Ενδεχομένως δεν χρειαζόταν η δημοσίευση της νέας Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ υπό τη διακυβέρνηση Τραμπ για να καταστεί σαφές ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια βαθιά, υπαρξιακή κρίση ταυτότητας, αυτονομίας και επιρροής.
Ωστόσο, μπορεί κανείς να τη δει σαν έναν καθρέπτη. Παραμορφωτικό μεν, στο μέτρο που το είδωλο που δείχνει περνά μέσα από το πρίσμα των θέσεων και των επιδιώξεων του Αμερικανού προέδρου, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι ακριβές στην ουσία του. Και το είδωλο της Ευρώπης μέσα από αυτό τον καθρέπτη δεν είναι καθόλου κολακευτικό.
Το στρατηγικό αδιέξοδο της Ευρώπης γίνεται ιδιαιτέρως εμφανές στον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία. Η ήπειρος βρίσκεται αποκλεισμένη από κρίσιμες διαπραγματεύσεις, με τον Τραμπ να προωθεί ένα σχέδιο ειρήνης που αρχικώς απέκλειε τους Ευρωπαίους, προκαλώντας αισθήματα ταπείνωσης, αλλά κυρίως την ανησυχία ότι τελικά η Ευρώπη θα είναι αυτή που θα κληθεί να σηκώσει το βάρος ενός χαμένου πολέμου, για την εμπλοκή στον οποίο μεγάλο μερίδιο ευθύνης ασφαλώς φέρουν οι ίδιες οι ΗΠΑ.
Έτσι πρέπει να εξετάζεται η (ατυχής) απόπειρα κατάσχεσης των παγωμένων ρωσικών κεφαλαίων σε ευρωπαϊκά αποθετήρια τίτλων. Όχι ως μια ειλικρινής προσπάθεια «να ενισχυθεί η Ουκρανία», αλλά ως μια απεγνωσμένη απόπειρα των Ευρωπαίων να χρησιμοποιήσουν το μόνο μέσο πίεσης που διαθέτουν, ώστε να διεκδικήσουν μια θέση στο τραπέζι των αμερικανορωσικών διαπραγματεύσεων για το μέλλον όχι μόνο της Ουκρανίας αλλά της ίδιας της Ευρώπης.
Το πραγματικό ερώτημα, βεβαίως, είναι για ποιον λόγο κατέληξαν οι Ευρωπαίοι να μη διαθέτουν άλλο διαπραγματευτικό χαρτί, πλην μιας –ιδιαίτερα αμφίβολης νομιμότητας– κίνησης απελπισίας. Διότι, αυτή η περιθωριοποίηση δεν είναι περιστασιακή, ούτε οφείλεται στην ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία του Τραμπ, αλλά υπογραμμίζει μια βαθύτερη αδυναμία, που ανάγεται σε παθογένειες, στρατηγικά σφάλματα, ιδεολογικές εμμονές, αβελτηρίες και βολικές εξαρτήσεις δεκαετιών.
Προϊόν όλων αυτών είναι η σημερινή αξιολύπητη ανικανότητα της Ευρώπης να διατυπώσει ανεξάρτητη στρατηγική, όχι μόνο για τον τερματισμό της σύγκρουσης –είτε μέσω «στρατιωτικής νίκης», είτε μέσω ενός δικού της ειρηνευτικού σχεδίου– αλλά, πολύ περισσότερο, για την αρχιτεκτονική ειρήνης και ασφάλειας στην ίδια την ήπειρο, μεταπολεμικά.
Από αυτή την άποψη, η τραγική ιστορία του ουκρανικού πολέμου είναι εξόχως ενδεικτική. Επί σχεδόν τέσσερα χρόνια, η ευρωπαϊκή ρητορική επέμενε ότι «ο Πούτιν πρέπει να ηττηθεί στρατηγικά», χωρίς όμως να υπάρχει κάποιο συγκροτημένο σχέδιο για την επίτευξη αυτής της στρατηγικής ήττας στο πεδίο της μάχης, πλην της επένδυσης στην –αξιοθαύμαστη, όντως– ουκρανική αντοχή και, μέχρι πρόσφατα, στην αθρόα αμερικανική υποστήριξη.
Οι ευρωπαϊκές συνεισφορές, χωρίς να υποτιμούνται, εντούτοις στερούνται της ικανότητας να συντηρήσουν μόνες τους την παρατεταμένη προσπάθεια που συνεπάγεται ένα πόλεμος φθοράς, κάτι που γίνεται όλο και περισσότερο εμφανές στα πεδία των μαχών.
Την ίδια ώρα, τα διαδοχικά πακέτα ευρωπαϊκών κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας, μολονότι ασφαλώς προκάλεσαν σοβαρή ζημία στη ρωσική οικονομία, απέτυχαν, εντούτοις, να τη λυγίσουν, καθώς η Μόσχα κατάφερε να βρει εναλλακτικές εμπορικές διεξόδους προς την Κίνα, την Ινδία, το Καζακστάν και τα κράτη του Κόλπου και να απορροφήσει τον μεγαλύτερο όγκο αυτών των ζημιών.
Κάπως έτσι, η Ευρώπη δεν δείχνει να έχει άλλη πρόθεση από το να παρατείνει μια μη βιώσιμη κατάσταση, την οποία η ίδια αδυνατεί να επιλύσει. Η δυσάρεστη αλήθεια είναι ότι, αυτή τη στιγμή, υπάρχει ένα και μόνο σχέδιο για την ειρήνευση στην Ουκρανία και για την επόμενη μέρα στην Ευρώπη: το σχέδιο που διαπραγματεύεται η διακυβέρνηση Τραμπ με τους Ρώσους.
Αν οι Ευρωπαίοι είχαν ποτέ την ευκαιρία να πιέσουν για ένα δικό τους, αυτή η ευκαιρία χάθηκε πριν από χρόνια.
Ένα άλλο ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της παθητικότητας είναι η υπόθεση του ReArm Europe. Η πολιτική αφήγηση για τον επανεξοπλισμό της Γηραιάς Ηπείρου είναι ότι η εποχή της Pax Americana έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί και ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει επιτέλους να αναλάβουν οι ίδιοι τις τύχες της ευρωπαϊκής συλλογικής ασφάλειας, ιδίως ενόψει των προκλήσεων που δημιουργεί η εκ νέου ανάδυση της Ρωσίας ως Μεγάλης Δύναμης.
Πράγμα απολύτως σωστό, με τη σημαντική ένσταση όμως ότι, στην πράξη, σε καμία περίπτωση δεν μεταφράζεται σε κάποια ευρωπαϊκή αυτονομία, αλλά μάλλον σε μια συμπόρευση με μία από τις θεμελιώδεις θέσεις του κειμένου Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας: οι ΗΠΑ επιθυμούν να μειώσουν δραματικά την επιχειρησιακή εμπλοκή τους στο ΝΑΤΟ –διατηρώντας, εντούτοις, τον πολιτικό έλεγχο επί της Συμμαχίας– και να αναθέσουν αυτή την αποστολή, συμπεριλαμβανομένης της παροχής εγγυήσεων στην Ουκρανία, στους Ευρωπαίους.
Το EuroNATO δεν θα είναι μια αυτόνομη ευρωπαϊκή δύναμη ασφάλειας αλλά μια προέκταση του αμερικανικού Imperium by proxy.
Είναι, συνεπώς, εσφαλμένη η ανάγνωση της Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας του Τραμπ σαν ένα μανιφέστο αμερικανικής απαγκίστρωσης από τη Γηραιά Ήπειρο. Οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν κάτι τέτοιο, καθώς συνεχίζουν να θεωρούν την Ευρώπη αναπόσπαστο τμήμα της δικής τους σφαίρας επιρροής, στο πλαίσιο σχετικής «συνεννόησης» με τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις (το δίδυμο DragonBear Κίνας – Ρωσίας κυρίως).
Αυτό που επιθυμούν είναι μια Ευρώπη που θα είναι πλήρως συντονισμένη με τις αμερικανικές στρατηγικές προτεραιότητες, θα εξαρτάται ενεργειακά από αυτές, θα πληρώνει κάποιου είδους «φόρο υποτέλειας» σε αυτές και, συγχρόνως, δεν θα είναι οικονομικό και στρατιωτικό βάρος για αυτές.
Υπό αυτή την έννοια, η ευρωπαϊκή αγανάκτηση απέναντι στις θέσεις της νέας αμερικανικής διοίκησης, που εκφράζεται με κάθε τρόπο και σε όλους τους τόνους, έχει μια ψυχολογική όσο και πολιτική εξήγηση, καθώς στην ουσία απλώς θέλει να καλύψει τη δική της αδράνεια, τη δική της αδυναμία, αλλά και τον δικό της φόβο απέναντι στην προοπτική της ανεξαρτησίας.
Διότι μια ψύχραιμη ανάγνωση των εξελίξεων δείχνει ότι, στην πραγματικότητα, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες ανταποκρίνονται με αξιοσημείωτη προθυμία στις τρεις βασικές αξιώσεις των Αμερικανών: οι Ευρωπαίοι σπεύδουν να αυξήσουν δραστικά τις στρατιωτικές τους δυνατότητες (όπως απαιτεί ο Τραμπ), είναι ήδη εξαρτημένοι από το αμερικανικό LNG, έχοντας υπογράψει μια λεόντειο εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ (όπως απαιτεί ο Τραμπ) και λαμβάνουν δρακόντεια μέτρα περιορισμού της μετανάστευσης από τρίτες χώρες (όπως απαιτεί ο Τραμπ).
Διαμαρτύρονται εντόνως για τις συνεχείς παρεμβάσεις του Τραμπ στις «εσωτερικές τους υποθέσεις», ενώ είναι πασιφανές ότι θα ήταν περισσότερο από ευτυχείς να συνεχίσουν να καλύπτονται αναπαυτικά με την αμερικανική κουβέρτα ασφάλειας με ό,τι αυτό συνεπάγεται, αρκεί αυτή να είχε το φιλικότερο πρόσωπο κάποιου άλλου προέδρου, ενός νέου Ομπάμα, λόγου χάρη.
Ίσως, λοιπόν, η αφετηρία για μια κάποια –σχετική– ευρωπαϊκή χειραφέτηση είναι η ψυχρή ανάγνωση και αναγνώριση της πραγματικότητας: ότι η σημερινή εικόνα αδυναμίας της Ευρώπης δεν είναι συγκυριακή, αλλά δομική, ότι η πλήρης απεξάρτηση από τις ΗΠΑ είναι τόσο ανέφικτη όσο και (κυρίως) ανεπιθύμητη από τις κυβερνώσες ευρωπαϊκές ελίτ και ότι, συνεπώς, το καλύτερο που δύναται και οφείλει να πετύχει η Ευρώπη είναι η επίτευξη μεγαλύτερων βαθμών αυτονομίας, κύρους και σεβασμού, μέσα στο δεδομένο ευρωατλαντικό πλαίσιο.
Από αυτή την οπτική, η τωρινή στιγμή κρίσης, όσο οδυνηρή κι αν είναι, προσφέρει και μια –αμυδρή, δυστυχώς, δεδομένης της χαμηλής ποιότητας του ευρωπαϊκού πολιτικού προσωπικού– ευκαιρία. Ο Τραμπ έχει επανειλημμένως εκφράσει την επιθυμία των ΗΠΑ για μια «ισχυρή Ευρώπη» – όχι ως αντίπαλο, αλλά ως αξιόπιστο εταίρο, ικανό να μοιράζεται βάρη παγκοσμίως. Ανεξάρτητα από το πώς αντιλαμβάνεται κάτι τέτοιο ο Λευκός Οίκος, οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να το αξιοποιήσουν προς όφελός τους, να αφουγκραστούν αυτή την προτροπή, μετατρέποντάς τη σε καταλύτη μεταρρυθμίσεων και εξελίξεων.
Μερικά παραδείγματα: θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την ανάληψη της πλήρους ευθύνης για την ευρωπαϊκή συλλογική άμυνα, μέσω του υπό διαμόρφωση EuroNATO, ως διαπραγματευτικό χαρτί για να απαιτήσουν από την Ουάσιγκτον να ακροαστεί τις δικές τους ανησυχίες και προτεραιότητες.
Θα μπορούσαν, επίσης, να προβούν σε μια τολμηρή απορρύθμιση και «απογραφειοκρατικοποίηση» της ίδιας της ΕΕ, μετατρέποντάς την από συγκεντρωτικό ρυθμιστή των πάντων σε έναν ευέλικτο μηχανισμό για τη διευκόλυνση της αρθρωτής συνεργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, κρατών-μελών και μη, πάνω σε συγκεκριμένα projects.
Θα μπορούσαν να επενδύσουν όχι σε έναν ψευδεπίγραφο μιλιταριστικό κεϋνσιανισμό, αλλά στην επιστήμη και την καινοτομία, στην ψηφιοποίηση, την τεχνητή νοημοσύνη, τις διαστημικές εφαρμογές και σε ένα υγιές μείγμα νέων τεχνολογιών πυρηνικής ενέργειας, ΑΠΕ, υδρογόνου και μεθόδων αποθήκευσης, ώστε να πετύχουν πραγματική ενεργειακή αυτάρκεια. Σε τομείς, δηλαδή, που έχουν μακροπρόθεσμα θετικό αναπτυξιακό και κοινωνικό αντίκτυπο και όπου η Ευρώπη υστερεί τραγικά.
Θα μπορούσαν να εφαρμόσουν μεταναστευτικές πολιτικές μη-φοβικές και με αυστηρά κριτήρια οικονομικής και πολιτισμικής-αξιακής ενσωμάτωσης, διασφαλίζοντας το σεβασμό των ευρωπαϊκών αξιών και της νομικής τάξης.
Θα μπορούσαν να έχουν μια πολύπλευρη πολιτική εμπορικών συμφωνιών, όχι μόνο με τις ΗΠΑ αλλά και με την Κίνα, την Ινδία, τη Ρωσία (μετά το τέλος του πολέμου, ασφαλώς) και ευρύτερα με τον Παγκόσμιο Νότο, διασφαλίζοντας, σε κάθε περίπτωση, τα συμφέροντα του ευρωπαϊκού πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα και τα υψηλά ευρωπαϊκά πρότυπα ασφάλειας και ποιότητας.
Αυτά και άλλα πολλά θα μπορούσε να κάνει η Ευρώπη, χωρίς να έχει ψευδαισθήσεις περασμένου μεγαλείου, αυταπάτες περί της ύπαρξης μιας παγκόσμιας τάξης «πάνω στη βάση κανόνων» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) ή εμμονές ότι είναι σε θέση να κερδίσει κάτι ρυθμίζοντας εξαντλητικά τομείς όπου η ίδια δεν έχει σοβαρή παρουσία (λόγου χάρη, τεχνολογικές πλατφόρμες). Το εάν θα τα πράξει είναι εντελώς άλλη υπόθεση.
