονός πως χιλιάδες νέοι από την επαρχία επιλέγουν να δουλέψουν σε εποχικές εργασίες.
Αυτό, όπως είναι φυσικό, αφήνει ένα μεγάλο κενό στις μη τουριστικές περιοχές. Το πρόβλημα της έλλειψης προσωπικού συναντάται σε μεγάλο βαθμό στην τοπική αγορά του Αγρινίου.
Ο Πρόεδρος της Ένωσης Επαγγελματιών Εστίασης, Αναψυχής & Ψυχαγωγίας Κώστας Ναστούλης μίλησε στο agriniopress για θέματα που απασχολούν τους επαγγελματίες.
Ο κ. Ναστούλης εξήγησε πως «το πρόβλημα είναι πλέον εμφανές και έχει πάρει διαστάσεις που προβληματίζουν σοβαρά τους επαγγελματίες του κλάδου. Η μαζική φυγή εργαζομένων , κυρίως νέων, προς τα τουριστικά νησιά και άλλες εποχικές περιοχές της Ελλάδας, όπου προσφέρονται πιο υψηλά μεροκάματα και δελεαστικά πακέτα εργασίας, έχει αφήσει «κενά» στην τοπική αγορά εργασίας. Πολλές επιχειρήσεις εστίασης στο Αγρίνιο αναγκάζονται να λειτουργούν με μειωμένο προσωπικό, κάτι που επηρεάζει αρνητικά τόσο την ποιότητα της εξυπηρέτησης όσο και την ίδια τη βιωσιμότητά τους».
«Παρότι η εποχιακή εργασία σε τουριστικές περιοχές υπόσχεται υψηλότερες αποδοχές, συνοδεύεται συχνά από εξαιρετικά απαιτητικές συνθήκες. Οι ρυθμοί είναι εντατικοί, η πίεση είναι μεγάλη και η παραγωγικότητα που ζητείται από τους εργαζόμενους είναι εξαιρετικά υψηλή», προσθέτει ο πρόεδρος της Εστίασης Αγρινίου. Είναι ενδεικτικό, επισημαίνει, είναι ότι ένα κατάστημα εστίασης σε νησί μπορεί να κάνει σε τζίρο μέσα σε μόλις τρεις μήνες όσα κάνει ένα κατάστημα στο Αγρίνιο σε ολόκληρο τον χρόνο. «Αυτό δικαιολογεί τις υψηλότερες αποδοχές, αλλά και τις αυξημένες απαιτήσεις», προσθέτει.
Στέκεται όμως και στα κακώς κείμενα των εποχικών εργαζομένων που έρχονται αντιμέτωποι με ένα δύσκολο περιβάλλον.
Όπως λέει ο κ. Ναστούλης, «υπάρχει μια σκοτεινή πτυχή αυτής της “μετάβασης”: σε πολλές περιπτώσεις, οι συνθήκες διαμονής που παρέχονται στους εποχιακούς εργαζόμενους είναι επιεικώς απαράδεκτες. Δυστυχώς, δεν είναι λίγοι αυτοί που φτάνοντας στον προορισμό τους για να ξεκινήσουν δουλειά, διαπιστώνουν πως η διαμονή τους δεν ανταποκρίνεται ούτε στο ελάχιστο στις προσδοκίες ή στα συμφωνηθέντα, με υπερβολικά μικρούς ή ανθυγιεινούς χώρους, έλλειψη βασικών ανέσεων ή ακόμη και κοινή διαβίωση με αγνώστους χωρίς καμία ιδιωτικότητα. Αυτό αποτελεί ένα πολύ σοβαρό ζήτημα που συχνά παραμένει στη σκιά, παρότι επηρεάζει άμεσα την ποιότητα ζωής και την εργασιακή ψυχολογία των νέων που αναζητούν καλύτερες ευκαιρίες».
Όπως είναι φυσικό επακόλουθο υπάρχει σοβαρό κενό στην στελέχωση στην εστίαση, όχι μόνο στο Αγρίνιο, γενικότερα στην επαρχία.
«Έχει εξελιχθεί σε μια ιδιαίτερα δύσκολη διαδικασία η στελέχωση επιχειρήσεων», αναφέρει ο κ. Ναστούλης.
Ειδικότερα, παρατηρεί μία γενικότερη «απροθυμία» λόγω και των ωραρίων και των συνθηκών εργασίας. Αναφέρει χαρακτηριστικά πως «Η διαθεσιμότητα προσωπικού είναι περιορισμένη, κυρίως λόγω της εποχιακής αιμορραγίας προς άλλες περιοχές με αυξημένη τουριστική ζήτηση. Επιπλέον, παρατηρείται μια γενικότερη απροθυμία από νέους να εργαστούν στον κλάδο, καθώς τα ωράρια και μέρες είναι ιδιαίτερα, οι συνθήκες εργασίας απαιτητικές και η αμοιβή ειδικά σε μη τουριστικές περιοχές, συχνά δεν είναι ανταγωνιστική».
Βέβαια το γεγονός αυτό συνδυάζεται και με το μισθό των εργαζομένων. Πολλοί λένε πως αν τα μεροκάματα ήταν καλά, περισσότερος κόσμος θα έδειχνε ενδιαφέρον. «Υπάρχει μια τάση προς αύξηση των μεροκάματων, αλλά δεν είναι καθολική ούτε επαρκής για να αντιστρέψει το κύμα φυγής», εξηγεί ο κ. Ναστούλης.
Σημειώνει ακόμη πως «ορισμένοι εργοδότες, αντιλαμβανόμενοι τη δυσκολία στην εύρεση προσωπικού, προσφέρουν καλύτερες αμοιβές ή επιπλέον παροχές, όπως διατροφή ή ευέλικτο ωράριο κάτι που πλέον είναι αδύνατο εξαιτίας της ψηφιακής κάρτας και των συμβάσεων εργασίας».
Ο πρόεδρος της Εστίασης Αγρινίου υπογραμμίζει τέλος, πως αυτή η προσπάθεια δεν είναι εύκολη για όλους.
«Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ειδικά στην επαρχία, δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν τα τουριστικά πακέτα, καθώς ήδη παλεύουν με αυξημένα κόστη λειτουργίας, ενεργειακά έξοδα, μειωμένη κατανάλωση και μικρότερο κύκλο εργασιών. Έτσι, το οικονομικό κίνητρο παραμένει ίσως ο σημαντικότερος παράγοντας», αναφέρει.
Ρεπορτάζ: Χρήστος Θεοδωρόπουλος