Ο μεγάλος ποταμός, εκείνη τη χρονιά, πάγωσε νωρίς, από τα μέσα Δεκεμβρίου.
Την περίοδο αυτή του χειμωνα, κάθε χρόνο, γίνονταν οι παραδοσιακές μεγάλες γιορτές για την επιστροφή των κτηνοτρόφων, για το τέλος της σποράς, για την σοδειά που ήδη είχε αποθηκευτεί, για τον ερχομό του χειμώνα και για την επίκληση του νέου φωτός και του ερχομού της άνοιξης. Παραδοσιακές γιορτές των Ρωμαίων, αλλά και της Ανατολής, των Αιγυπτίων, αλλά και της Μεσογείου, των Κελτών και των γερμανικών φύλων.
Η πόλη όμως ζούσε στην αναταραχή που ζούσε ολόκληρη η αυτοκρατορία εκείνα τα χρόνια. Τα νέα που έρχονταν από μακριά ήταν συγκεχυμένα. Ο στόλος του Ρήνου είχε μειωθεί και τα εμπορεύματα που έρχονταν από τη Βρετανία έρχονταν όλο και πιο αραιά και σποραδικά. Τα κρασιά που έφευγαν από την Ρηνανία και από τις εύφορες κοιλάδες της Κεντρικής Ευρώπης έβρισκαν ακόμα τον δρόμο τους και είχαν πάντοτε αγοραστές και αποδέκτες.
Όλα όμως είχαν αλλάξει. Μερικές δεκαετίες πριν, η θρησκεία, η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, είχε αλλάξει. Οι αυτοκράτορες είχαν γίνει χριστιανοί και μάλιστα είχαν στραφεί απέναντι στις αρχέγονες και παραδοσιακές λατρείες. Είχαν απαγορεύσει θεάματα και αγώνες, τελετές, θυσίες και γιορτές, κάτι που είχε κλονίσει εν μέρει την μακραίωνη, κοινωνική ισορροπία.
Σε αυτήν όμως την πόλη, στις όχθες του Ρήνου, στο ιστορικό Μογκοντίακουμ (Mogontiacum), τα περισσότερα ιερά παρέμεναν παγανιστικά. Οι παραδόσεις δεν είχαν αλλάξει πολύ. Άλλωστε, οι κάτοικοι της περιοχής ήταν κυρίως στρατιώτες, λεγεωνάριοι, βετεράνοι, έμποροι από μακριά, ενώ οι οικογένειές τους ήταν μικτές, Κέλτες, Γερμανοί, Βάνδαλοι, Ρωμαίοι, Γαλάτες, περαστικοί στρατιώτες, υλοτόμοι, νομάδες, κυνηγοί και τυχοδιώκτες…
Όλοι είχαν βρει το καταφύγιό τους εκεί και αυτή η σχετικά μεγάλη πόλη, επειδή είχε στρατιωτικό χαρακτήρα, δεν είχε αποδεχτεί τη νέα θρησκεία. Υπήρχαν και χριστιανοί, προφανώς, αλλά οι πηγέςτης εποχής δείχνουν ότι δεν είχαν σημαντική παρουσία και οργάνωση, όπως αλλού.
Είχαν εγκατασταθεί στα νότια του κέντρου της πόλης, στο δρόμο προς τα νεκροταφεία, καθώς οι πρώτοι χριστιανοί οργάνωσαν τη θρησκεία και τη λατρεία τους γύρω από τους τάφους των μαρτύρων.
Παρέμεναν όμως τα μεγάλα ιερά και λειτουργούσαν, παρά τις γενικες απαγορεύσεις. Ένα μεγάλο ιερό για τον Μίθρα, τον «ήλιο τον ανίκητο», όπως επίσης και ένα ιερό για τη μητέρα των θεών και την Ίσιδα που η λατρεία της είχε έρθει από τη μακρινή Αίγυπτο.
Στην πόλη έστεκε ακόμα και το μνημείο του ιδρυτή της, του Δρούσου, καθώς και η μεγάλη στήλη του Διός (Jupiter) που βρισκόταν δίπλα στον ποταμό και βόρεια της πόλης. Στα δυτικά, στεκόταν ακόμα το αμφιθέατρο, αλλά το είχε τυλίξει η εγκατάλειψη, καθώς είχαν μειωθεί οι χορηγίες και τα θεάματα λόγω των επίσημων περιορισμών.
Η ίδια η πόλη είχε τα κλασικά ρωμαϊκά χαρακτηριστικά: Έναν μεγάλο άξονα Βορρά-Νότου, το λεγόμενο «Κάρντο» (cardo) και έναν άξονα Ανατολής-Δύσης το λεγόμενο «Ντεκουμάνους» (decumanus). Υπήρχαν επίσης λουτρά που συνδέονταν με το υδραγωγείο και τροφοδοτούνταν σε ξυλεία από τα πυκνά δάση της περιοχής. Στις παρυφές της πόλης, τα εργαστήρια, οι νεκροπόλεις και τα χωριά-συνοικισμοί που έφεραν την ονομασία vicus.
Ο μεγάλος ποταμός Ρήνος βρισκόταν στα ανατολικά και μία πέτρινη γέφυρα (pons ingeniosa) ένωνε τις δύο όχθες. Στην άλλη μεριά, απέναντι από την πόλη, βρισκόταν το βασικό στρατόπεδο, το μεγάλο κάστρο (castellum) που είχε αποθηκευμένα όπλα και μία μόνιμη ισχυρή φρουρά.
Μερικά μίλια μακριά από τη στρατιωτική αυτή πόλη, που ήταν η πρωτεύουσα της Άνω Γερμανίας εκτείνονταν τα περίφημα παραμεθόρια οχυρά. «Λίμες»(limes) ονομάζονταν στα λατινικά, μια «αλυσίδα άμυνας», ένα ολόκληρο δίκτυο από οχυρά που ένωναν τους δύο μεγάλους ποταμούς-όρια της Αυτοκρατορίας, το Ρήνο και το Δούναβη.
Η παρατεταμένη κρίση της Αυτοκρατορίας είχε να κάνει και με τη μετακίνηση των στρατευμάτων και την αποδυνάμωση των συνοριακών φυλακίων. Ο στρατηγός Στιλίχων εκείνη την εποχή ήταν σε ανοιχτή διαμάχη με ένα μέρος της επίσημης διοίκησης, είχε ίσως και τις δικές του προσωπικές επιδιώξεις και έπρεπε να αντιμετωπίσει τους Γότθους οι οποίοι σάρωναν τα Βαλκάνια, αλλά και την Ιταλική Χερσόνησο.
Από το 396 μ.Χ και ύστερα, γίνονταν συνεχείς πόλεμοι με τους Γότθους του Αλάριχου, το 401 μ.Χ. πολιορκήθηκε η πόλη των Μεδιολάνων (Μιλάνο), ενώ παράλληλα υπήρξαν και αποσχιστικές τάσεις, τόσο στη Γαλατία, όσο και στην Αφρική.
Να σημειώσουμε ότι ο ίδιος ο Αλάριχος που έχει περάσει στην ιστορική μνήμη ως συνώνυμο της λεηλασίας και της καταστροφής, ξεκίνησε την καριέρα του ως στρατιωτικός διοικητής των Ρωμαίων και αργότερα στράφηκε εναντίον τους, μη λαμβάνοντας τα απαιτούμενα. Ο Στιλίχων, κατά το ήμισυ Βάνδαλος και κατά το ήμισυ Ρωμαίος, κράτησε όρθια την αυτοκρατορία και επί της ουσίας διοικούσε το δυτικό κομμάτι της μετά το θάνατο του Θεοδοσίου (395) για περιπου 13 χρόνια.
Εν τέλει, εκτελέστηκε το 408 στη Ραβένα, κατηγορούμενος για προδοσία από τον Ονώριο, διάδοχο του Θεοδοσίου. Η επόμενη, πρόσκαιρη, στρατηγική αναλαμπή της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν ο στρατηγός Αέτιος που απέκρουσε τους Ούνους στη Γαλατία, λίγα χρόνια μετά, το 451, αλλα βρήκε και αυτός το τέλος του από έναν αυτοκράτορα που υπηρέτησε, τον Βαλεντινιανό, το 454.
Πάμε όμως πίσω στο χειμώνα ανάμεσα στα έτη 406 και 407, στις όχθες του μεγάλου ποταμού Ρήνου, εκεί όπου τόσο τα πλοία όσο και οι στρατιώτες γίνονταν όλο και λιγότεροι. Οι φρουρές της Γερμανίας είχαν αποδυναμωθεί, γιατί η καρδιά της ρωμαϊκής επικράτειας ήταν σε άμεσο κίνδυνο.
Οι γιορτές του Δεκέμβρη στην πόλη του Μογκοντίακουμ (Mogontiacum) είχαν σχεδόν περάσει, αλλά όλοι περίμεναν τη μεγάλη «γιορτή του ήλιου», τη μεγάλη γιορτή της γέννησης του Μεσσία, τη μεγάλη γιορτή της επιστροφής του φωτός.
Οι χριστιανοί την ονόμαζαν Χριστούγεννα.
Κάποιοι που είχαν ρωμαϊκή καταγωγή γιόρταζαν τις ίδιες μέρες τα «Σατουρνάλια», προς τιμήν του Κρόνου, αλλά πολλοί κάτοικοι της πόλης γιόρταζαν τον Μίθρα, το «θεό ήλιο», τον ανίκητο ήλιο, «Sol Invictus», όπως ονομαζόταν στα λατινικά.
Η γιορτή του ήταν στα τέλη Δεκέμβρη και όλος ο κόσμος, όλη η πόλη, τα οινοπωλεία, τα καταστήματα στο φόρουμ, τα λουτρά, οι έμποροι του ποταμού, οι περαστικοί κυνηγοί, όλοι ήταν επί ποδός για τις γιορτές και τα φεστιβάλ του χειμερινού ηλιοστασίου. Ομοίως και οι χριστιανοί, στους δικούς τους χώρους, έκαναν το ίδιο. Προσεύχονταν, έψελναν, γιόρταζαν, επικαλούνταν το δικό τους ξενόφερτο Θεό. Οι θρησκείες συνυπήρχαν και ανέχονταν η μία την άλλη.
Γενικά ήταν αρμονική αυτή η συνύπαρξη σε εκείνα τα μέρη της αυτοκρατορίας, ίσως περισσότερο από ό,τι στις περιοχές πιο κοντά στις δύο πρωτεύουσες, Ρώμη και Κωνσταντινούπολη, όπου η πολιτικη κρίση είχε επινοήσει έναν νέο, «εσωτερικο εχθρό», τους εθνικούς – παγανιστές. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν η περίοδος που η Δυτική Αυτοκρατορία είχε ως αυτοκράτορα τον Ονώριο, γιο του Μεγάλου Θεοδοσίου, του πιο επίμονου διώκτη των παλαιών θρησκειών.
Αφού πέρασαν οι γιορτές του χειμώνα, υπήρξε γενικευμένος φόβος και ανασφάλεια. Τα πράγματα άλλαξαν μέσα σε λίγες μέρες. Κυκλοφορούσαν φήμες στην πόλη ότι ένα μεγάλο τμήμα στρατού, γερμανικού στρατού, κινείται προς τα δυτικά.
Τι ήταν όμως αυτές οι φήμες; Ήταν φημες που ταξίδευαν μαζί με τους περαστικούς εμπόρους, καθως και με τους μεμονωμένους πρόσφυγες που έφταναν λαχανιασμένοι από τα ανατολικά. Οι «λίμες», οι φρουρές των συνόρων, είχαν ήδη καταρρεύσει κι εγκαταλειφθεί. Η φήμη έγινε αναμονη και πανικός, οχύρωση, αυτοπροστασία αλλά και φυγή. Πώς να βιώνει άραγε μια κοινωνία την αναμενόμενη και την αναπόδραστη συντέλεια; Πώς να εκφράζονταν οι φόβοι εκείνων των ημερών;
Θα αποθηκεύονταν όπλα και τρόφιμα, θα γίνονταν δεησεις προς όλους τους θεούς της πόλης, θα κτίζονταν πρόσθετοι προμαχώνες κι εμπόδια στην ακροποταμιά, οι θησαυροί και τα νομίσματα θα θάβονταν σε κρύπτες, εν αναμονή του μοιραίου…
Εκείνα τα τελευταία βράδια του χρόνου, ακριβώς πριν από τις καλένδες του Ιανουαρίου (τη σημερινή Πρωτοχρονιά), ακριβώς μετά τη μεγάλη γιορτή του ήλιου και τα Χριστούγεννα, ο πάγος του ποταμού ήταν παχύς και σήκωσε το βάρος αρκετών χιλιάδων στρατιωτών.
Πρέπει να ήταν πάνω από 10.000 οι ένοπλοι πεζοί, αλλά και κάποιοι καβαλάρηδες που πέρασαν απ’ τον παγωμένο ποταμό και από την πέτρινη γέφυρα.
Πίσω τους όμως ακολουθούσε ένα τεράστιο πλήθος, το οποίο απλώς διέσχισε την παγωμένη μάζα του μεγάλου ποταμού περπατώντας. Μπορεί να ήταν 100.000, ίσως και παραπάνω. Πρόσφυγες, επήλυδες, εισβολείς, άοπλοι, οικογένειες, διωγμένοι και αυτοί από αλλού, νομάδες και μετανάστες.
Δεν ήταν ακριβώς μια στρατιωτική εισβολή, αλλά μια γενικευμένη έξοδος των πληθυσμών της κεντρικής Γερμανίας που είχαν συγκεντρωθεί τα τελευταία χρόνια στα όρια της αυτοκρατορίας και περίμεναν να μπουν εκεί για να βρουν τη δική τους «γη της επαγγελίας». Θεωρούσαν μαλλον, με βάση τα όσα είχαν ακούσει και δει, ότι η επικράτεια της Ρώμης θα τους εξασφάλιζε απεριόριστα πλούτη και αγαθά. Ήταν κάτι σαν μαζική και στοχευμένη μετανάστευση.
Άνθρωποι που απλώς έψαχναν να βρουν μια νέα ευκαιρία σε μια νέα γη, έψαχναν μια «πόρτα» για να μπουν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Φυλές Αλανών, Σουηβών, Βουργουνδών, Βανδάλων, Βαρβάρων εν γένει, γερμανικά φύλα, πέρασαν μαζικά εκείνη τη νύχτα της πρωτοχρονιάς πάνω από τον παγωμένο ποταμό και σάρωσαν την πρώτη μεγάλη πόλη που βρήκαν μπροστά τους. Η πόλη αυτή, το Mogontiacum (σημερινό Μάιντς) η πρωτεύουσα της Άνω Γερμανίας, η μεγάλη στρατιωτική αποικία και η πιο καλά φυλαγμένη και εξοπλισμένη πόλη της περιοχής, πολιορκήθηκε από αυτο το ασυγκράτητο πλήθος και μέσα σε λίγες μέρες έπεσε.
Σαρώθηκε για την ακρίβεια από έναν πληθυσμό που ερχόταν από τα ανατολικά. Δεν θα μπορούσε να αντέξει απέναντι σε αυτή την απίστευτης κλίμακας εισβολή.
Η διάβαση του Ρήνου, αυτό το ιστορικό γεγονός, ήταν μία από τις πιο κρίσιμες στιγμές που κλόνισαν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Ελάχιστα χρόνια μετά, το 410 μ.Χ. την ίδια τύχη γνώρισε και η Ρώμη. Το Μογκοντίακουμ (Mogontiacum) δεν ήταν η μόνη πόλη που καταστράφηκε. Πολλές πόλεις που βρίσκονταν πιο δυτικά, στη ρωμαϊκή Γαλατία, σαρώθηκαν και δηώθηκαν από τον ίδιο στρατό και το ίδιο αναρίθμητο πλήθος βαρβάρων εισβολέων-μεταναστών.
Η ταυτότητα της περιοχής άλλαξε για πάντα. Ποτέ ξανά δεν υπήρξε σταθερή ρωμαϊκή διοίκηση, παρά μόνο σφετεριστές, τοπάρχες, τυχάρπαστοι ηγεμόνες, Γαλάτες, Γερμανοί, Βρετανοί, πρώην λεγεωνάριοι που ο καθένας με τον τρόπο του και δράττοντας μια συγκυρία διεκδικούσαν την εξουσία.
Αυτή ήταν η τύχη μιας πόλης, αλλά αυτή ίσως να ήταν και η τύχη ολόκληρης της Αυτοκρατορίας.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε περάσει από τον θρίαμβο της μεγάλης επέκτασης του 2ου αιώνα μ.Χ., στην ομογενοποίηση των κατοίκων της. Είχε αποδοθεί η ρωμαϊκή υπηκοότητα στους περισσότερους κατοίκους της αυτοκρατορίας από τον 3ο αιώνα μ.Χ και ύστερα, διακόσια χρόνια πριν από τα γεγονότα αυτά. Είχε ψηφιστεί ανεξιθρησκεία τον 4ο αιώνα μ.Χ, εκατό χρόνια πριν το «πέρασμα του Ρήνου», αλλά τελικά η νέα μονοθεϊστική αντίληψη καταπίεζε τις προηγούμενες πολυθεϊστικές παραδόσεις.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, από την ασφάλεια της στρατιωτικής ισχύος, από τη σταθερότητα της μόνιμης ροής σιταριού προς τις μεγάλες πόλεις, από τη διοίκηση που εξασφάλιζε τον καλό εφοδιασμό, το άρτιο οδικό δίκτυο, τα υδραγωγεία, τις οργανωμένες πολιτείες, τα θεάματα, τη δικαιοσύνη, τους μισθούς των στρατιωτών και ένα σύστημα σχετικά σταθερό, είχε περάσει σε μία περίοδο «παγκοσμιοποίησης», όπως θα τη λέγαμε σήμερα, αλλά και οικουμενικής παρακμής.
Η κοινωνία έφτασε σε επίπεδα κορεσμού. Δεν υπήρχε προσπάθεια και διάθεση απο την πολιτική ελίτ για κάτι καλύτερο.
Ο νεποτισμός και η ευνοιοκρατία στην εξουσία έφεραν τα ίδια κακά αποτελέσματα. Διαφθορά, παρακμή στις τάξεις του στρατού, εσωτερικές έριδες, εμφύλιοι πόλεμοι, πολιτικές διαμάχες, δολοπλοκίες και δολοφονίες.
Το αποτέλεσμα ήταν μία διοικητική και στρατιωτική κατάρρευση. Ύστερα, μέσω της πολιτικής αδυναμίας και διαφθοράς, ήρθε η οικονομική κατάρρευση και μετά την οικονομική κατάρρευση ήρθαν και οι φυγόκεντρες δυνάμεις, οι διάφοροι σφετεριστές της εξουσίας, τα διάφορα φύλα που έως τότε ήταν «φοεντεράτι» (foederati), δηλαδή ομόσπονδοι λαοί, συνυπάρχοντες με τους Ρωμαίους πολίτες. Όλα αυτά οδήγησαν, στις αρχές του 5ου αιώνα, στο τέλος της σταθερότητας.
Το «τέλος» ήταν μια διαδικασία που διήρκησε πολλά χρόνια, αλλά μπορούμε να πούμε ότι ξεκίνησε η μάλλον επισημοποιήθηκε με το «πέρασμα του Ρήνου» και τα γεγονότα εκείνου του περίεργου χειμώνα στη Βόρεια Γερμανία και κατέληξε στη λεηλασία της Ρώμης (410 μ.Χ), της Ιταλικής Χερσονήσου, καθώς και των ιστορικών ελληνικών πόλεων.
Από εκεί και ύστερα, τα ίδια γερμανικά φύλα σάρωσαν τη Γαλατία, έφτασαν στην Ισπανική Χερσόνησο και εν τέλει, μέσα σε λίγες δεκαετίες, πέρασαν το Γιβραλτάρ (429 μ.Χ.) και κατέκτησαν και την Βόρεια Αφρική που αποτελούσε τον σιτοβολώνα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ήταν μία ιστορική αλληλουχία γεγονότων που κράτησε δεκαετίες, αλλά συνοπτικά θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε και να την χαρακτηρίσουμε ως το τέλος μιας εποχής, ή το τέλος μιας αυτοκρατορίας.
Το χειμωνιάτικο πέρασμα του παγωμένου Ρήνου, όσο μακρινό κι αν μας φαίνεται σήμερα, σηματοδοτεί και συμβολίζει το τέλος μιας διοίκησης που είχε βυθιστεί στην πολιτική ανυποληψία, στην πολιτειακή παρακμή, στην κακή οικονομική διαχείριση και στην γενικευμένη, διοικητική κατάπτωση, σε συνδυασμό με την κοινωνική αποσύνθεση και τη δημογραφική κατάρρευση των πάλαι ποτέ σημαντικών αστικών κέντρων. Είναι ενα ιστορικό γεγονός που παραμένει διαχρονικά διδακτικό, ενώ η μελέτη και η ανάλυσή του, αγγίζει πάντοτε πολλές όψεις της επικαιρότητας.
