website analysis Το νέο «ιπτάμενο laser» του Αμερικανικού Στρατού που «τηγανίζει» drones εν πτήσει – Epikairo.gr

Η εξίσωση του σύγχρονου πολέμου έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία χρόνια. Φθηνά, αναλώσιμα drones, τα οποία μπορούν να κατασκευαστούν με ελάχιστο κόστος, έχουν καταφέρει να προκαλέσουν δυσανάλογα μεγάλες ζημιές σε πανάκριβα οπλικά συστήματα. Η απάντηση του Πενταγώνου σε αυτή την ασύμμετρη απειλή δεν έρχεται με τη μορφή ενός νέου, ογκώδους πυραύλου, αλλά μέσω μιας αόρατης δέσμης ενέργειας που ταξιδεύει με την ταχύτητα του φωτός.

Σύμφωνα με πρόσφατες αναφορές που έρχονται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο Αμερικανικός Στρατός έχει ήδη στα χέρια του τα πρώτα απτά αποτελέσματα του προγράμματος FUZE, μιας πρωτοβουλίας που σχεδιάστηκε για να επιταχύνει την ενσωμάτωση τεχνολογιών αιχμής στο πεδίο της μάχης. Στο επίκεντρο αυτού του νέου δόγματος βρίσκεται μια τεχνολογία που μέχρι πρότινος φάνταζε τεχνικά ακατόρθωτη: η τοποθέτηση οπλικών συστημάτων λέιζερ πάνω σε μικρά και μεσαία drones.

Το πρόβλημα που καλείται να λύσει ο Αμερικανικός Στρατός είναι οικονομικό και επιχειρησιακό. Στις συγκρούσεις της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής, οι αμυνόμενοι αναγκάζονται συχνά να χρησιμοποιούν πυραύλους αξίας εκατοντάδων χιλιάδων (ή και εκατομμυρίων) δολαρίων για να καταρρίψουν drones που κοστίζουν λιγότερο από ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο. Αυτή η ανισορροπία κόστους είναι μη βιώσιμη μακροπρόθεσμα.

Εδώ έρχεται να δώσει τη λύση η εταιρεία Aurelius Systems, η οποία, υπό την ομπρέλα και τη χρηματοδότηση του προγράμματος FUZE, ανέπτυξε ένα σύστημα laser αρκετά ελαφρύ και συμπαγές ώστε να μπορεί να ενσωματωθεί σε μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Η καινοτομία αυτή επιτρέπει στα φίλια drones να λειτουργούν ως εναέριοι «φρουροί», εντοπίζοντας και εξουδετερώνοντας εχθρικά σμήνη στον αέρα, χωρίς να απαιτείται η δαπανηρή και αργή διαδικασία εκτόξευσης βλημάτων από το έδαφος.

Η τεχνολογία δεν βασίζεται σε εντυπωσιακές εκρήξεις, αλλά στη σιωπηλή και χειρουργική ακρίβεια. Το σύστημα εκπέμπει μια συγκεντρωμένη δέσμη ενέργειας η οποία στοχεύει τα ευαίσθητα σημεία του εχθρικού drone. Μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, η δέσμη μπορεί να «τυφλώσει» τους αισθητήρες πλοήγησης, να κάψει τα ηλεκτρονικά κυκλώματα ή ακόμα και να προκαλέσει δομική βλάβη στα πτερύγια, στέλνοντας το εχθρικό drone σε ανεξέλεγκτη πτώση.

Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα αυτού του συστήματος είναι ο λεγόμενος «απεριόριστος γεμιστήρας». Όσο το drone-φορέας διαθέτει ενέργεια (μπαταρία ή καύσιμα), το όπλο laser μπορεί να βάλλει ασταμάτητα. Αυτό αλλάζει τα δεδομένα απέναντι στις επιθέσεις κορεσμού, όπου ο επιτιθέμενος προσπαθεί να εξαντλήσει τα πυρομαχικά της αεράμυνας στέλνοντας δεκάδες στόχους ταυτόχρονα. Ένα ιπτάμενο laser δεν ξεμένει ποτέ από σφαίρες.

Η επιτυχία αυτής της τεχνολογίας πιστώνεται σε μεγάλο βαθμό στη νέα φιλοσοφία προμηθειών του Αμερικανικού Στρατού. Το πρόγραμμα FUZE λειτουργεί περισσότερο ως επενδυτικό κεφάλαιο παρά ως γραφειοκρατικός μηχανισμός. Στόχος του είναι να εντοπίζει μικρές, ευέλικτες εταιρείες που έχουν έτοιμες λύσεις και να τις χρηματοδοτεί άμεσα, παρακάμπτοντας τις χρονοβόρες διαδικασίες που συχνά «πνίγουν» την καινοτομία.

Η περίπτωση της Aurelius Systems είναι χαρακτηριστική: μια μικρή ομάδα μηχανικών κατάφερε να παρουσιάσει μια λύση που οι παραδοσιακοί κολοσσοί της αμυντικής βιομηχανίας δυσκολεύονταν να μικροποιήσουν. Η δυνατότητα ενσωμάτωσης τέτοιων συστημάτων σε drones κατηγορίας Group 3 ή και μικρότερα, ανοίγει το δρόμο για τη μαζική παραγωγή «κυνηγών drones» που θα περιπολούν αυτόνομα πάνω από ευαίσθητες εγκαταστάσεις ή πεδία μαχών.

Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί τη μετάβαση από την παθητική άμυνα (περιμένω την επίθεση για να αντιδράσω) στην ενεργητική κυριαρχία. Οι ΗΠΑ δεν αρκούνται πλέον στα επίγεια συστήματα μικροκυμάτων (όπως το σύστημα Leonidas της Epirus που επίσης δοκιμάζεται), αλλά επιδιώκουν να μεταφέρουν τη μάχη ψηλά, εκεί που η απειλή γεννιέται.