Στο βήμα του μάρτυρα στη δίκη για τις υποκλοπές με το παράνομο λογισμικό Predator – που εκδικάζεται στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών – ανέβηκε ο δημοσιογράφος Τάσος Τέλλογλου, ο οποίος κατέθεσε για την ερευνητική του διαδρομή γύρω από το σκάνδαλο, περιγράφοντας πώς κομμάτι-κομμάτι συγκροτήθηκε το σχήμα του μηχανισμού, των εταιρικών «οχημάτων» και των προσώπων που, κατά την εκτίμησή του, λειτούργησαν ως «γέφυρες».
Η αφετηρία, όπως εξήγησε, βρίσκεται στον Δεκέμβριο του 2021, όταν στα χέρια του ίδιου και της ομάδας του έφτασε υλικό από τη Meta.
«Τον Δεκέμβριο του 2021 η συνάδελφός μου Ελίζα Τριανταφύλλου μού έδωσε ένα υλικό από τη Meta. Ηταν εκθέσεις που αναφέρονταν σε συγκεκριμένο λογισμικό. Μας έκανε εντύπωση ότι υπήρχαν 310 domain names εκ των οποίων τα 42 είχαν κατάληξη GR. Πολύ μεγάλο νούμερο για την Ελλάδα. Στις αρχές Ιανουαρίου 2022 μου ζήτησε ραντεβού ο συνάδελφός μου Θανάσης Κουκάκης», όπως δήλωσε.
Στη συνέχεια, ο μάρτυρας έστρεψε το βλέμμα σε πρόσωπα που – όπως είπε – είχε συναντήσει ή είχε παρακολουθήσει δημοσιογραφικά σε άλλες υποθέσεις, πριν αυτά εμφανιστούν ξανά στο κάδρο των υποκλοπών.
Για τον Φέλιξ Μπίτζιο ανέφερε ότι τον είχε γνωρίσει σε παλαιότερη υπόθεση, αυτή του Λογοθέτη και της Τράπεζας Πειραιώς, και ότι τότε είχε σχηματίσει συγκεκριμένη εντύπωση για τον τρόπο με τον οποίο κινείται και επιχειρηματολογεί.
Η κατάθεσή του αποτυπώθηκε μέσα από τον διάλογο με την έδρα:
Μάρτυρας: Έχω συναντήσει προσωπικά τον Φέλιξ Μπίτζιο στην υπόθεση Λογοθέτη και Τράπεζας Πειραιώς. Τον ήξερα τον Μπίτζιο από αυτό και η εντύπωσή μου ήταν ότι έμενε στην Ελλάδα.
Πρόεδρος: Πώς τον είχατε σκιαγραφήσει;
Μάρτυρας: Ήταν πολύ καλός στο να παρουσιάσει το άσπρο μαύρο. Και είχα πέσει στην παγίδα. Ξέρω ότι είναι οικονομολόγος, δεν ήξερα ότι έχει τέτοια δραστηριότητα. Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει πολλές τέτοιες εταιρείες σαν τη Santinomo. Το μόνο νόημα για τη δημιουργία τέτοιας εταιρείας ήταν για να εξαχθεί από την Κύπρο προϊόν.
Στο ίδιο πλαίσιο, ο Τέλλογλου συνέδεσε το κυπριακό σκηνικό με τη μεταφορά δραστηριοτήτων στην Ελλάδα.
Υποστήριξε ότι η ιστορία ενός επεισοδίου υποκλοπών στο αεροδρόμιο της Κύπρου είχε καταστήσει «τοξική» την παρουσία της εταιρείας του Ταλ Ντίλιαν εκεί, και ότι η Ελλάδα, από τη φύση των υπηρεσιών της, δεν ήταν αδιάφορη απέναντι σε λογισμικά εισβολής.
«Οι ελληνικές υπηρεσίες πάντα είχαν ενδιαφέρον για τέτοια λογισμικά. Ήθελαν λογισμικό εισβολής», όπως είπε χαρακτηριστικά, επιμένοντας παράλληλα ότι το Pegasus είχε ήδη «καεί» διεθνώς από το 2019, μετά τη δολοφονία Κασόγκι, και ότι καμία κυβέρνηση δεν θα ήθελε να ταυτιστεί δημόσια με αυτό.
Σε ερώτηση που αφορά τις διαδρομές επαφής της ισραηλινής εταιρίας λογισμικού NSO με την Ελλάδα, ο μάρτυρας περιέγραψε μια προσπάθεια να στηθεί μια συμφωνία σε επίπεδο κράτους με κράτος, η οποία – όπως είπε – δεν προχώρησε με αυτόν τον τρόπο επειδή η ελληνική πλευρά επέμεινε να μπουν και ιδιώτες στη μέση.
«Η NSO είχε πολλούς τρόπους να έρθει σ’ επαφή με την ελληνική κυβέρνηση. Έγινε ένα ραντεβού στο τέλος του 2020 για να γίνει μια συμφωνία μεταξύ των δύο κυβερνήσεων. Η ελληνική πλευρά επέμενε να μπουν ιδιώτες και τότε η NSO μάλιστα το χαρακτήρισε “λατινοαμερικανικό μοντέλο”», ανέφερε.
Ιδιαίτερη βαρύτητα έδωσε στην Intellexa και στον τρόπο με τον οποίο εμφανίστηκε επιχειρησιακά στην Ελλάδα. Περιέγραψε ότι η εγκατάστασή της χρονολογείται από τον Μάρτιο του 2020, όμως η στελέχωση, όπως καταγράφεται, έγινε αρκετούς μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο.
Το κενό αυτό, είπε, γεννά εύλογα ερωτήματα για το πώς κινήθηκε η εταιρεία στο ενδιάμεσο. Και εδώ, η έδρα επανήλθε με συγκεκριμένο ερώτημα, οδηγώντας σε έναν δεύτερο διάλογο:
Πρόεδρος: Γνωρίζετε πώς εγκαταστάθηκαν αυτές οι εταιρείες στην Ελλάδα;
Μάρτυρας: Ταυτόχρονα με την ίδρυση της Santinomo στην Ελλάδα που έπαιξε ρόλο για την εγκατάσταση της Intellexa στην Ελλάδα. Είχε πρόσβαση. Ο Μπίτζιος γνώριζε τον Λαβράνο από το 2018. Μέσω αυτού γνώρισε τον Γρηγόρη Δημητριάδη στο γραφείο του πρωθυπουργού.
Με βάση τα παραπάνω, ο μάρτυρας υποστήριξε ότι η χρήση του λογισμικού δεν είναι βέβαιο ότι άρχισε μετά το φθινόπωρο του 2020.
Αντιθέτως, παρέπεμψε χρονικά στην ελληνοτουρκική κρίση του Αυγούστου 2020 και σε δύο συνδέσμους που, όπως είπε, δημιουργήθηκαν ήδη από τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς.
Σε ό,τι αφορά τη Σάρα Χάμου – σύζυγο του Ταλ Ντίλιαν – τη σκιαγράφησε ως πρόσωπο που εμφανίζεται σε εταιρικά και γραφειοκρατικά σημεία της δομής, χωρίς ο ίδιος να μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα το εύρος της επίγνωσής της για παράνομες χρήσεις.
«Κάποιος συγκροτεί τις εταιρείες. Εμφανιζόταν και υπέγραφε πράγματα. Το μισθωτήριο στο Ελληνικό το υπέγραφε η Χάμου. Δεν ξέρω πόσα γνώριζε. Ενα ανδρόγυνο τεκμαίρεται ότι τα λέει όλα ο ένας στον άλλο, αλλά δεν είναι πάντα έτσι», όπως τόνισε.
Η κατάθεση άγγιξε και τον ρόλο του Σταύρου Κομνόπουλου, τον οποίο ο Τέλλογλου παρουσίασε ως άνθρωπο με παρελθόν στην αγορά ισραηλινών τεχνολογιών και επαφές υψηλού επιπέδου.
Εξέφρασε την εκτίμηση ότι πιθανότατα είχε εικόνα δοκιμών πριν από το 2020, περιγράφοντας μάλιστα το πώς τέτοιες εταιρείες συνηθίζουν να «πουλούν» την ικανότητά τους μέσα από μικρές επιδείξεις.
«Έχει μεγάλη παράδοση στην αγορά συστημάτων από το Ισραήλ. Έχει καλές σχέσεις με την οικογένεια Νετανιάχου. Είναι μετρημένος. Πρέπει να τον πλησίασαν τέλη καλοκαιριού του 2019 και πρέπει να είχε μια εικόνα από τις δοκιμές που γίνονταν πριν το 2020. Όλες αυτές οι εταιρείες σου κάνουν demonstration. Λένε “θες να ακούσεις δύο λεπτά;” και σου βάζουν να ακούσεις κάποιον στο αεροδρόμιο του Αμστερνταμ», όπως περιέγραψε.
Στο κρίσιμο ερώτημα «ποιος διάλεγε ποιον», ο μάρτυρας επέμεινε στη θέση ότι ο πυρήνας των στοχεύσεων δεν ήταν υπόθεση των ξένων προμηθευτών αλλά εσωτερική επιλογή.
Διατύπωσε ρητά πως «η επιλογή των στόχων ήταν ελληνική», και προσπάθησε να στηρίξει το επιχείρημα αυτό περιγράφοντας την εταιρική αρχιτεκτονική: Την ύπαρξη «μητρικής» εταιρείας και το ιδιαίτερο, κατά τον ίδιο, γεγονός ότι μόνο στην Ελλάδα εμφανίζεται δεύτερος μέτοχος – γεγονός που, όπως είπε, δείχνει ότι μια εταιρεία όπως η Santinomo δεν ήταν απαραίτητη για τεχνογνωσία αλλά για πολιτικές διασυνδέσεις και «προστασία».
Συνδύασε επίσης αυτό το σχήμα με την παρατήρηση ότι τα οικονομικά της Intellexa, κατά τα δικά του λεγόμενα, τροφοδοτούνταν από το εξωτερικό.
Σε αυτό το σημείο, η ακροαματική διαδικασία πέρασε σε πιο πρακτικά ζητήματα λειτουργίας, εκπαίδευσης και διασύνδεσης υπηρεσιών, μέσα από μια πυκνή αλληλουχία ερωταπαντήσεων:
Πρόεδρος: Πώς λειτούργησε; Υπήρχε συνδραστηριότητα;
Μάρτυρας: Η ΕΥΠ δεν είχε ιδέα πώς να το χρησιμοποιήσει, έπρεπε να εκπαιδευτεί. Αυτό το έκανε η Intellexa. Μέχρι το 2021 η Intellexa οδηγεί. Οι ενδείξεις δείχνουν ότι στο σύνολό τους εκπαιδεύτηκαν αστυνομικοί.
Πρόεδρος: Πού έγιναν οι εκπαιδεύσεις; Στο ΚΕΤΥΑΚ;
Μάρτυρας: Αυτό δεν είναι ένα βαρύ σύστημα. Οι servers ήταν αρχικά στο Μαρούσι. Μετά θέλεις ένα τερματικό και δεν χρειάζεσαι σταθερό μέρος.
Πρόεδρος: Τι ρόλο είχε η Krikel;
Μάρτυρας: Όλοι γνώριζαν ότι ο Λαβράνος ήταν από πίσω αλλά ήταν δύσκολο αρχικά να αποδειχτεί. Δεν φαινόταν πουθενά. Ομως υπήρχαν συντρέχουσες ενδείξεις.
Πρόεδρος: Η επιλογή των στόχων πώς γινόταν; Ποιος επέλεγε;
Μάρτυρας: Μπορεί να υποθέσει κανείς ότι ήταν και του κύκλου ενδιαφερόντων των εταιρειών. Παράδειγμα, υπάρχουν δεκάδες σύντροφοι και ερωμένες οικονομικών και πολιτικών παραγόντων. Είναι πάγιο στην ΕΥΠ να παρακολουθούνται, οπότε είναι δύσκολο να γίνει η διάκριση μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου συμφέροντος.
Πρόεδρος: Υπήρξε συμβατική σχέση; Κάποιο τίμημα;
Μάρτυρας: Είχαμε την πληροφορία ότι είχαν πληρωθεί 7 εκατομμύρια…υπάρχει η σύμβαση του αεροδρομίου της Καλαμάτας που θα μπορούσε να «κρυφτεί» εκεί το ποσό. Ηταν μια σύμβαση που την είχαμε κοιτάξει, και η κυβέρνηση το ήξερε. Μάλιστα τότε κλάπηκε η τσάντα μου στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης.
Ο Τέλλογλου επανήλθε και στον Γιάννη Λαβράνο, λέγοντας ότι τον είχε συναντήσει, χωρίς όμως να διαθέτει κάτι «χειροπιαστό» για να προσθέσει πέρα από την αίσθηση που αποκόμισε: «Μου έδωσε την αίσθηση ότι γνώριζε για τις υποκλοπές. Δεν είπε ποτέ κάτι, αλλά αυτές τις συναντήσεις εξάλλου τις κάνεις για να πάρεις μια αίσθηση».
Στο σκέλος που αφορά το «επιχειρηματικό» αφήγημα γύρω από τις εξαγωγές, ο μάρτυρας υπογράμμισε ένα μοτίβο εναλλαγών μεταξύ Intellexa και Krikel, σαν να λειτουργούσαν – όπως το περιέγραψε – με τρόπο που η μία εμφανιζόταν όταν η άλλη δεν μπορούσε ή δεν συνέφερε να εμφανιστεί.
Τόνισε επίσης ότι, από την πρώτη στιγμή των δικών τους επαφών/πληροφοριών, το βασικό που προβάλλονταν ήταν η εμπορική διάσταση των «πωλήσεων» στο εξωτερικό.
Και κατέθεσε την εικόνα ότι «το πρώτο που μας είπαν οι άνθρωποι από την Intellexa ήταν οι εξαγωγές, πως έρχονταν οι άνθρωποι από το Μπαγκλαντές και χρησιμοποιούσαν ένα χώρο για προσευχή στο Ελληνικό για δεκαπέντε μέρες. Τους ενδιέφερε μόνο να πουλάνε».
Περιέγραψε ακόμη ότι, μία ημέρα πριν από την αποκάλυψη της παρακολούθησης Ανδρουλάκη, διακρίνει μια τριπλή κίνηση «αυτοπροστασίας» στην πλευρά των εμπλεκομένων: «Το ιδιωτικό αεροπλάνο που χρησιμοποιούσε ο Ντίλιαν πάρκαρε στο Τελ Αβίβ για τρεις μήνες, ο Μπίτζιος βγήκε από τη μετοχική σύνθεση της Intellexa και το προσωπικό άρχισε να αραιώνει, ήταν τρία μέτρα προστασίας».
Στο τέλος, η συζήτηση ακούμπησε το ευαίσθητο ζήτημα της ενημέρωσης της πολιτικής ηγεσίας από τις υπηρεσίες. Η Εισαγγελέας έθεσε ευθέως την κατεύθυνση της πληροφόρησης, και ο μάρτυρας απάντησε με τρόπο που έδειχνε ότι μιλά περισσότερο με βάση γνώση γενικής πρακτικής και εκτίμηση, παρά με αποδείξεις για το συγκεκριμένο πρόσωπο:
Εισαγγελέας: Τα cd μετά τον Λαβράνο πήγαιναν και στον Δημητριάδη;
Μάρτυρας: Ξέρω ότι για τις απομαγνητοφωνήσεις ενημερωνόταν η πολιτική ηγεσία την επόμενη μέρα.
Εισαγγελέας: Άρα, δεν ξέρετε θετικά αλλά εκτιμάτε ότι ενημερωνόταν.
Μάρτυρας: Ναι.
Και, όταν ρωτήθηκε για το πόσο πιθανό θεωρεί να μην είχε γνώση ο τότε γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού, ο μάρτυρας διατύπωσε την κρίση του με σαφήνεια: «Θα ήταν δύσκολο να μην είναι γνώστης αυτού που συνέβαινε. Δεν θα έκανε καλά τη δουλειά του δηλαδή. Και ο Δημητριάδης είναι πολύ ικανός άνθρωπος».
Με αυτά τα στοιχεία, η σημερινή κατάθεση επιχείρησε να χαρτογραφήσει, όχι μόνο μια ακολουθία γεγονότων, αλλά και έναν τρόπο λειτουργίας: Από τα ψηφιακά ίχνη και τις εταιρικές διασυνδέσεις, μέχρι την επιχειρησιακή εφαρμογή, την εκπαίδευση και το πολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο – κατά την εκτίμηση του μάρτυρα – μια τόσο «βαριά» δραστηριότητα δεν θα μπορούσε να κινείται χωρίς εσωτερικές επιλογές, γνωριμίες και μηχανισμούς κάλυψης.
Επιπλέον, το ενδιαφέρον μετατοπίζεται και στο πρόσωπο του Α.Κ.: Πρόκειται για τον άνθρωπο μέσω της τραπεζικής κάρτας του οποίου, σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, φαίνεται να αγοράστηκε το πακέτο από όπου στάλθηκε το μολυσμένο SMS στο κινητό του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη.
Η εξέτασή του αναμένεται να βρεθεί στο κέντρο της συνεδρίασης της Παρασκευής, ως κρίκος που συνδέει τη θεωρία της υπόθεσης με μια συγκεκριμένη, αποτυπωμένη οικονομική διαδρομή.
Παράλληλα, η σημερινή διαδικασία σημαδεύτηκε από την απουσία δύο νεοκληθέντων μαρτύρων.
Το δικαστήριο επέβαλε ποινές λιπομαρτυρίας στη γραμματέα του Φέλιξ Μπίτζιου και στον τεχνικό σύμβουλο της εταιρείας Krikel: Χρηματικό πρόστιμο 500 ευρώ, καθώς και 200 ευρώ για δικαστικά έξοδα, ενώ διέταξε τη βίαιη προσαγωγή τους στην επόμενη δικάσιμο, στις 9 Ιανουαρίου.
Η εξέλιξη αυτή πρόσθεσε ένταση στην ήδη φορτισμένη υπόθεση, καθώς η απουσία προσώπων που θεωρούνται κομβικά για την αποσαφήνιση τεχνικών και οργανωτικών λεπτομερειών αντιμετωπίστηκε ως εμπόδιο στη ροή της αποδεικτικής διαδικασίας.
