Οι ημέρες των χριστουγεννιάτικων εορτών, εκεί λίγο πριν την αλλαγή του χρόνου και την έλευση του νέου έτους, προσφέρονται για μικρούς απολογισμούς, για εκτιμήσεις, για αξιολογήσεις αλλά και σχέδια. Το 2025 που φεύγει ολοκληρώνει το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα και -εκτιμώ- ότι έφερε μαζί του περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις.
Εντάσσεται σε μια παράδοση ετών, ειδικά του τρέχοντος αιώνα, που δημιουργούν επισφάλεια, ανασφάλεια, ερωτήματα, αστάθεια και μια αίσθηση γενικευμένης αβεβαιότητας για το τι μέλλει γενέσθαι. Ο μεσο-μακροπρόθεσμος ορίζοντας για πολλές κοινωνίες στη Δύση είναι προβληματικός και αυτό το αντιλαμβάνονται. Οι μεταπολεμικές σταθερές πάνω στις οποίες χτίστηκε ο κόσμος μας, αμφισβητούνται από πολλές πλευρές.
Αμφισβητούνται από εξωτερικούς παράγοντες αλλά και από εσωτερικούς αναθεωρητισμούς – από μεγάλες δημογραφικές τάσεις, από παραγωγικές μετατοπίσεις, από πολεμικές συγκρούσεις σε μήκη και πλάτη του πλανήτη που πιστεύαμε ότι δεν θα βλέπαμε ξανά την ισχύ των όπλων. Αν αυτή η γενικευμένη αβεβαιότητα είναι το διεθνές πλαίσιο, στην ελληνική περίπτωση αποκτά πιο συγκεκριμένα, σχεδόν απτά χαρακτηριστικά. Δεν τη συναντά κανείς μόνο στους δείκτες ή στις γεωπολιτικές αναλύσεις· τη συναντά στο σούπερ μάρκετ, στο ενοίκιο, στο βενζινάδικο, στη συζήτηση για το αν «βγαίνει ο μήνας». Και όμως αν δει κανείς – ή θυμηθεί – την προ 15ετίας και προ 10ετίας κατάσταση της χώρας, οφείλει να παραδεχθεί ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα. Από την άλλη τί να πεις σε αυτόν που σήμερα δυσφορεί;
Το 2025 ήταν για την Ελλάδα μια χρονιά αντιφάσεων. Μακροοικονομικά, η χώρα κινήθηκε σε τροχιά ομαλότητας, με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, δημοσιονομική πειθαρχία και ένα διεθνές αφήγημα «επιστροφής στην κανονικότητα». Κοινωνικά όμως, η εικόνα ήταν πιο θολή. Η αγοραστική δύναμη παρέμεινε χαμηλή, το στεγαστικό πρόβλημα οξύνθηκε, οι ανισότητες παγιώθηκαν και η αίσθηση κοινωνικής κινητικότητας –το περίφημο «να πας λίγο παραπάνω από εκεί που ξεκίνησες»– μοιάζει για πολλούς να έχει κολλήσει μεταξύ ισογείου και πρώτου ορόφου.
Το 2025 ξεκίνησε με ένα μεγάλο – ιστορικού μεγέθους συλλαλητήριο με κεντρικό αίτημα την απόδοση ευθυνών και την απονομή δικαιοσύνης στην υπόθεση του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών. Αξίζει να σημειωθεί το μοναδικά πολυπληθές της διαμαρτυρίας, η γεωγραφική της εξάπλωση εντός και εκτός συνόρων, η απουσία κομματικών χρωμάτων και συμβόλων αλλά και μια υφολογία σιωπηρής διαμαρτυρίας – όλα στοιχεία διαφορετικά από τη μεταπολιτευτική σκηνογραφία. Η κινητοποίηση και η ενεργή παρουσία του λαϊκού παράγοντα λειτουργεί διαχρονικά ως επιταχυντής των εξελίξεων. Θέτει σε κίνηση μηχανισμούς που σε περιόδους αδράνειας παραμένουν ανενεργοί ή υπολειτουργούν. Αποτέλεσμα αυτής της κινητοποίησης είναι να μην μπορεί κανείς εύκολα να προβλέψει το μέλλον με ακρίβεια καθώς δεν μπορεί να γνωρίζει που θα εκβάλει. Ταυτόχρονα όμως διαφαίνεται πως το μέλλον δεν θα χτιστεί ερήμην της κοινωνίας. Υπό αυτή την έννοια, η κινητοποίηση δεν αποτελεί παρεκτροπή αλλά ουσιώδη ενίσχυση της δημοκρατικής διαδικασίας.
Το άλλο μεγάλο ζήτημα της χρονιάς που κλείνει είναι το σκάνδαλο στον ΟΠΕΚΕΠΕ. Εδώ το κρίσιμο ήταν οι διάλογοι των εμπλεκόμενων που δημοσιεύτηκαν. Το ύφος όσων μιλούσαν με μια χαρακτηριστική άνεση και με μια βεβαιότητα διευθέτησης ήταν η θρυαλλίδα και ίσως το σημείο που εξόργισε τους περισσότερους, πέραν του οικονομικού μεγέθους του σκανδάλου που είναι υψηλότατο. Στην υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ συναρθρώνονται μια σειρά από παθογένειες και ευθύνες που θα έλεγε κανείς ότι είναι μια ακτινογραφία της κακοδαιμονίας μας. Συστημικές αποτυχίες, ισχυρά δίκτυα συμφερόντων, εμπλοκή ή και κάλυψη πολιτικών προσώπων, διασπάθιση ευρωπαϊκών πόρων και αδυναμία θεσμικής αλλά και πολιτικής διάθεσης για κάθαρση.
Η χρονιά κλείνει με τους αγρότες στις εθνικές οδούς. Αυτή τη φορά φαίνεται πως απολαμβάνουν μιας αυξημένης στήριξης ή και ανοχής από τους υπόλοιπους πολίτες. Και οι ίδιοι φαίνεται να επιλέγουν τη σκληρή στάση, απορρίπτοντας σχετικά εύκολα τις προτάσεις για διάλογο. Στην υπόθεση αυτή μπορούμε να πούμε πολλά – συναρθρώνεται ένα ελληνικό πρόβλημα δεκαετιών, με όλες τις παραμέτρους του, με ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις. Βλέπουμε την κορυφή ενός παγόβουνου που σχηματίζονταν χρόνια αλλά τώρα έφτασε σχεδόν στην πλώρη μας. Λύση στο εθνοκρατικό πεδίο δεν υπάρχει – αλλά και να υπήρχε, απαιτεί μια σειρά από επιλογές και δημόσιες πολιτικές πολύ βαθιές. Πολιτική βούληση, τεχνοκρατική επάρκεια, διανοητική και πολιτική ωρίμανση και κυρίως αξιοπιστία και εμπιστοσύνη. Για να είμαστε δίκαιοι, χώρες στα δικά μας κυβικά που τα καταφέρνουν υπάρχουν. Εμείς δεν ξέρω κατά πόσο είμαστε ικανοί να υλοποιήσουμε ένα τέτοιο project μετεξέλιξης.
Είτε Τέμπη, είτε ΟΠΕΚΕΠΕ, είτε μπλόκα των αγροτών – το κοινό νήμα που συνδέει τα αιτήματα είναι ένα και πατά πάνω στην ίδια αγωνία. Δεν είναι απλά ένας καλός και ασφαλής σιδηρόδρομος, δεν είναι μια δίκαιη και αναπτυξιακή αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων ούτε 2-3 διευθετήσεις στο κόστος παραγωγής της αγροτικής παραγωγής. Είναι η υποβόσκουσα αγωνία της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων για το πώς πορευόμαστε στον 21ο αιώνα. Είναι μια λανθάνουσα απαίτηση για εκσυγχρονισμό, για «κανονικότητα», για στοιχειώδη προβλεψιμότητα. Αυτό το κοινό νήμα είναι που κατέβασε εκατομμύρια στον δρόμο, που δείχνει ανοχή στα μπλόκα και περιβάλλει με απαξία φαινόμενα ΟΠΕΚΕΠΕ. Νήμα που τοποθετείται πάνω από τα κόμματα και την δομική αδυναμία τους να επηρεάσουν το πώς σκέφτεται και πώς νιώθει αυτή η βαθιά ή βουβή πολιτικά Ελλάδα.
Σε αυτό το περιβάλλον, η πολιτική δυσκολεύεται να αρθρώσει πειστικό λόγο, όχι τόσο γιατί λείπουν οι διαπιστώσεις, αλλά γιατί απουσιάζει η σύνθεση. Οι πολίτες ακούν πολλά, συχνά αντικρουόμενα, σπάνια όμως νιώθουν ότι κάποιος ενώνει τις τελείες. Ότι υπάρχει ένα καθαρό σχήμα για το πού βρισκόμαστε και –κυρίως– για το πού πάμε. Το 2025 δεν ήταν χρονιά μεγάλων πολιτικών ανατροπών. Ήταν όμως χρονιά συσσώρευσης κόπωσης, σκεπτικισμού και μιας ήσυχης, υπόγειας δυσπιστίας απέναντι σε όλους. Το πολιτικό σύστημα και οι θεσμοί ενεργούν σα να μην «τρέχει» τίποτα, σα να μην έχει καταρρεύσει η αξιοπιστία, με ένα εγχειρίδιο business as usual.
Η κυβέρνηση έχει επιχειρήματα, έχει λογικά και ποσοτικά ερείσματα, έχει ένα συγκεκριμένο αφήγημα που καταλήγει σε διλημματική διακύβευση. Συγκρατεί δημοσκοπικές δυνάμεις εμφανώς όμως πιο χαμηλά από τις εκλογικές της επιδόσεις. Έχει ασκήσει πολιτικές στο πεδίο – που όπως κάθε σοβαρή πολιτική που σέβεται τον εαυτό της – έχει ωφελημένους και ευνοημένους και αντιστοίχως ριγμένους και λιγότερο ευνοημένους ή και ζημιωμένους. Ό,τι και αν κάνει, ό,τι και αν πετύχει, όποια θετική είδηση και αν προκαλέσει, αντιπαλεύει με το γενικευμένο perception που λένε και οι Άγγλοι. Και στο πεδίο αυτό οι συσχετισμοί είναι αρνητικοί για την ίδια.
Το θετικό για αυτήν είναι πως από την άλλη δεν υπάρχει ένα κυρίαρχο αφήγημα που να σταθεί απέναντι στο δικό της με όρους πλειοψηφικούς. Οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις βράζουν στο ίδιο δημοσκοπικό καζάνι. Καμία από αυτές δεν έχει δείξει ότι μπορεί να κάνει ένα άλμα επιρροής και να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία της Νέας Δημοκρατίας. Η συζήτηση για δημιουργία νέων κομμάτων επιβεβαιώνει την αδυναμία αυτή και δεν δημιουργεί προϋποθέσεις «εδώ και τώρα αλλαγής» συσχετισμών.
Το 2026 δεν προδιαγράφεται ως χρονιά θεαματικών ανατροπών, αλλά ως χρονιά κρίσιμων αποφάσεων. Είτε αποδειχθεί έτος εκλογικό είτε παραμείνει προεκλογικό, τα βασικά ερωτήματα για τη χώρα παραμένουν πάνω στο τραπέζι, σε κεντρικό σημείο και φωνάζουν. Ως εκ τούτου το 2026 θα είναι μια χρονιά κατά την οποία θα δοκιμαστεί αν η συσσωρευμένη κόπωση μπορεί να μετατραπεί σε πολιτική κατεύθυνση ή αν θα παραμείνει διάχυτη δυσπιστία χωρίς έκφραση. Η κοινωνία δείχνει να ζητά λιγότερα συνθήματα και περισσότερη σοβαρότητα, λιγότερη αυτάρκεια και περισσότερη αξιοπιστία. Το ερώτημα δεν είναι ποιος θα κερδίσει επικοινωνιακά τη χρονιά, αλλά ποιος μπορεί να πείσει ότι κατανοεί το βάθος των προβλημάτων και έχει σχέδιο να τα αντιμετωπίσει.
Σε αυτό το πλαίσιο, το 2026 θα είναι χρονιά αφηγήματος ή δεν θα είναι καθόλου. Όχι αφηγήματος με την επιφανειακή έννοια, αλλά μιας συνεκτικής πρότασης που να ενώνει οικονομία, κοινωνία και θεσμούς σε ένα πειστικό σχήμα. Αν κάτι έδειξε το 2025, είναι ότι η κοινωνία δεν αρκείται πλέον στο «λίγο καλύτερα από πριν» ούτε στο «δεν υπάρχει εναλλακτική». Ζητά νόημα και προοπτική. Όποιος καταφέρει να μεταφράσει αυτά τα αιτήματα σε πολιτική πρόταση, θα καθορίσει και τους συσχετισμούς της επόμενης περιόδου – και αυτό αφορά τους πάντες. Και την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση.
*Ο Αλέξανδρος Παπουτσής είναι Πολιτικός Επιστήμονας – Σύμβουλος Επικοινωνίας
