website analysis Γαλοπούλα / Η μακρά ιστορία του άγριου ζώου στο τραπέζι – Epikairo.gr

Η γαλοπούλα, σήμερα συνώνυμη με τα γιορτινά τραπέζια της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, έχει μια ιστορία που ξεκινά πολύ πριν εμφανιστεί σε χριστουγεννιάτικα μενού.

Η ερευνήτρια Αουρέλι Μανέν, ειδική στην Αρχαιολογία κρι Αρχαιοζωολογία στο γαλλικό Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, παρακολουθεί την πορεία του πτηνού από τα προκολομβιανά χρόνια έως την αγροτοβιομηχανική του «έκρηξη» τον 20ό αιώνα, φωτίζοντας μια αλυσίδα πολιτισμικών ανταλλαγών και οικονομικών μετασχηματισμών.

Η κοινή γαλοπούλα (Meleagris gallopavo) επιβιώνει ακόμη άγρια στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον νότιο Καναδά και το βόρειο Μεξικό, και για χιλιετίες αποτέλεσε στόχο κυνηγιού από τις αυτόχθονες κοινωνίες. Χαρακτηριστική είναι η ανακάλυψη στο Τενεσί του αρχαιότερου γνωστού «κιτ τατουάζ», κατασκευασμένου από οστά γαλοπούλας και χρονολογημένου μεταξύ 3500 και 1500 π.Χ., ένδειξη ότι το πτηνό είχε ρόλο όχι μόνο διατροφικό, αλλά και τελετουργικό ή αισθητικό.

Η εξημέρωση, ωστόσο, δεν ξεκίνησε στις βόρειες περιοχές όπου ζούσαν τα άγρια κοπάδια, αλλά στην Κεντρική Αμερική, και συγκεκριμένα στη Γουατεμάλα. Στον αρχαιολογικό χώρο Ελ Μιραδόρ, εντοπίστηκαν οστά κοινής γαλοπούλας που χρονολογούνται από το 300 π.Χ. Η γενετική ανάλυση επιβεβαίωσε την ταυτότητά τους.

Η μελέτη ισοτόπων στροντίου στα οστά έδειξε ότι τα πουλιά εκτράφηκαν τοπικά, σε μια περιοχή όπου το είδος δεν απαντάται φυσικά, γεγονός που υποδηλώνει συνειδητή εγκατάστασή του σε νέο περιβάλλον. Σύμφωνα με τη Μανέν, μια τέτοια μετατόπιση, σε χιλιάδες χιλιόμετρα και εντελώς διαφορετικές οικολογικές συνθήκες, προϋπέθετε λεπτομερή γνώση των αναγκών της γαλοπούλας και ανεπτυγμένες ζωοτεχνικές δεξιότητες από τους προκολομβιανούς πληθυσμούς.

Στις νοτιοδυτικές Ηνωμένες Πολιτείες, γαλοπούλες υπήρχαν ήδη πριν από περίπου 10.000 χρόνια, αλλά τα οστά τους εμφανίζονται σποραδικά στα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Από τις απαρχές της κοινής εποχής έως περίπου το 200 μ.Χ., γίνονται πιο συχνά, αν και όχι κυρίαρχα.

Άγρια κοινή γαλοπούλα (αριστερά, φωτογραφία του Franck Schulenburg) και οικόσιτη κοινή γαλοπούλα (δεξιά, φωτογραφία του Wee Hong).

Τα πιο άφθονα ίχνη δεν είναι τα κόκαλα, αλλά οι κοπρόλιθοι, που βρέθηκαν μέσα σε κατασκευές από πλιθιά και κλαδιά – κλωβοειδείς χώροι που ερμηνεύονται ως εγκαταστάσεις αιχμαλωσίας και εκτροφής. Η ανάλυση ισοτόπων άνθρακα δείχνει δίαιτα πλούσια σε καλαμπόκι.

Αυτό σημαίνει ότι επρόκειτο για ζώα συστηματικά σιτιζόμενα από τον άνθρωπο – ουσιαστικά εξημερωμένες γαλοπούλες. Παρ’ όλα αυτά, τα οστά τους είναι σπάνια στα οικιακά σκουπίδια, στοιχείο που οι ερευνητές ερμηνεύουν ως ένδειξη ότι δεν καταναλώνονταν συχνά ως κρέας, αλλά είχαν άλλη κύρια χρήση.

Αυτή η χρήση συνδέεται με τα φτερά τους. Θραύσματα φτερών γαλοπούλας βρέθηκαν ενσωματωμένα στην ύφανση κουβέρτας από ίνες γιούκα. Υπολογίζεται ότι μια μόνο τέτοια κουβέρτα απαιτούσε πάνω από 11.000 φτερά, δηλαδή πέντε έως δέκα γαλοπούλες, ανάλογα με το μέγεθος των φτερών που επιλέγονταν.

Τα πουλιά, όπως σημειώνει η Μανέν, θα μπορούσαν να μαδιούνται επανειλημμένα σε αιχμαλωσία, προσφέροντας ανανεώσιμη πρώτη ύλη χωρίς να θανατώνονται. Έτσι εξηγείται γιατί τα κόκαλα εμφανίζονται σπανιότερα, ενώ η παρουσία τους στην υφαντουργία και τις τελετουργίες είναι εντονότερη.

Με τον χρόνο, η χρήση εξημερωμένων γαλοπουλών επεκτάθηκε στη ζώνη που ενώνει το νοτιοδυτικό τμήμα των σημερινών ΗΠΑ με το Μεξικό και την Κεντρική Αμερική, ενώ τα άγρια πουλιά συνέχισαν να ζουν παράλληλα στο φυσικό τους περιβάλλον.

Στην ανατολική περιοχή των Ηνωμένων Πολιτειών τα οστικά υπολείμματα είναι άφθονα, αλλά αφορούν άγριες γαλοπούλες που κυνηγήθηκαν, γεγονός που υπογραμμίζει τη συνύπαρξη διαφορετικών τρόπων εκμετάλλευσης: εξημέρωση και εντατική διαχείριση σε κάποιες ζώνες, παραδοσιακό κυνήγι σε άλλες.

Η πρώτη ευρωπαϊκή επαφή με την γαλοπούλα τεκμαίρεται ότι συνέβη στο τέταρτο ταξίδι του Χριστόφορου Κολόμβου το 1502, στις ακτές της σημερινής Ονδούρας. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1511, η ισπανική Αυλή ζητά ρητά να μεταφερθούν στην Ισπανία «κότες της Ινδίας» – αρσενικές και θηλυκές – για να αναπαραχθούν, δείχνοντας πόσο γρήγορα η ευρωπαϊκή εξουσία αναγνώρισε την οικονομική αξία του νέου είδους.

Το 1520, ο επίσκοπος της Ισπανιόλας προσφέρει ένα ζευγάρι γαλοπούλες στον καρδινάλιο Λορέντζο Πούτσι στη Ρώμη, ένδειξη ότι το πτηνό γίνεται αντικείμενο διπλωματικών δώρων, σύμβολο κύρους στους κύκλους της υψηλής εκκλησιαστικής και πολιτικής ελίτ.

Το 1534, γαλοπούλες καταγράφονται στο Αλανσόν της Νορμανδίας, στο κάστρο της Μαργαρίτας της Ανγκουλέμ, αδελφής του βασιλιά Φραγκίσκου Α’ και βασίλισσας της Ναβάρρας, ενώ την ίδια χρονιά ο επίσκοπος του Τάρτου στην Εσθονία στέλνει μια γαλοπούλα ως δώρο στον δούκα Γκλίνσκι, την οποία είχε λάβει προηγουμένως από τη Γερμανία.

Άγρια γαλοπούλα με οστεοειδείς βλαστούς (φωτογραφία του Bruno Girin)

Οι συγκεκριμένες περιπτώσεις δείχνουν το πώς τα πουλιά γίνονται πολύτιμα αντικείμενα ανταλλαγής ανάμεσα σε αυλικούς και ιεράρχες, πριν περάσουν σταδιακά στο ευρύτερο διατροφικό ρεπερτόριο.

Από τον 16ο και 17ο αιώνα, η γαλοπούλα συνοδεύει τις θαλάσσιες εμπορικές αποστολές, φτάνει μέχρι την Ιαπωνία και, ειρωνικά, επιστρέφει στην αμερικανική ήπειρο μέσω των ευρωπαϊκών αποικιακών εγκαταστάσεων.

Παρ’ όλα αυτά, παραμένει για αιώνες προνόμιο των ευπόρων, συνδεδεμένο με ιδιαίτερες περιστάσεις και κοινωνική επίδειξη, αναφέρει το Conversation. Μόνο τον 20ό αιώνα, με την άνοδο της αγροτοβιομηχανίας και την εντατική επιλογή ολοένα και πιο βαριών φυλών, το κρέας της γαλοπούλας εισέρχεται μαζικά στην παραγωγή μεταποιημένων προϊόντων – από αλλαντικά έως κατεψυγμένα γεύματα – εδραιώνοντας την παρουσία της στην καθημερινή διατροφή εκατομμυρίων ανθρώπων.