website analysis Σταμάτης Κραουνάκης στο Tvxs / Η μουσική, η πολιτική και η λαχτάρα που δεν τελειώνει – Μαχητής μέχρι τέλους – Epikairo.gr

Τα Χριστούγεννα γίνεται 70. «Μέσα μου αυτή την ηλικία δεν την κατανοώ. Δεν νιώθω 70» μου λέει ο Σταμάτης Κραουνάκης ενώ το Αττικό φως πέφτει άφθονο μέσα στο σπίτι του στο Κορωπί. Η υποδοχή που μου επιφύλαξε στην ερημική εστία του όπου τριγύρω βλέπει κανείς μόνο δέντρα κι αεροπλάνα στον ουρανό να πηγαινοέρχονται, ήταν σχεδόν ιαματική αν σκεφτεί κανείς πως η χώρα εδώ και μέρες παρακολουθεί αηδιασμένη την εξεταστική Επιτροπή γύρω από το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ.

Σκεφτόμουν καθώς ανηφόριζα τον εαυτό μου παιδί δημοτικού να ανακαλύπτει τα τραγούδια του με τη φωνή της Μοσχολιού, να βάζει στο πικ από το «Κυκλοφορώ κι Οπλοφορώ», να θεριεύει μέσα μου η μορφή του Γιώργου, του αλήτη, της κορμάρας κι εκείνη της Μαλάμως.

Να μεγαλώνω και να είναι ακόμα δίπλα μου εκείνος κι η Λίνα, με τα «Λαϊκά» και τα μωσαϊκά που προλάβαμε να καρφώσουμε χορεύοντας, τα «Πατώματα» που μας απορροφούσαν από τα ερωτοχτυπήματα, την τρυφερότητα, τον λυρισμό και τον Διονυσιασμό στο ίδιο σώμα. Μετά με την πληθωρική του προσωπικότητα στον δημόσιο βίο, να ενοχλεί, να κρίνει, να κρίνεται, αλλά πάντα να επιστρέφει πιο φρέσκος στην τέχνη του.

Με την ηρεμία του χορτασμένου ανθρώπου που ξέρει να κλείνει κύκλους αλλά συνεχίζει να ρουφάει τη ζωή, επανέλαβε πολλές φορές το «…ας τα βρούνε οι κληρονόμοι» υπογραμμίζοντας με αυτόν τον τρόπο πως δεν αντιμετωπίζει το έργο του σαν τον ιερό Παρθενώνα παρά το γεγονός ότι είναι ένας από τους σημαντικούς εν ζωή συνθέτες μας, ούτε μετράει αυτά που έχει δημιουργήσει πίσω του εφόσον έχει ακόμα τη λαχτάρα να μπαίνει με όλο του το είναι στον μεγάλο του έρωτα:

Τη μουσική, το τραγούδι. Με αφορμή την πρώτη συνεργασία του με τον Γιώργο Νταλάρα στο τραγούδι «Παίξε ρε φίλε» και ένα μεγάλο έργο μουσικοθεατρικό που ετοιμάζει, μίλησε για τη ζωή, την πολιτική, τον Αλέξη Τσίπρα. Διανύσαμε μια μεγάλη διαδρομή, στην οποία μας συντρόφευσαν νεκροί και ζωντανοί: από την μάνα του που έχασε πριν 15 μέρες και την ιέρεια του Βίκυ Μοσχολιού, έως τους ανθρώπους που αγκαλιάζει ακόμα δίπλα του.

Κατάλαβα καλά; Δεν θα είσαι στη σκηνή στο νέο έργο που ετοιμάζεις;

Το χόρτασα ρε. Με την Άλκηστη, με την Σπείρα,…παντού, βάζοντας μπροστά τα μεροκάματα όλων. Φέτος ένιωσα ότι δεν το θέλω άλλο πια το τσουβάλι αυτό πάνω μου. Και ήθελα να ετοιμάσω κάτι που να με πάει κι εμένα ρε Φωτεινή ένα βήμα παρακάτω στην τέχνη μου. Λιγάκι λυπάμαι τους συναδέλφους που ανακατεύουν την τράπουλα, ανακυκλώνουν την επιτυχία τους.

Δεν πετάω τίποτα. Καθετί είχε τις στιγμές του. Συνεργάτες που μου άφησαν το ίχνος τους. Δώρα όπως τα πρόσφατα, η ταινία του Φραντζη στην οποία συναντήθηκα με την Τάνια και την Δήμητρα και η συνεργασία με τον Γιώργο που δεν είχαμε συνεργαστεί ποτέ.

Πως και δεν είχατε συναντηθεί καλλιτεχνικά έως τώρα;

Δεν ξέρω. Αυτό που μας πιάνει με κάτι ανθρώπους καμιά φορά και χωρίς να προβούμε σε κάποια επαφή λέμε: άστο μωρέ τώρα. Δεν θα μπορεί. Από την άλλη όταν γίνεται κάτι κι έχει τέτοια κοινή αποδοχή, λες το ήθελε ο Θεός. Ο Γιώργος κουβαλάει την Ελλάδα, είναι τεχνίτης. Στο στούντιο έρχεται σαν παιδάκι με τα χαρτάκια του γραμμένα, με τους τεχνικούς σε επαφή… Είναι ωραίο αυτό το πράγμα. Η χαρά της συντεχνίας. Αυτή η σχέση που έχω και με τους μουσικούς μου.

Μετά από τόσα χρόνια Σπείρα, τόσες ομάδες που διαμορφώθηκαν έως την τελευταία ομάδα, δεν είδα κανένα από αυτά τα παιδιά να συνεχίσουν να κάνουν εταιρεία σαν ομάδα. Που θα έπρεπε λογικά. Είχαν περισσότερα εργαλεία σαν γκρουπ και να αναπτυχθούν προσωπικά και να έχουν δύναμη,

Ήσουν εσύ ο καταλύτης όμως

Ναι αλλά όταν λέει το αφεντικό «εγώ δεν μπορώ άλλο», αντί να βρεθούν οι τρεις και να κάνουν κάτι παρέα, πάει ο καθένας μόνος του. Που αυτό, τι σημαίνει; Ότι το επαγγελματικό πράγμα γύρω από την καλλιτεχνία, ακούει μόνο σε αυτό. Στη μονάδα. Έχουν κάποιον να τους «τρέχει» που τον πληρώνουνε, κάποιον να τους κάνει τα social που τον πληρώνουνε. Έχει γίνει όλο, ένα ψηλό νταλαβέρι άχρηστο!

Άχρηστο για τους ακροατές ή τους καλλιτέχνες;

Σωστή ερώτηση. Πάμε στους ακροατές. Πες μου σε παρακαλώ από όλο αυτό που σκάει, κάτι που να διακρίνεται από το ηχόχρωμα του. Να ακούς μια φωνή και να λες: αυτός είναι ο τάδε.

Μα δεν αναγνωρίζεις το ηχόχρωμα της Ζουγανέλη, του Χαρούλη…

Μέχρι εκεί. Είναι κι άλλοι τρεις τέσσερις. Κατά τα άλλα όλοι θυμίζουν κάτι. Δεν έχουν στίγμα αναγνωρίσιμο.

Γιατί;

Μου είπε ο Νταλάρας κάποια στιγμή: εμένα οι δάσκαλοι μου ήταν ο Μπιθικώτσης και ο Παγιουμτζής. Και το ακούω σοβαρά. Δηλαδή πήγε κι αυτός σαν καινούριος τεχνίτης σε δύο κορυφές για να πάρει. Όπως εγώ ανέτρεξα σε άλλους. Δεν ξέρω αν είναι άλλος συνθέτης που έχει μελετήσει τόσο το λαϊκό τραγούδι. Κάτι πρέπει να σε τραβάει.

Πάντως αν ρωτήσεις σύγχρονους τραγουδιστές θα σου πουν ότι έχουν αναφορές. Την Αλεξίου, τη Γαλάνη…

Ναι αλλά δεν είναι η Γαλάνη που από την πρώτη νότα ξέρεις ότι είναι αυτή. Αυτό το φαινόμενο έχει σχέση με την αλλαγή στην κοινωνία. Είναι όλα σήμερα ρέπλικα. Είναι μια φωνή «σαν του τάδε». Η τελευταία αναγνωρίσιμη φωνή για μένα είναι ο Μαζωνάκης. Ακούς και λες είναι αυτός.

Οι συνθέτες;

Να αναγνωρίσεις από τον ήχο ποιος είναι; Δύσκολο.

Μεγάλωσες στην Καλλιθέα. Εκεί διαμορφώθηκες σωστά;

Ναι ναι. Η αγορά της Καλλιθέας, ο Καραγκιοζης του Μιχόπουλου, το δημοτικό μου η Θετική Αγωγή ,ιδιωτικό αλλά ωραίο. Και μετά το δημόσιο που πήγα στη Δάφνη όπου μετακομίσαμε με τον πατέρα μου…Είχα απίστευτους δασκάλους

Είχε δει κανένας το ταλέντο σου;

Κάποιος κύριος Γιώργος που τον έψαξα αλλά δεν τον βρήκα στου Αποστολόπουλου και ο Πρωτόπαππας στη Δάφνη μου είχαν πει: θα μιλάμε για σένα μια μέρα.

Τι είχαν διακρίνει;

Μάλλον έγραφα καλές εκθέσεις. Ο Νίκος ο Μιχαλίτσης ο δημοσιογράφος της ΕΡΤ, είχε μάνα τη δασκάλα μας Αριάδνη στο δημοτικό. Είχε να λέει για τις εκθέσεις μου.

Πότε κατάλαβες ότι θα αφιερωθείς στη μουσική;

Όταν ήρθε το πιάνο. Απέναντι μας στην Καλλιθέα έμενε ο Γιάννης ο Σπυριδάκης με τη Μάρω. Είχαν μια κόρη την Αλέκα φίλη μου ακόμα αν και μένει στη Νέα Υόρκη. Είχαν ένα πιάνο λοιπόν, μαζεύονταν οι ξαδέλφες της Αλέκος, βαράγανε το πιάνο «Τα δάκρυα μου είναι καυτά»… και τέτοια. Ζήλεψα το πιάνο.

Και μια γιορτή μια Κυριακή στη Δάφνη, έρχεται η μάνα – που μας τα μίλαγε όλα ήταν η σχέση μας της καθημερινότητας- και μας λέει: ρε παιδιά μου’δωσε κάτι λίρες ο μπαμπάς. Τι να πάρουμε; Ψυγείο ή πιάνο;. Λέω πάρε πιάνο. Θυμάμαι λοιπόν πως έσκασε στο σπίτι. Χριστουγεννιάτικο δέντρο, το χαλί αυτό που το έχουμε κόψει τώρα, το Σακς Ανατόλια -τότε γκράντε- τώρα το κόψαμε το κάναμε πατάκια, αθάνατο.

Πόσο χρονών ήσουν;

Δέκα. Αλλά με το που έβαλα το χέρι μου στο ντο, ήταν σαν να το ξέρω. Κι άρχισα να παίζω τα δικά μου αν και έκανα μαθήματα με την κυρία Αντιγόνη. Θυμάμαι έλεγε ο πατέρας μου: άρχισε τα «νούτικα». Αυτά που του κατεβαίνουν δηλαδή στο κεφάλι.

Υπάρχουν «νούτικα» ηχογραφημένα;

Έχω κάποια από αυτά. Ένα από εκείνα μπήκε αργότερα στον δίσκο με την Τάνια. Αυτό τον καιρό κάνουμε μια προσπάθεια με την Δέσποινα να τα οργανώσουμε, να τα περάσουμε σε μια πλατφόρμα όπου θα ανεβαίνουν και καινούρια. Να μπορεί ένας που αγαπάει τη μουσική μου ή την προσωπικότητα μου, να με βρει.

Άρχισες να γράφεις να παίζεις λοιπόν. Και ήξερες πως βρήκες τον δρόμο σου. Γιατί έδωσες για το Πάντειο;

Είχαν λυσσάξει οι γονείς μου κι έδωσα Νομική. Αλλά μπήκα Πάντειο. Και πήγαινα γιατί είχε κουτσομπολιά. Είχε φάση, ήταν τα πολιτικά, Τζουμάκες, η Λίνα….Κάναμε το πολιτιστικό, ο Παυριανός, η Λασκαρίνα, ο Καρτάλος, η Καρανίκη, οι φίλοι που μου μείνανε είναι από εκείνη την εποχή. Από το καφέ του μπάρμπα Μήτσου και την γκαρσονιέρα μου κοντά στην Πάντειο.

Πως ήσουν σαν παιδί και σαν νέος;

Μαχητής. Δεν άφηνα τα πράγματα να με τραβήξουν κάτω. Έλεγα, οκ πάμε στην επόμενη μέρα. Δεν μου το χρέωνα στο κάρμα μου το «βαρύ» πράγμα.

Η μήτρα των πρώτων τραγουδιών είναι εκεί στο Πάντειο;

Ναι εκεί γράφω πρώτη φορά για το θέατρο και τα τραγούδια τα πρώτα. Θέατρο «Μπέλος» στην Πλάκα που είχα γράψει για τη «Δίκη» σε σκηνοθεσία Ζακόπουλου. Μου έλεγε να φέρω όποιον θέλεις να τα πει. Και είπα τη Λιλάντα Λικιαρδοπούλου. Κι ήρθε με μια άσπρη πουκαμίσα και είπε τη «Δίκη». Είχα βάλει τη Λίνα και την Πόπη να κάνουν φωνητικά.

Υπάρχουν αυτά τα ηχογραφήματα; Γιατί δεν βγήκαν στο φως αυτό το υλικό;

Γιατί δεν το ζήταγε κανείς κι εγώ δεν είχα το νου μου ποτέ στο τι έγινε αλλά στο τι θα γίνει. Σαν χαρακτήρας είμαι έτσι. Δεν κάθομαι να ασχοληθώ… Λέω: ας τα βρουν οι κληρονόμοι.

Έχεις παρακολουθήσει την ιστορία με τον Γιώργο Χατζιδάκι, γιο και κληρονόμο του Μάνου. Ποια είναι η γνώμη σου;

Κάτω τα ξερά. Ελάτε τώρα, λίγο ησυχία. Ο μέγας Χατζιδάκις αποφάσισε τι θέλει. Εγώ όποτε είχα θέμα με ρεπερτόριο Χατζιδάκι -έχω μια φιλία με τον Γιώργο βέβαια αλλά ανεξάρτητα από αυτό- ρωτούσα. Στο Ηρώδειο είχα 10 τραγούδια Χατζιδάκι τα οποία τα είχα πειράξει πολύ. Ο Χαρούλης είπε την «Κρασογιώργαινα» και μετά έπεσε πεντοζάλης. Είπε η Θεοδωρίδου τον «Ματωμένο γάμο»… ιστορική συναυλία με περιπέτειες.

Τι είδους;

Ήταν το 2008 και ο Παναγόπουλος της ΕΡΤ δεν ήθελε να το γυρίσει γιατί είχε κάτι αθλητικά. Και του λέω: θα το γυρίσω με δικά μου λεφτά και θα σας κράξω παντού. Κι έτσι έγινε. Κι έχει τώρα αυτό το διαμάντι η ΕΡΤ και το δείχνει ξανά και ξανά, με την ουσιαστική συνεργασία με τον εξαιρετικό Γιώργο Λούκο που τον κλάδεψε ο άθλιος ΣΥΡΙΖΑ κακήν κακώς. Κάτι γουρούνες φίλες μου που έλεγαν ότι παρέλαβαν φάκελο με τις ατασθαλίες του. Ο άνθρωπος που έκανε πρώτη φορά φεστιβάλ στην Ελλάδα!

Ποιο είναι το πρώτο τραγούδι που έγραψες;

«Η μάνα μου τρελαίνεται τα βράδια». Που το βάλαμε μετά στο «Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ».

Τραγουδάρα. Έγραφες κι εσύ από την αρχή στίχους εκτός από τη Λινά.

Ναι και έγραφα και ξεσκάλωνα και ποιητές όποτε μου γυάλιζε κάτι. Άρη Αλεξάνδρου παράδειγμα.

Ούτε αυτά τα ξέρουμε. Πόσο μεγάλο είναι το άγνωστο υλικό;

Άπειρο. Τα ψάχνω με τη Δέσποινα να τα ανεβάσουμε στην πλατφόρμα, στο στούντιο με τον Αργυρίου… Μην τρελαθούμε κιόλας. Είπαμε, οι κληρονόμοι θα τα βρούνε!

Ξεκινάει η σχέση με τη Λίνα Νικολακοπούλου στο Πάντειο. Η σχέση αυτή σε οδήγησε στη δισκογραφία; Εσύ θα κατέληγες μόνος με δίσκο εκεί θέλω να πω;

Σίγουρα μαζί το κάναμε… Δεν ξέρω αν θα το είχα κάνει μόνος.

Με τη Μοσχολιού ήταν ο πρώτος δίσκος. Σε στίχους Τριπολίτη στην πλειοψηφία των τραγουδιών. Τι σχέση δημιουργήσατε;

Δώρο από τον Μακράκη ήταν η Βίκυ, στο σπίτι μου μια άνοιξη ένα πολύ ωραίο απόγευμα. Ήταν μια στιγμή υπέροχη. Ήταν η μόνη που αγαπούσα να ξέρεις, από όλο αυτό που κυκλοφορούσε σαν Α.

Άμεση κατανόηση μεταξύ μας υπήρχε. Έγραψα σε δύο στίχους εγώ και σε ένα η Λίνα. Στο στούντιο ήταν χάρμα. Άλλαξε η ζωή μου. Θυμάμαι ο Ξανθούλης είχε γράψει στην Ελευθεροτυπία «Το καινούριο ερωτικό ευαγγέλιο». Με έπαιρναν φίλοι και μου έλεγαν: τι έκανες πάλι; Ήταν συγκλονιστική η Βίκυ.

Τι θυμάσαι;

Μου έλεγε: αγαπούλα μου, γράψε μου αργά αργά τις νότες στο μαγνητόφωνο, να τις διαβάζω να ξέρω που πατάω. Μετά τα άκουγε κι ευχαριστιόταν με τη φωνή της.

Τι είχε η Μοσχολιού που δεν είχαν άλλες;

Είχε πει ο Τσαρούχη ότι είχε τη λαϊκότητα της Κοτοπούλη κι ένα δικό της -αρσενικό επίτρεψε μου- ηχόχρωμα, το οποίο δεν είχε καμία άλλη εκείνο τον καιρό. Και τη μεγάλη τύχη να την έχουν διαλέξει όλοι οι μεγάλοι καλοί συνθέτες πριν και μετά. Με κορυφή τον Ζαμπέτα. Μπορούσε να πει τα πάντα.

Έχεις τεράστια βεντάλια ύφους και μπαινοβγαίνεις με άνεση σε πολλά είδη μουσικής. Που είναι η καρδιά σου περισσότερο;

Η μουσική με νοιάζει και το ταξίδι. Μόνο. Τώρα που δουλεύω κάτι πολύ απαιτητικό, έχω όλη την κάτοψη και φτιάχνω χαρακτήρες μουσικά… τρελαίνομαι. Πλάθω με τις νότες μου χαρακτήρες που θα τους δούμε στη σκηνή να ερμηνεύουν.

Έκανες και το λιμπρέτο;

Ναι, είναι έτοιμο. Μια Όπερα Μπούφα (Opera Buffa) . Αν πάρω την Επίδαυρο, θα κάνουμε πρεμιέρα εκεί.

Πάνω σε ποιο θέμα;

Πόλεμος. Κωμωδία Αριστοφανική. Θέλω την Ουζουνίδου πρωταγωνίστρια. Την αγαπώ και έχουμε χημεία.

Επίκαιρο πάλι. Σε απασχολεί;

Όλη η ανθρωπότητα δονείται γύρω από αυτό πάλι. «Πόλεμος πατήρ πάντων» που είχε πει κι ο Ηράκλειτος.

Θα είσαι στη σκηνή;

Όχι. Θέλω να μείνω ανάμνηση. Να έχω φύγει την ώρα που πρέπει. Δεν θέλω να με διώξει η σκηνή, θα ντραπώ. Είμαι πολύ καλά τώρα για να το κάνω. Δεν λέω μεγάλα λόγια ότι δεν θα ξανά παίξω ποτέ, αλλά νιώθω πολύ δημιουργικός.

Ξεκίνησες στα μετόπισθεν της σκηνής όμως μετά απολαύσαμε όχι μόνο το ηχόχρωμα σου αλλά και την περσόνα σου στη σκηνή. Παρά το γεγονός, ότι κάποτε, στα καμαρίνια του Διογένη, όταν ρώτησα γιατί δεν τραγουδάς περισσότερα, μου είχες πει πως δεν αρέσουν στον κόσμο οι «μη γυαλισμένες φωνές».

Λόγω Σπείρας τραγούδησα, για να έχουν μεροκάματα οι άλλοι. Δεν υπολόγιζα. Το «Πόσο σ’αγαπώ» γίνεται το πρώτο σουξέ με τη φωνή μου. Μου λέει η Δέσποινα: το ζητάνε, έτσι το βγάλαμε. Στο τσακ. Κάνω την εταιρεία σε μια μέρα. Μας παίρνει από το Μετρόπολις και μου λένε: Καλά τι δίνεις μόνος; Έτσι αναγκαστήκαμε να πάμε να δώσουμε διανομή.

Άρα μήπως είναι μύθος το ότι ο κόσμος αγαπάει τις «γυαλισμένες» φωνές;

Καταρχήν αν είναι να γίνει ένα τραγούδι επιτυχία, δεν το σταματάει τίποτα.

Ήξερες από πριν ποιο τραγούδι θα κερδίσει τον κόσμο;

Δεν με ένοιαζε. Δεν με καίει αυτό. Ξέρω όμως, όταν φεύγει ένα τραγούδι απ’την ψυχή μου ξέρω ότι είναι αλήθεια, κι αν είναι αλήθεια θα βρει κι άλλους.

Είναι πολλά τα τραγούδια σου που βρήκαν άλλους.

Αυτή είναι η χαρά μου. Η χαρά που μου δίνει αυτή η μέρα και αυτή η θέα μπροστά μας. Που είμαστε στην αρχαία Αττική και ακόμα υπάρχει αυτή η εικόνα.

Από που αλλού αντλείς χαρά;

Οι φίλοι μας. Δεν έχω πάρα πολλούς. Αλλά αυτοί που έχω είναι εντάξει.

Είπες στην αρχή της κουβέντας μας πως λυπάσαι τους συναδέλφους που ανακυκλώνουν την επιτυχία τους στην τέχνη τους. Πως το αποφεύγει κανείς αυτό;

Γράφεις, κοιτάς την εποχή, παίρνεις εικόνες από αυτό που γύρω γύρω παίζει…

Έχεις μια γλώσσα στιχουργικά δικιά σου.

Δεν το καταλαβαίνω.

Όχι μόνο η φόρμα και οι ομοιοκαταληξίες αλλά και το λεξιλόγιο, το ύφος.

Τι να πεις μωρέ όταν έχει γράψει ο άλλος το «Εφτά νομά σένα δωμά»;

Το «άλλο κλάμα δεν θα ρίξω φτάνει αυτό το αποψινό / το κενό θα διαρρήξω πάω να πιάσω ουρανό»

Τι ωραία στιγμή ήταν αυτή όντως. Και με την Ελευθερία αλλά κι ο Θεολόγος στη Σπείρα το έσκιζε.

Έχεις συνδεθεί με συγκεκριμένες φωνές: Πρωτοψάλτη, Τσανακλίδου, Γαλάνη κ.α. Αλλά δεν στόχευες στους καταξιωμένους ερμηνευτές. Αφιερώθηκες στα νέα παιδιά και τις ομάδες σου.

Εμένα πάντα με έτρεχε αυτό που λένε «Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη». Μου έστειλε ο Τομ ένας φίλος από Λονδίνο, ένα τραγούδι που λέει ο Καρπαθάκης, που είναι μετάφραση από το «Τραγούδι της τύχης» από το Guys and Dolls και γέλαγα με τη μετάφραση μου. «Σε είδα κι έχω τρακ και σαν τον Ντόναλντ Ντακ…».

Σκέφτηκα στην αρχή: μωρέ τι βλακείες έγραφα για να έρθει να σταθεί; Αλλά όταν το άκουσα προσεκτικά στο σύνολο του, όλο μαζί, με τη φωνή του Στέλιου, με τα παιδιά που έπαιζαν… ήταν καλό. Είπα λοιπόν ότι αυτό που έχει σημασία είναι: αυτό που σε ξυπνάει, κάτι να γεννάει. Όλα τα άλλα, θα τα βρουν οι κληρονόμοι.

Φαίνεσαι ένας ευχαριστημένος άνθρωπος. Υπάρχει κάτι που σε τρώει;

Να μη βαρύνω, να μην πέσω, να μην έχω ανάγκη βοήθειας. Να διαχειρίζομαι τον εαυτό μου, να είναι πλυμένα τα ρούχα, να μην περάσει μέρα χωρίς νότα.

Τα χρήματα;

Όταν αρχίζει και πέφτει ο λογαριασμός κάτι θα γίνει. Κανονικά θα έπρεπε να είχα πάρα πολλά, αν είχα το νου μου, γιατί ήμουν της λογικής αν δεν έχει ο άλλος να τα βάλει, τα βάζω εγώ. Βλακεία; Αλλά τι θα τα έκανα πάλι και να τα είχα; Δεν γαμιέται.

Λες τα πράγματα έξω από τα δόντια. Σου έχει στοιχίσει;

Ένα διάστημα, ήμουν πολύ σκληρός πρέπει να πω. Αγαπήσαμε Αλέξη, στηρίξαμε. Οφείλω να πω ότι είναι ο πρώτος πολιτικός που μου έστειλε συλλυπητήρια για τη μάνα μου. Έχει καλό γραφείο; Το σκέφτηκε μόνος; Ήταν ο πρώτος.

Έπειτα να σου πω κάτι άλλο. Αυτό το αγόρι βάρεσε την κουδούνα. Μας αρέσει δεν μας αρέσει. Είδα την παρουσίαση στο Παλλάς. Λίγο κουράστηκα. Δεν χρειάζεται να λέει τόσα πολλά… Έμοιαζε πολύ με το «θέλω να κάνω κόμμα». Δεν χρειάζεται…

Να κάνει κόμμα ή να λέει πολλά;

Να λέει πολλά. Η ιστορία τον έχει καταγράψει. Είναι ένα πρόσωπο που βοήθησε.

Στο τηλέφωνο μου είπες: τι να πούμε; Δεν υπάρχει δεξιά ούτε αριστερά

Εμένα έχει αρχίσει να με ενοχλεί. Το βρίσκω τρελά ντεμοντέ το ποιος είναι αριστερός και ποιος δεξιός. Ας πούμε Κωνσταντοπούλου μου αρέσει πολύ, είναι εντελώς τρελή. Αλλά πρέπει να γίνει πιο κόμεντι.

Είναι κωμωδία η πολιτική σκηνή;

Ναι και αγράμματη. Δηλαδή Ανδρέας Παπανδρέου δεν υπάρχει ούτε για δείγμα. Που εγώ δεν έχω ψηφίσει ποτέ ΠΑΣΟΚ.

Είσαι ανάμεσα στα καλύτερα παιδιά που «κουράστηκαν και γύρισαν στο σπίτι»;

Ψήφιζα πάντα ΚΚΕ.

Εκεί επέστρεψες;

Θα αποφασίσω εγώ τώρα που επιστρέφω και τι θα ψηφίσω; Είναι νωρίς, θα δούμε.

Έχεις ανησυχία κοινωνικά πολιτικά;

Έχω ανησυχία για τη χώρα. Είναι προνομιούχα από κάθε άποψη. Κάθε πόλη έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, προϊόντα Α. Ο λαός μουρλός αλλά καλά παιδιά. Αν τους πάρεις με το φιλότιμο θα βρεις άκρη.

Αυτό να μοιράζεται σε Αριστερά – Δεξιά με όρους 40 χρόνια πίσω, σε μια Ελλάδα που τη γάμησε η αντιπαροχή του παππού Καραμανλή και μπήκαν όλοι σε κλουβιά αντί να είναι η Αττική μονοκατοικίες.

Έγραφα σε ένα κείμενο ότι η κοίτη έχει μνήμη. Όπου γίναν δρόμοι κι ήταν παλιά ποταμοί, πλημμυρίζουν πρώτοι.

Δεν υπάρχει η δεξιά και η αριστερή πολιτική, κουλτούρα και στάση ζωής; Δεν υπάρχουν τα έργα της δεξιάς καταγεγραμένα στην ιστορία;

Ναι υπάρχει. Αυτό που λέμε η δεξιά ρεμούλα είναι ένα πάθος της ελληνικής φυλής που δεν ξεριζώνεται εύκολα. Ο Έλληνας είναι αριστερός στον καφενέ, δεξιός στο σπίτι. Όλοι καλοί οι πούστηδες αλλά το δικό μου παιδί δεν είναι πούστης, όλες πουτάνες όχι η κόρη μου. Ο Οικονομίδης στην «Σπασμένη φλέβα» παίρνει το βάρος, βάζει τον τύπο των ήλων πάνω στην Ελληνική κοινωνία. Βλέπει το πρόβλημα.

Είμαστε σε τέτοια σήψη όπως αυτή που περιγράφει η ταινία του;

Η ελληνική οικογένεια ναι. Δανείστηκαν οι καημένοι όλοι και είναι σε τρεχάλα. Και ξέρεις κάτι; Με ενόχλησε που είδα μπροστά μου πάλι μια χαιρετούρα Καραμανλή – Βενιζέλου. Δεν τη θέλω αυτή την εικόνα αγάπη μου, με πάει σε κάτι που σιχαίνομαι, σε μια εικόνα της χώρας που σιχαίνομαι.

Βλέποντας τη ταινία Οικονομίδη αναρωτήθηκα: Τι είμαστε ικανοί να κάνουμε για να επιστρέψουμε σε μια ψευδοευμάρεια;

Τα πάντα αρκεί να μην μας βλέπουν οι άλλοι.

Τι είναι αυτό που σε κρατάει τόσο ακμαίο, ενεργό, παιχνιδιάρη;

Καλέ θα παραιτηθώ τελευταίος. Η ζωή, η υπέροχη τέχνη μου. Το τραγούδι αγάπη μου δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα. Και τόσοι άνθρωποι να περνάνε χαρές και λύπες με τα τραγούδια μας; Ευλογία!

Ακούς ραπ;

Ναι αλλά είμαι της σχολής της μελωδίας. Κάποια έχουν ενδιαφέροντα στίχο άλλα όχι. Το ραπ έλκει από τον Όμηρο. Πάνω στις κολώνες των Δελφών, υπάρχει παρτιτούρα με τελίτσες που δίνει τον ρυθμό 6/8

Το ΑΙ το φοβάσαι;

Άντε καλέ. Το αναποδογυρίζω ΙΑ. Δηλαδή I am, εγώ είμαι. Πιστεύεις ότι θα εξελιχθεί σε καλό δημιουργό; Δηλαδή να ρίξεις λίγο Κραουνάκη, λίγο Μάλαμα και να σου βγάλει; Τέρας θα είναι.

Τι συμβουλεύεις τους νέους ;

Κάνετε ό,τι γουστάρετε. Ελευθερώστε τον εαυτό σας. Να κάνετε σεξ τρεις φορές τη μέρα. Να γράφετε στα αρχίδια σας οτιδήποτε σας φρενάρει. Κάντε λάθη.

Κάνεις ενδοσκόπηση;

Την ώρα που πέφτω να κοιμηθώ, που βάζω τη μασκούλα για την αναπνοή μου… όπου με πάει ο Θεός. Ξέρω το πρωί θα πάρω το μήνυμα.

Πιστεύεις στο Θεό;

Τι σου έχει προσφέρει η σχέση αυτή;

Επιθυμίες καινούριες

Είναι περασμένη στο έργο σου αυτή η σχέση;

Δεν είναι επίμονη, αλλά υπάρχει.

Την κληρονόμησες από κάπου;

Μάμα. Η τρελή μου μαμά. Που άναβε εδώ στο εκκλησάκι δίπλα τα καντηλάκια, κι όταν της πήραν τα κλειδιά από τη Μητρόπολη, έπεσε να πεθάνει.

Για τι αισθάνεσαι ευγνωμοσύνη;

Για τους γονείς μου, Τωνης, Τούλα, αστέρια. Τα αδέρφια μου. Τα λίγα καλά φιλαράκια που πλακωνόμαστε γκρινιάζουμε τα ξαναβρίσκουμε.Έχω έναν φίλο που ζει έξω. Επειδή δουλεύει συνέχεια του αρέσει να με παίρνει όταν οδηγεί. Και του λέω προχθές: μην αφήνεις τα χέρια σου από το τιμόνι όταν μιλάμε. Και πήρε τόσα νεύρα….. Πρέπει να καταλαβαίνουμε τον άλλον. Εκείνος για παράδειγμα ήταν στην κίνηση εγώ εδώ στον παράδεισο. Ε, λίγη κατανόηση του σε τι φάση είναι ο άλλος.

Είναι όμως και κουρελιασμένα τα νεύρα όλης της κοινωνίας

Το αφήνουμε. Δεν τα χαϊδεύουμε λίγο. Ούτε διαλέγουμε εκείνους που θα μας χαϊδέψουν.