website analysis Σινεμά / Οι καλύτερες ταινίες του 2025 – Epikairo.gr

Το 2025 ήταν μια ενδιαφέρουσα χρονιά για τον κινηματογράφο, με αρκετές ταινίες που ξεχώρισαν για την ποιότητά τους και την ανταπόκριση που είχαν από το κοινό. Ανάμεσα σε μεγάλες παραγωγές και πιο μικρές, προσεγμένες δουλειές, παρουσιάστηκαν ιστορίες που κατάφεραν να τραβήξουν το ενδιαφέρον, να προκαλέσουν συζητήσεις και να οδηγήσουν τον κόσμο στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Μέσα στη χρονιά προβλήθηκαν ταινίες που, καθεμία με τον δικό της τρόπο, κατάφεραν να ξεχωρίσουν είτε για την αφήγησή τους είτε για την ατμόσφαιρα που δημιούργησαν. Οι ταινίες που ακολουθούν αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της δημιουργικής πορείας και συγκαταλέγονται στις πιο αξιόλογες της χρονιάς.

Η νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη καθηλώνει τους θεατές που πηγαίνουν στην αίθουσα για να την δουν, ενώ συνεχίζει την πολύ καλή εισπρακτική της πορεία.

Η Σπασμένη Φλέβα σηματοδοτεί μια ώριμη στιγμή στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη, διατηρώντας τα γνώριμα θεματικά του μοτίβα, με εσωτερική και πολύ πιο ρεαλιστική προσέγγιση ερμηνευτικά. Η ιστορία ενός επιχειρηματία που ασφυκτιά από τα χρέη και τις επιλογές του ξεδιπλώνεται με ένταση που συσσωρεύεται αργά, μέχρι την αναπόφευκτη έκρηξη.

Η βία δεν κυριαρχεί μόνο επιφανειακά, αλλά λειτουργεί υπόγεια, ως ψυχικό και κοινωνικό βάρος, ενώ η ερμηνεία του Βασίλη Μπισμπίκη δίνει στον αντιήρωα Θωμά Αλεξόπουλο την απέχθεια που αξίζει αλλά και μια ανθρώπινη ευαλωτότητα.

Πρόκειται για μια ταινία που συνομιλεί με το παρελθόν του σκηνοθέτη και αναπτύσσεται και κορυφώνεται ιδανικά, αφήνοντας ένα βαρύ και επίμονο αποτύπωμα στον θεατή.

Ο Γιοακίμ Τρίερ επέστρεψε το 2025 μετά το εντυπωσιακό σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το Worst Person in The World παραδίδοντας μία βαθιά εσωτερική ταινία για τις ανθρώπινες σχέσεις αλλά και την κινηματογραφική τέχνη.

Ο Trier δεν ενδιαφέρεται να αποδώσει ευθύνες, αλλά παρατηρεί συμπεριφορές μέσα από ένα μέιγμα θεματικών όπου η μνήμη, η τέχνη και η συναισθηματική απόσταση μπλέκονται. Στην υπόθεση δύο αδερφές, η Nora και η Agnes, καλούνται να αντιμετωπίσουν την πολύπλοκη σχέση με τον πατέρα τους Gustav, έναν παλαιότερα διάσημο σκηνοθέτη που επιστρέφει μετά από χρόνια απουσίας με την πρόθεση να δημιουργήσει μια ταινία στο σπίτι όπου μεγάλωσαν.

Η αφήγηση εξελίσσεται με χαμηλή ένταση αλλά σταθερή συσσώρευση, αφήνοντας τις συγκρούσεις να αναδυθούν μέσα από καθημερινές στιγμές και φαινομενικά μικρές επιλογές. Οι χαρακτήρες μοιάζουν παγιδευμένοι ανάμεσα στην ανάγκη για σύνδεση και στην αδυναμία ουσιαστικής επικοινωνίας, με την ταινία να αντιμετωπίζει αυτή την αντίφαση με τρυφερότητα αλλά και καθαρό βλέμμα.

Οι ερμηνείες λειτουργούν συλλογικά, χωρίς κορυφώσεις εντυπωσιασμού, δίνοντας βάρος στη συναισθηματική φθορά και όχι στο δράμα ως θέαμα, με το οποίο ο Τριέρ σε κάποιες σκηνές σαρκάζεται κιόλας. Επιπλέον, χρησιμοποιεί την επικοινωνία μέσω της τέχνης αλλά και την επικοινωνία της τέχνης του παρελθόντος με την τέχνη του σήμερα με μία πλήρως λειτουργική αλληγορία.

Το Συναισθηματική Αξία καταγράφει τη διαδικασία της συναισθηματικής αποτίμησης τι μένει, τι χάνεται και τι τελικά έχει αξία όταν οι σχέσεις δοκιμάζονται από τον χρόνο και πως ίσως επαναπροσεγγίζονται. Είναι μια ταινία που δεν πιέζει τον θεατή, αλλά τον καλεί να παρατηρήσει, να αναγνωρίσει και ίσως να αναμετρηθεί με τις δικές του σιωπές.

Η νέα ταινία ενός από τους σημαντικότερους δημιουργούς του σύγχρονου Χόλιγουντ του Πολ Τόμας Άντερσον (Boogie Nights, The Master, There Will Be Blood) «Η Μία Μάχη Μετά την Άλλη» αποτέλεσε μία από τις εισπρακτικές επιτυχίες της χρονιάς, ενώ απέσπασε και διθυραμβικές κριτικές.

Η ιστορία επικεντρώνεται στον Bob, έναν πρώην επαναστάτη που ζει απομονωμένα με την κόρη του, μέχρι που μια απειλή από το παρελθόν τον αναγκάζει να ξαναμπλέξει σε περιπέτειες.

Ο Πολ Τόμας Άντερσον συνδυάζει διάφορα κινηματογραφικά είδη τα οποία ενώνει και περιβάλλει με σάτιρα, πολιτικές και κοινωνικές παρατηρήσεις αλλά και δράση η οποία κόβει την ανάσα και ισοπεδώνει τον θεατή.

Από την έναρξη της η ταινία σε προετοιμάζει για το τι θα δεις, κολλώντας σεκάνς με συνεχόμενη δράση και εντάσσοντας μας παράλληλα στην ιστορία. Επιπλέον, η σεκανς της καταδίωξης στις αχανείς λεωφόρους των ΗΠΑ περιέχει ένα από τα πιο αξιοσημείωτα πλάνα των τελευταίων ετών.

Το καστ περιλαμβάνει ονόματα όπως ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο, ο Σον Πεν, ο Μπενίσιο Ντελ Τόρο, η Ρετζίνα Χολ και η Τεγιάνα Τέιλορ και το καστ συμπληρώνει η πολύ ταλαντόυχα Τσέις Ινφίνιτι.

Αν και μοιάζει με τυπική περιπέτεια δράσης, η ταινία καταπιάνεται με θεματικές όπως η επανάσταση και η εξέλιξη της, ο κοινωνικός διχασμός στις ΗΠΑ, αλλά μικά και για τον αγώνα κατά του αυταρχισμού.  Μέσα από μια αφήγηση που εναλλάσσει στιγμές έντασης με ειρωνικές παύσεις, το One Battle After Another καταφέρνει να σταθεί ως ένα έργο που συνδυάζει ψυχαγωγία και στοχασμό.

Το No Other Choice του σημαντικού Νοτιοκορεάτη σκηνοθέτη Παρκ Τσαν-Γουκ (Oldboy, The Handmaiden) είναι μια από τις πιο έτονα πολιτικές και σατιρικές ταινίες της χρονιάς.

H ταινία που εξετάζει τις ακραίες συνέπειες της απελπισίας, της κοινωνικής πίεσης και του ανταγωνισμού της ελεύθερης αγοράς στήνεται αρχικά ως μία αρκετά χιουμοριστική ταινία γεμάτη μαύρο χιούμορ, αλλά όσο όσο ο χαρακτήρας μένει «χωρίς επιλογές» μετατρέπεται σε βαθιά τραγωδία.

Η ιστορία ακολουθεί τον Yoo Man‑su, έναν άνθρωπο που χάνει τη δουλειά του μετά από πολλά χρόνια υπηρεσίας και αναγκάζεται να αντιμετωπίσει ένα κόσμο όπου ο αυτοματισμός περιορίζει τις θέσεις εργασίας και ο ανταγωνισμός τον ωθεί να λάβει αποφάσεις που ίσως να μην είχε σκεφτεί ποτέ ότι θα πάρει, ώστε να διατηρήσει την ζωή που έκανε.

Ο Παρκ Τσαν-Γουκ σκηνοθετεί με φρέσκια νότα αλλά και με έμπνευση από όμοιες σύγχρονες ταινίες (πχ Parasite), χρησιμοποιώντας εξαιρετική μουσική και αποδίδει μία από τις καλύτερες συνολικά ταινίες της χρονιάς με πολύ αιχμηρό και άμεσο σχόλιο.

Το Train Dreams είναι μια από τις τελευταίες προσθήκες της χρονιάς και πάντα θα επιβραβεύουμε ταινίες που προσπαθούν να κάνουν την διαφορά σε σχέση με τις κλασικές αφηγηματικές και δημιουργικές διαδικασίες του Χόλιγουντ, αν και δυστυχώς δεν κυκλοφοόρησε στις κινηματογραφικές αίθουσες, αλλά απευθείας στο Netflix.

Η οπτική αφήγηση του Clint Bentley θυμίζει ταινίες του Γούορνερ Χέρζογκ και του Τέρενς Μάλικ αποτυπώνει πλήρως την εσωτερικότητα του πρωταγωνιστή. Επίσης, η φωτογραφία της ταινίας είναι μία από τις καλύτερες της χρονιάς με τον φωτισμό να είναι φυσικός στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας.

Ο Τζόελ Έντγκερτον σε μία βαθιά εσωτερική ερμηνεία, με το βλέμμα του να μιλάει συνεχώς, να μεταφέρει την μοναξιά. την θλίψη και την νοσταλγία κάνει την τριτοπρόσωπη αφήγηση που τον ακολουθεί στην ταινία, παντελώς άχρηστη.

H υπόθεση κινείται ανάμεσα στην ιστορική αναπαράσταση και τον προσωπικό στοχασμό, εξερευνώντας τη ζωή του Robert Grainier, που ζει σε μια μικρή αμερικανική κοινότητα στις αρχές του 20ού αιώνα.

Ο ήρωας, ένας ταπεινός εργάτης σιδηροδρόμων, βλέπει τη ζωή του να περνά μέσα από αλλαγές, απώλειες και μικρές χαρές προσπαθώντας να βρει τους λόγους για να συνεχίσει να ξυπνάει καθημερινά.

Μέσα από την παρατήρηση της καθημερινότητας και των αλληλεπιδράσεων, το Train Dreams αναδεικνύει την ανθρώπινη αντοχή, την αξία των μνημών και την αίσθηση της μοναξιάς που συχνά συνοδεύει τις ήσυχες ζωές.