Εκκεντρική, με ακραίες εμφανίσεις που ξεχώριζαν λόγω της ιδιαίτερης κώμης και των διάφανων πέπλων που φορούσε στο κεφάλι, περιστοιχισμένη, σχεδόν πάντα, από θηριώδη ποιμενικά σκυλιά και με οξύνοια που δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητη, η Σοφία ντε Μαρβουά ήταν μια μυθιστορηματική περίπτωση – και όχι μόνο για τα δεδομένα της επαναστατημένης Ελλάδας.
Γεννημένη σε εποχές που οι γυναίκες δεν είχαν καν δικαίωμα στη μόρφωση, η Γαλλοαμερικανίδα κυρία των τιμών όχι μόνο διέπρεψε στις κλασικές σπουδές, αλλά είχε στενές, προσωπικές φιλίες με τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ενώ υπήρξε παντρεμένη με έναν υπασπιστή του. Φιλοπερίεργη και περιπετειώδης, αφού γύρισε τις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης έφτασε μέχρι την Ανατολή, για να αποφασίσει τελικώς να εγκατασταθεί στην Ελλάδα. Τάχθηκε από νωρίς στο πλευρό των Ελλήνων στη Μάχη της Ανεξαρτησίας, ήταν φίλη με όλες τις κορυφαίες προσωπικότητες της Ελλάδας -από τον Μιαούλη και τον Μαυροκορδάτο-, είχε εμπλοκή στο Γαλλικό Κόμμα και επέδειξε μεγάλο φιλανθρωπικό έργο, ειδικά στο πλευρό των Ελλήνων και των Εβραίων. Στις μνήμες μας, όμως, θα μείνει για πάντα ως η γυναίκα με το εντυπωσιακό οίκημα, που σήμερα στεγάζει το Βυζαντινό Μουσείο, στο κέντρο της Αθήνας, και συνώνυμη με την ευρύτερη περιοχή της Πεντέλης, όπου βρίσκεται ο τάφος της – με τη στάση του μετρό να αποτίει τον καλύτερο καθημερινό φόρο τιμής στη μνήμη της.
Η Δούκισσα της Πλακεντίας, Σοφία ντε Μαρβουά
Οι αυτοκρατορικές συνήθειες
Oλα αυτά τα στοιχεία αναδεικνύονται για πρώτη φορά στην ιστορική τους συνάφεια και διάρκεια με γλαφυρή αφηγηματικότητα στο βιβλίο του Γιώργου Γιαννικόπουλου «Σοφία ντε Μαρβουά, Δουκέσσα της Πλακεντίας» – που συνοδεύεται από φωτογραφικό ένθετο και μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εστία.
Το άκρως πρωτότυπο στοιχείο του βιβλίου είναι ότι ο συγγραφέας προσπαθεί να αφηγηθεί με εύληπτο τρόπο, ακόμα και σε όλους όσοι δεν γνωρίζουν την άκρως συναρπαστική ιστορία της Δουκέσσας, πραγματοποιώντας, για πρώτη φορά, συστηματική έρευνα μέσω πολλαπλών πηγών και ενός μεγάλου βιβλιογραφικού όγκου (γαλλικού, ελληνικού και αμερικανικού), αλλά και επιστολών και εφημερίδων της εποχής. Χάρη σε αυτή την εμβριθή έρευνα, όχι μόνο μαθαίνουμε άγνωστα στοιχεία για τη ζωή της ντε Μαρβουά, όπως και τις πραγματικές θρησκευτικές πεποιθήσεις της, αλλά και για την περιπέτειά της με τον Γάλλο γιατρό που προσπάθησε να θεραπεύσει την κόρη της στη Βηρυτό, καθώς και όλο το χρονικό της Ελλάδας, από τα πρώτα χρόνια της σύστασής της ως χώρας. Σημαντικό, επίσης, είναι ότι ο συγγραφέας στις περιγραφές του συγκρίνει τις πηγές του με αναφορές σε άλλα αναγνώσματα και βιβλία κι έτσι μας δίνει μια συνολική εικόνα της Ελλάδας λίγο μετά την κήρυξη του επαναστατικού αγώνα.
Επίσης, πληροφορούμαστε διάφορες λεπτομέρειες για τις άμεσες συνδέσεις των πρωταγωνιστών του αγώνα με πρόσωπα του εξωτερικού, αλλά και την ενιαία γραμμή που ένωνε τους κύριους συντελεστές των παγκόσμιων πολέμων με τα ελληνικά θέματα: δεν είναι τυχαίο ότι τα κύρια στελέχη της ελληνικής αριστοκρατίας είχαν άμεση σχέση με συγκεκριμένες οικογένειες του εξωτερικού, διαμορφώνοντας ένα δίκτυο επιρροών και ανθρώπων.
Ακόμα και η ίδια η Δούκισσα οφείλει τη μόρφωση και την προσωπικότητά της σε όλες αυτές τις διασυνδέσεις του διπλωμάτη πατέρα της Φρανσουά Μπαρμπέ-Μαρμπουά: από εκείνον φαίνεται να είχε κληρονομήσει την ανθεκτικότητα και τον δυναμισμό, αφού, όπως μας περιγράφει σε αναλυτικό του κεφάλαιο στο βιβλίο ο συγγραφέας, ο Μαρμπουά κόντεψε να πεθάνει όταν είχε σταλεί εξόριστος σε άθλιες συνθήκες στη Γουιάνα, από όπου επέστρεψε μετά την αθώωσή του για να δει την κόρη του, Σοφία, να γίνεται δεκτή στην περίφημη σχολή θηλέων της μαντάμ Καμπάν, η οποία δεν ήταν τυχαία επικεφαλής των υπηρετριών της Μαρίας Αντουανέττας και υπεύθυνη για την τελετή ενδυμασίας και ένδυσης της βασίλισσας.
Εχοντας καταφέρει να επιβιώσει της επανάστασης, η Μαντάμ Καμπάν ήταν αυτή που έμαθε στην έφηβη Σοφία να στέκεται στη βασιλική αυλή και φρόντισε ώστε η φιλόδοξη νεαρά να αποκτήσει σπάνια εφόδια για την εποχή της.
Κάπως έτσι κατάφερε να κατακτήσει τον Αν Σαρλ Λεμπράν, τον νεαρό αξιωματικό του Βοναπάρτη, τον οποίο παντρεύτηκε στη μεγαλοπρεπή εκκλησία του Αγίου Ευσταθίου με καθολικό γάμο – κάτι που αιτιολογεί και το γεγονός ότι δεν κατάφερε, αν και χωρισμένη, να πάρει ποτέ επίσημο διαζύγιο. Ηταν η ίδια περίοδος που η μητέρα της παρουσίασε τις πρώτες σοβαρές ψυχικές διαταραχές, δημιουργώντας αρκετά προβλήματα και στην ίδια.
Αριστερά: Υπήρξε παντρεμένη με τον Αν Σαρλ Λεμπράν, υπασπιστή του Ναπολέοντα Βοναπάρτη Δεξιά: Ο πατέρας της Δούκισσας Φρανσουά Μπαρμπέ-Μαρμπουά
Τα προσωπικά της αδιέξοδα και την περισσή της ενέργεια προσπαθούσε να τα ισορροπεί ιππεύοντας άλογα – και αυτή την εικόνα της αυτόνομης γυναίκας με δυναμισμό και ενέργεια δεν την απέβαλε μέχρι το τέλος της ζωής της. Μετά τη δυναμική επιστροφή του Ναπολέοντα, το 1810, η νεαρή Σοφία είχε προνομιακή μεταχείριση, ακόμα και αν δεν βρισκόταν πλέον, όπως επί Ζοζεφίν Αντουανέττας, στο διαμέρισμα της βασιλικής τιμής: διατηρούσε, όμως, το προνόμιο να μπορεί να ράβεται από τον ίδιο μόδιστρο με την αυτοκράτειρα – τον Λουί Ιπολίτ Λερουά.
Επασχε, όμως, από μεγάλη μοναξιά καθώς περίμενε τον σύζυγό της να γυρίσει, για μία ακόμα φορά, από κάποιο μέτωπο – εκείνη την περίοδο ο Σαρλ βρισκόταν με τη Μεγάλη Στρατιά του Ναπολέοντα στην εκστρατεία εναντίον της Ρωσίας, πάντοτε ως υπασπιστής του Αυτοκράτορα. Παρότι οι σχέσεις του άνδρα της, αλλά και του διπλωμάτη πατέρα της, με τον Ναπολέοντα πέρασαν διάφορες διακυμάνσεις, εκείνη παρέμεινε στο πλευρό του μέχρι τέλους – και αυτό εκτιμήθηκε δεόντως.
Η Villa Ilissia, η οποία στεγάζει σήμερα το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Δεξιά, ο τάφος της στην Πεντέλη
Ο φιλελληνικός πυρετός
Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να πει το ίδιο για τις σχέσεις της με τον άνδρα της, τον Σαρλ, καθώς η οικογενειακή ζωή και η επιστροφή τους στο Παρίσι, μετά το τέλος του πολέμου – και συγκεκριμένα στην Πλας ντε Λα Μαντλέν, δεν είχε καλή συνέχεια.
Ο φιλελληνικός πυρετός, όμως, έδωσε μεγάλο κίνητρο και σφράγισε την πορεία της ζωής της, αντικαθιστώντας έτσι τη στεναχώρια για την ασθένεια της μητέρας της και τον προβληματικό της γάμο: «Η Δούκισσα άρχισε να ενδιαφέρεται για τον ελληνικό αγώνα όταν, τον Μάιο ή Ιούνιο του 1826, γνωρίστηκε σε κάποια κοινωνική συγκέντρωση με τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος εκείνη την εποχή βρισκόταν στο Παρίσι. Η αυστηρότητα των τρόπων του κέρδισε τον θαυμασμό της, μαζί με τη μοναδική και βαθιά αφοσίωσή του στον αγώνα των Ελλήνων.
Οι ειλικρινείς και ανιδιοτελείς προσπάθειές του να πληροφορήσει τους Γάλλους επισήμους και φίλους που συνάντησε εκεί, όπως ο δούκας της Ορλεάνης, σχετικά με το ελληνικό ζήτημα, τονίζοντας την ανάγκη να επιβάλλουν οι δυνάμεις τον διαχωρισμό Ελλήνων και Τούρκων, ήταν υπεράνω πάσης υποψίας. Ο ίδιος δεν ζήτησε καμία ανταμοιβή για αυτές του τις ενέργειες. Αυτές ήταν αντιλήψεις στις οποίες η Δούκισσα ήταν πρόθυμη να ανταποκριθεί», υπογραμμίζει ο ιστορικός Γιώργος Γιαννικόπουλος.
Παρότι ο συγγραφέας δεν αναλώνεται στα γνωστά κουτσομπολιά της εποχής που ήθελαν τη δυναμική γυναίκα να συνδέεται μάλλον ερωτικά με τον μετέπειτα κυβερνήτη της Ελλάδος, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο να τον μισεί στο τέλος θανάσιμα, ωστόσο υπογραμμίζει ότι ο Καποδίστριας έπαιξε κυρίαρχο λόγο για τη μετάβασή της στην Ελλάδα. Αποφάσισε, μάλιστα, να σταθεί, από την πρώτη στιγμή, δίπλα του, στην προσπάθειά του να διαμορφώσει ένα νέο ελληνικό σύμπαν (παρότι μετέπειτα τον κατηγόρησε για απολυταρχία και συντηρητισμό). Ενδεχομένως, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, η έχθρα της να οφείλεται στη στενή της σχέση με τους Μαυρομιχαλαίους, που την επηρέασαν τα μάλα και προφανώς αρνητικά.
Ο συγγραφέας Γιώργος Γιαννικόπουλος και το βιβλίο του «Σοφία ντε Μαρβουά, Δουκέσσα της Πλακεντίας»
Ωστόσο, χάρη στη μεσολάβηση του Καποδίστρια, θα έρθει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, τον Δεκέμβριο του 1829, μαζί με την αγαπημένη της κόρη, Ελιζά πλέοντας με το μπρίκι «Αρης», με καπετάνιο τον γιο του Ανδρέα Μιαούλη, Ιωάννη, στην Κέρκυρα, για να εγκατασταθεί τελικά στο Ναύπλιο, την πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδος.
Μετά όμως, τη δολοφονία του κυβερνήτη, το 1832, θα αναχωρήσει και πάλι για την Ιταλία. Το μυαλό της ήταν πάντα στη χώρα μας, παρά τη μεγάλη απογοήτευσή της που, αντί για το αρχαίο κλέος, θα συναντήσει μια ερημωμένη και κατεστραμμένη χώρα. «Η ζωή δεν είναι παρά μια σειρά από ψευδαισθήσεις», θα πει, μάλιστα, η κόρη της για τη μεγάλη τους απογοήτευση από τα ταξίδια τους στην Ελλάδα που, όμως, μπήκε έκτοτε για πάντα στην καρδιά τους.
Το βαλσάμωμα της κόρης της
Αποφασιστικό παράγοντα για τη μόνιμη επιστροφή της Σοφίας και της κόρης της στην Ελλάδα φαίνεται να διαδραμάτισε η εγκατάσταση του Οθωνα – και είναι ίσως ο μόνος εστεμμένος με τον οποίο είχε φιλικές σχέσεις, αφού ποτέ έκτοτε δεν θα τα πήγαινε καλά με τα μέλη της βασιλικής αυλής, ούτε καν με τη γειτόνισσά της Αμαλία.
Αλλά αυτό δεν τη δυσκόλεψε αναφορικά με τις συναναστροφές της. Η πολύ λεπτή, κοντή, εξαιρετικά ευφυής και σνομπ αριστοκράτισσα -σύμφωνα με περιγραφές των αδελφών Λεομπόλντ και Ορέλ Ρομπέρ, που παρατίθενται στο βιβλίο- κατάφερε να διεκδικεί και να κερδίζει ό,τι έβαζε στο μυαλό της. Αφού κατάφερε να την αφήσει ελεύθερη ο άνδρας της, χωρίζοντάς την έστω πολιτικά, η Δούκισσα μπόρεσε και διεκδίκησε τις περιοχές που ήθελε για να φτιάξει τα ακίνητά της στη χώρα μας. Το πρώτο σημείο που επέλεξε ήταν ανάμεσα στον Κεραμεικό και τη σημερινή πλατεία Ομονοίας, τοποθεσία σύμφωνα με τα πρώτα σχέδια των Κλεάνθη-Σάουμπερτ και φον Κλέντσε που προβλεπόταν η ανέγερση των βασιλικών ανακτόρων.
Το ξύλινο σπίτι και η πρόχειρη κατασκευή που έφτιαξε εκεί μάλλον οφείλεται στο ότι δεν είχε διευθετηθεί οριστικά η ανέγερση των ανακτόρων, καθώς και στο ότι δεν ήταν σίγουρη για τη μονιμότητα της διαμονής της στο κέντρο της Αθήνας. Μέχρι να περατωθεί η κατασκευή του, ταξίδεψε μαζί με την κόρη της στην Ανατολή, την «Ασία» όπως την έλεγε η ίδια, για να δει από κοντά τον συνδυασμό των εξωτικών περιοχών και των ελληνικών και ρωμαϊκών ερειπίων. Το ταξίδι, όμως, αποδείχθηκε τελικά μοιραίο: η κόρη της πέθανε από τυφοειδή πυρετό και ο Γάλλος γιατρός που έκανε προσπάθειες να τη σώσει θα μετατρεπόταν για ένα χρονικό διάστημα σε προσωπικό θεραπευτή και σύμβουλό της: μάλιστα για να τον πείσει να μεταβεί στην Ελλάδα από την Αίγυπτο υπέγραψε συμβόλαιο πληρωμών εφ’ όρου ζωής, το οποίο αθέτησε στην πορεία. Ολο το χρονικό της μεταξύ τους δικαστικής αντιπαράθεσης παρατίθεται με ακρίβεια στο βιβλίο, δηλωτικό όχι μόνο του σκληρού χαρακτήρα της Δούκισσας, αλλά και των κοινωνικών και αστικών ηθών της εποχής.
Ωστόσο, αυτό που δεν ταιριάζει με καμία κοινωνική διαδικασία και συνήθεια είναι η μάλλον ακραία απόφασή της να βαλσαμώσει την κόρη της, μη θέλοντας να αποδεχτεί το γεγονός του θανάτου της – φρόντιζε μάλιστα να την επισκέπτεται συχνά στο υπόγειο του σπιτιού της όπου είχε τοποθετήσει τη λάρνακα, «το οποίο στόλισε με λουλούδια που φρόντισε να ανανεώνει καθημερινά, ενώ το φώτισε με λαμπάδες, τις οποίες είχε πάντα αναμμένες», σημειώνει ο συγγραφέας. Αλλά αυτή ακριβώς «η ύπαρξη ενός ταριχευμένου σώματος έγινε γρήγορα γνωστή στην αθηναϊκή κοινωνία και αντιμετωπίστηκε με αμηχανία, ενώ δημιούργησε πολλές συζητήσεις». Για να απασχοληθεί, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Αθηνά», που καταγράφει ο Γιαννικόπουλος, η Δούκισσα αποφάσισε να αναγείρει δύο καταστήματα, μια βιβλιοθήκη και μια σχολή Καλών Τεχνών.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, πρόκειται πιθανότατα για την κόρη της Δούκισσας της Πλακεντίας, Ελιζά Λεμπράν
Ο ληστής που τη γοήτευσε
Τελικά το σχέδιο δεν ευοδώθηκε, αλλά η ίδια φρόντισε να φέρει από το εξωτερικό επιφανείς ζωγράφους, όπως τον Μπονιρότ, για να διδάξουν τις φιλόδοξες κορασίδες και όλους όσοι ενδιαφέρονταν για την τέχνη. Στα μάτια της μπορεί η Αθήνα να ήταν μια κατεστραμμένη πόλη, αλλά είχε πολλά περιθώρια εξέλιξης και η ίδια προσπάθησε, επιστρατεύοντας φίλους και γνωστούς από όλο τον κόσμο, να την καταστήσει κέντρο εξελίξεων. Ειδικά η περιοχή της Πεντέλης έγινε εξαρχής, εκτός από τα Ιλίσια, ο προνομιακός χώρος της Δούκισσας, αφού την ήξερε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον: εξ ου και οι μύθοι ότι υπήρχε υπόγειος χώρος που ένωνε το σπίτι της με αυτό του Λήσταρχου Νταβέλη, που ήταν εραστής της, αν και στην πραγματικότητα η ιστορία της συνδέεται με άλλον ληστή, που πρωτοστάτησε στην απαγωγή της. Για την ακρίβεια, η Δούκισσα της Πλακεντίας, μαγεμένη από την Πεντέλη, την οποία διέτρεχε είτε με τα άλογα, είτε με τα επιβλητικά σκυλιά της, αγόρασε αρχικά 1.738 στρέμματα από τη Μονή, με σκοπό να χτιστεί εκεί ο περίφημος πύργος της, το Καστέλο της Ροδοδάφνης.
Το άγριο τοπίο της Πεντέλης εντυπωσίαζε τους επισκέπτες της εποχής: «Εξω από το μοναστήρι, στα πόδια του βουνού, ανάμεσα σε πράσινους κατάφυτους λόφους απλωνόταν μια μικρή πρόσχαρη κοιλάδα που την έσχιζε κυλώντας ένα πεντακάθαρο ρυάκι με λυγερές λεύκες κι ολάνθιστα καρποφόρα δέντρα. Στον ορίζοντα υψώνονταν τα βουνά του Μωριά, η μια κορυφογραμμή πίσω απ’ την άλλη, χαρίζοντας μια πλούσια χρωματική ευαισθησία», περιγράφει με ακρίβεια ο Χανς Κρίστιαν Αντερσεν στο οδοιπορικό του στην Ελλάδα, το οποίο είχε την ευφυΐα να παραθέσει ο συγγραφέας δίνοντας μια ανάγλυφη εικόνα της περιοχής την εποχή εκείνη.
Ωστόσο, η άγρια ομορφιά δεν ήταν ιδανική, αλλά έκρυβε πολλούς κινδύνους, τους οποίους εκλήθη να αντιμετωπίσει από την αρχή η Σοφία.
Σχέδια Χάνσεν
Με χρήματα της Δούκισσας κατασκευάστηκε επίσης η γέφυρα της Ρεματιάς του Χαλανδρίου, σε σχέδια και πάλι του φίλου της Δανού Χάνσεν, που ήταν υπεύθυνος και για το πολεοδομικό σχέδιο όχι μόνο των σπιτιών της, αλλά συνολικά της πόλης της Αθήνας.
Η γέφυρα που βρίσκεται στα σημερινά Βριλήσσια, κατασκευάστηκε περίπου την ίδια περίοδο με την ανέγερση του πρώτου, ξύλινου σπιτιού της Δούκισσας στο κέντρο της Αθήνας και την περιοχή της Ομόνοιας, που κάποια χρόνια αργότερα θα καταστραφεί ολοσχερώς από πυρκαγιά – και μαζί με αυτό και η σορός της βαλσαμωμένης κόρης της. Τα σχέδια, όμως, των μετέπειτα σπιτιών ήταν τόσο ξεχωριστά και τα κτίσματα τόσο επιβλητικά, που φαίνεται από ένα ακόμα οίκημα που στέκεται μέχρι σήμερα αγέρωχο – αρκεί να γυρίσει κανείς το βλέμμα στο σημερινό Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας για να καταλάβει ότι δεν πρόκειται για ένα απλό κτίσμα, αλλά το δημιούργημα μιας εκκεντρικής κυρίας και ενός τρελού πολεοδόμου και αρχιτέκτονα, όπως ο Χάνσεν.
Πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι κάποια κτίρια της Δούκισσας οφείλονται σε διαφορετικούς αρχιτέκτονες, αλλά τα έγγραφα που παραθέτει ο Γιαννικόπουλος μαρτυρούν το αντίθετο. Ηταν και ίδιος, άλλωστε, παρών κατά το περιστατικό της απαγωγής από τον λήσταρχο Σπύρο Μπίμπιση, το οποίο είχε αίσια κατάληξη, αλλά συζητήθηκε πολύ στα έντυπα της εποχής. Οπως επισημαίνει στην υποσημείωση ο συγγραφέας, «Ο Σπύρος Μπίμπισης ήταν ένας διαβόητος ληστής που έδρασε στην Αττική κατά την περίοδο των πρώτων χρόνων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Οι πηγές της εποχής τον περιγράφουν ως ιδιαίτερα λαοφιλή, όμορφο στην εμφάνιση, απλοϊκό και ειλικρινή στον χαρακτήρα». Προφανώς η γοητεία του δεν άφησε ανεπηρέαστη τη Δούκισσα, που εισηγήθηκε να του δοθεί χάρη – μια απόδειξη των παράξενων αντιδράσεων του χαρακτήρα της.
Γενναιόδωρη και εκδικητική
Λένε, πάντως, ότι οι σπουδαίες προσωπικότητες είναι ακραία αντιφατικές και η Σοφία Ντε Μαρβουά, Δούκισσα της Πλακεντίας, το επιβεβαιώνει με το παραπάνω: εκρηκτική, δοτική και φιλάνθρωπος, λιτοδίαιτη και μάλλον εγκρατής με τα χρήματα (κανείς, πάντως, από τους καλεσμένους της δεν έφαγε σίγουρα καλά ως φιλοξενούμενος στο σπίτι της!), γενναιόδωρη αλλά και εκδικητική, αφού ζητούσε να της δώσουν πίσω χρήματα και δώρα όταν διέκοπτε τις σχέσεις της, σκληρή και ταυτόχρονα πιστή φίλη, είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας προσωπικότητας που ξεπερνούσε τον μέσο όρο και διαμόρφωσε την αθηναϊκή ιστορία.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι δεν ήταν μόνο μια Γαλλοαμερικανίδα που επεβίωσε στην πρωτόγονη, ακόμα τότε, ελληνική πραγματικότητα, αλλά μια γυναίκα που διεκδίκησε και έζησε τη ζωή της ακριβώς όπως το ήθελε, χωρίς να φοβάται κανέναν – όση, όμως, φαντασία και αν είχε, δεν μπορούσε καν να διανοηθεί ότι οι Αθηναίοι το 2025 θα επικαλούνταν, έστω για άσχετους λόγους, καθημερινά το όνομά της.
Συνεχίζοντας σε αυτό τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση των cookies στη συσκευή σας όπως περιγράφεται στην πολιτική cookies
Μάθετε περισσότερα εδώ
Αποδοχή
