website analysis Αυστραλία / Εθνικό πένθος για το μακελειό – Το προφίλ των δραστών, οι μαρτυρίες και ο ήρωας περαστικός – Epikairo.gr

Η Αυστραλία έχει εισέλθει σε περίοδο εθνικού πένθους μετά τη φονική επίθεση στην παραλία Μπόνταϊ του Σίδνεϊ. Οι σημαίες κυματίζουν μεσίστιες σε ολόκληρη τη χώρα, ενώ πολίτες συγκεντρώνονται στον τόπο της τραγωδίας για να αφήσουν λουλούδια και να αποδώσουν τιμή στα θύματα.

Η αιματηρή επίθεση, που σημειώθηκε κατά τον εορτασμό του Χάνουκα στην παραλία Μπόνταϊ, άφησε πίσω της 15 νεκρούς, μεταξύ των οποίων και ένα κορίτσι 10 ετών, ενώ περίπου 40 τραυματίες εξακολουθούν να νοσηλεύονται.

Σύμφωνα με τις αρχές, δράστες του μακελειού ήταν πατέρας και γιος, με το κίνητρό τους να παραμένει μέχρι στιγμής αδιευκρίνιστο. Τα όπλα που χρησιμοποίησαν ήταν δηλωμένα και κατεχόμενα νόμιμα, ενώ πυροβολούσαν αδιακρίτως για περίπου δέκα λεπτά. Το γεγονός αυτό ώθησε την αυστραλιανή κυβέρνηση να επανεξετάσει τη νομοθεσία περί οπλοκατοχής. Παράλληλα, πληροφορίες αναφέρουν ότι ένας από τους δύο είχε βρεθεί στο παρελθόν στο μικροσκόπιο της υπηρεσίας αντικατασκοπείας λόγω πιθανών διασυνδέσεων με το Ισλαμικό Κράτος, ενώ εκτιμάται πως έδρασαν χωρίς συνεργούς.

Πατέρας και γιος άνοιξαν πυρ εναντίον πλήθους ανθρώπων που συμμετείχαν στον εορτασμό του Χάνουκα στην παραλία του Σίδνεϊ.

Αυστραλιανά μέσα ενημέρωσης κατονόμασαν τους δράστες ως τον 50χρονο Σατζίντ Ακράμ, ο οποίος σκοτώθηκε από πυρά της αστυνομίας, και τον 24χρονο γιο του, Ναβίντ Ακράμ, που νοσηλεύεται σε κρίσιμη κατάσταση υπό αυστηρή φρούρηση.

Σύμφωνα με το δημόσιο δίκτυο ABC, η υπηρεσία πληροφοριών είχε διεξαγάγει έρευνα για τον Ναβίντ Ακράμ το 2019, καθώς φέρεται να είχε στενή σχέση με άτομο που καταδικάστηκε το 2018 για προετοιμασία τρομοκρατικής επίθεσης στην Αυστραλία. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι οι δύο δράστες είχαν δηλώσει πίστη στο Ισλαμικό Κράτος, ενώ σε όχημα που χρησιμοποίησαν εντοπίστηκαν δύο λάβαρα της οργάνωσης.

Ο επικεφαλής της ASIO, Μάικ Μπέρτζες, ανέφερε ότι ένας από τους δράστες ήταν γνωστός στις υπηρεσίες, χωρίς ωστόσο να θεωρείται άμεση απειλή. Η αστυνομία της Νέας Νότιας Ουαλίας δήλωσε πως δεν μπορεί να επιβεβαιώσει τις συγκεκριμένες πληροφορίες.

Παράλληλα, έγινε γνωστό ότι ο πατέρας διέθετε άδεια οπλοφορίας από το 2015 και είχε στην κατοχή του έξι δηλωμένα όπλα. Ο υπουργός Εσωτερικών Τόνι Μπερκ ανέφερε ότι ο πατέρας είχε φτάσει στην Αυστραλία το 1998 με φοιτητική βίζα, ενώ ο γιος του είναι Αυστραλός πολίτης εκ γενετής.

Αν και οι αρχές δεν έδωσαν λεπτομέρειες για τον τύπο των όπλων, βίντεο από το σημείο δείχνουν ότι χρησιμοποιήθηκαν όπλα που έμοιαζαν με τουφέκια επαναφοράς και καραμπίνες.

Ο αρχηγός της αστυνομίας της Νέας Νότιας Ουαλίας, Μαλ Λάνιον, δήλωσε ότι οι έρευνες για το παρελθόν των δραστών βρίσκονται σε εξέλιξη και πως προς το παρόν υπάρχουν περιορισμένες πληροφορίες.

Μέσα στο σοκ της τραγωδίας, ξεχωρίζει η μορφή του 43χρονου Αχμέντ Ελ-Αχμάντ, ο οποίος αναδείχθηκε σε σύμβολο αυτοθυσίας. Ο άνδρας καταγράφηκε σε βίντεο να παλεύει με έναν από τους δράστες, να τον αφοπλίζει και στη συνέχεια να ειδοποιεί την αστυνομία, διευκολύνοντας τη σύλληψή του.

Ο Αχμέντ, μουσουλμάνος στο θρήσκευμα, εξακολουθεί να νοσηλεύεται, καθώς υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση λόγω τραυμάτων από σφαίρες στο μπράτσο και στο χέρι, όπως ανακοίνωσε η οικογένειά του.

Ο ξάδελφός του, Τζοζάι Αλκάντζι, ανέφερε ότι «ολοκλήρωσε την πρώτη επέμβαση και πιθανότατα θα χρειαστούν ακόμη δύο ή τρεις, ανάλογα με την εκτίμηση των γιατρών».

Στο βίντεο που κυκλοφόρησε, ο Αχμάντ φαίνεται να ακινητοποιεί τον δράστη, να του αποσπά το όπλο και να το στρέφει εναντίον του, αναγκάζοντάς τον να υποχωρήσει έρποντας. Αφού τον αφόπλισε, σήκωσε τα χέρια ψηλά ώστε να δείξει στους αστυνομικούς ότι δεν αποτελούσε απειλή. Έπειτα, άφησε το όπλο στο έδαφος και απομακρύνθηκε από το σημείο, όπως επιβεβαίωσαν και αυτόπτες μάρτυρες.

Την ίδια ώρα, διαδικτυακή καμπάνια οικονομικής ενίσχυσης που δημιουργήθηκε για τον Αχμάντ έχει συγκεντρώσει πάνω από 200.000 δολάρια Αυστραλίας. Παράλληλα, πολλοί πολίτες συγκεντρώνονται έξω από το νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται, εκφράζοντας τη συμπαράστασή τους.

Ο 50χρονος άνδρας και ο 24χρονος γιος του άνοιξαν πυρ χωρίς διάκριση εναντίον του πλήθους στην παραλία Μποντάι, όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένα περισσότερα από χίλια άτομα.

Το περιστατικό σημειώθηκε νωρίς το πρωί της Κυριακής, όταν οι δύο άνδρες, ντυμένοι στα μαύρα, βγήκαν από το όχημά τους και άρχισαν να πυροβολούν. Η επίθεση διήρκεσε τουλάχιστον δέκα λεπτά.

Ακολούθησαν σκηνές χάους, με γονείς να καλύπτουν τα παιδιά τους και τον χώρο να γεμίζει τραυματίες και αίματα.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ο 50χρονος πατέρας σκοτώθηκε από πυρά περίπου στα μισά της επίθεσης, ενώ ο 24χρονος Ακράμ συνέχισε να ανταλλάσσει πυροβολισμούς με την αστυνομία.

Παραμένει ασαφές το περιστατικό που αφορά τον 43χρονο ήρωα, ο οποίος πάλεψε και αφοπλίσε έναν ένοπλο, καθώς δεν έχει ξεκαθαριστεί αν επρόκειτο για τον 24χρονο δράστη ή για τρίτο άτομο που ενδεχομένως διέφυγε.

«Είδα τουλάχιστον δέκα ανθρώπους στο έδαφος και αίμα παντού», δήλωσε στη Herald ο 30χρονος Χάρι Γουίλσον, κάτοικος της περιοχής και αυτόπτης μάρτυρας. «Υπήρχε ένας άνθρωπος που έθεσε τη ζωή του σε κίνδυνο για να σώσει άλλους και να αποτρέψει την κατάσταση από το να ξεφύγει ακόμη περισσότερο», πρόσθεσε.

Ο 38χρονος Μάρκος Καρβάλιο περιέγραψε σκηνές πανικού: «Όλοι τρέχαμε έντρομοι. Αφήσαμε τα πάντα πίσω μας, σαγιονάρες, αντικείμενα… απλώς τρέχαμε προς τους λόφους».

Η Γκρέις Μάθιου ανέφερε ότι αρχικά νόμιζε πως επρόκειτο για μια συνηθισμένη, όμορφη μέρα στην παραλία. «Ξαφνικά, άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν και μας είπαν ότι υπάρχει ένοπλος και ότι πρόκειται για μαζική επίθεση», είπε.

Ο 25χρονος Χιλιανός φοιτητής Καμίλο Ντιάζ δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο: «Ακούσαμε πυροβολισμούς για περίπου δέκα λεπτά χωρίς διακοπή. Έμοιαζε με πολύ ισχυρό όπλο. Ήταν τρομακτικό».

Στο Sky News Australia μίλησε και ο τραυματίας Αρσέν Οστρόφσκι, λέγοντας: «Είδα τουλάχιστον έναν ένοπλο με κάτι που έμοιαζε με καραμπίνα να πυροβολεί τυχαία προς όλες τις κατευθύνσεις. Παιδιά, ηλικιωμένοι, άτομα με αναπηρία έπεφταν στο έδαφος. Ήταν πραγματική σφαγή».

Τέλος, ο φωτογράφος Ντάνι, που κάλυπτε την εβραϊκή γιορτή, ανέφερε ότι ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον δράστη: «Με κοίταξε στα μάτια και πυροβόλησε προς το μέρος μου».

Ο Βρετανός τουρίστας Τίμοθι Μπραντ-Κόουλς δήλωσε επίσης ότι «υπήρχαν δύο ένοπλοι, ντυμένοι στα μαύρα, οπλισμένοι με ημιαυτόματα τουφέκια».

Η επίθεση άνοιξε εκ νέου τη συζήτηση σχετικά με την επάρκεια των αυστηρών νόμων περί όπλων της Αυστραλίας. Ο πρωθυπουργός Άντονι Αλμπανέζε ανακοίνωσε ότι θα ζητήσει από το υπουργικό συμβούλιο να εξετάσει περιορισμούς στον αριθμό και τη διάρκεια ισχύος των αδειών οπλοκατοχής, επισημαίνοντας ότι οι συνθήκες και οι απόψεις των ανθρώπων μπορούν να αλλάξουν με την πάροδο του χρόνου.

Οι αρχές διαβεβαίωσαν ότι μόνο δύο άτομα εμπλέκονται στην επίθεση.

Ο πρωθυπουργός επισκέφθηκε την παραλία Μπόντι Μπιτς και κατέθεσε λουλούδια, χαρακτηρίζοντας το περιστατικό πράξη απόλυτου κακού, αντισημιτισμού και τρομοκρατίας σε έναν εμβληματικό αυστραλιανό χώρο. Τόνισε επίσης ότι η χώρα στέκεται στο πλευρό της εβραϊκής κοινότητας και ότι διεθνείς ηγέτες εξέφρασαν τα συλλυπητήριά τους.

Το εν λόγω μακελειό αποτελει τη χειρότερη μαζική επίθεση με όπλα από το 1996, όταν 35 άνθρωποι σκοτώθηκαν στο Πορτ Άρθουρ της Τασμανίας.

Η εβραϊκή κοινότητα της Αυστραλίας αριθμεί περίπου 150.000 άτομα σε συνολικό πληθυσμό 27 εκατομμυρίων, με σημαντικό ποσοστό να κατοικεί στα ανατολικά προάστια του Σίδνεϊ, συμπεριλαμβανομένου του Μπόντι.