Η βία μεταξύ ανηλίκων καταγράφει θεαματική αύξηση στην Ελλάδα, σε μία τάση που συμβαδίζει με τα διεθνή δεδομένα, με αποτέλεσμα χιλιάδες τραυματισμούς και ακόμη και θανάτους νέων ανθρώπων κάθε χρόνο.
Η εικόνα επιδεινώθηκε αισθητά μετά τα lockdown της πανδημίας, όταν τα παιδιά αποκόπηκαν από το σχολικό περιβάλλον, ήρθαν πιο εύκολα σε επαφή με αλκοόλ, ουσίες και «τοξικές» παρέες ή κλείστηκαν σε έναν κόσμο εθισμού στα video games.
Σύμφωνα με την κλινική ψυχολόγο – ψυχοθεραπεύτρια του Αιγινήτειου Νοσοκομείου, Ίλια Θεοτοκά, παγκοσμίως καταγράφονται περίπου 200.000 θάνατοι ανηλίκων ετησίως από ξυλοδαρμούς και άλλες μορφές βίας. Στην Ελλάδα, οι τραυματισμοί ανηλίκων που φτάνουν μέχρι τις πόρτες των νοσοκομείων αγγίζουν τις 4.000–5.000 περιπτώσεις τον χρόνο, αριθμός που αποτυπώνει το μέγεθος του προβλήματος σε μια μικρή χώρα.
Τα αίτια αυτής της έξαρσης είναι πολυπαραγοντικά, δήλωσε η κ. Θεοτοκά στο Βήμα. Οι πόλεμοι και η ευρύτερη έκθεση σε εικόνες βίας – συχνά σε πραγματικό χρόνο, μέσω τηλεόρασης και διαδικτύου – «νομιμοποιούν» στα μάτια των παιδιών τη βίαιη συμπεριφορά ως αποδεκτό τρόπο επίλυσης διαφορών. Παράλληλα, η συχνή ενασχόληση από πολύ μικρή ηλικία με βίαια video games και περιεχόμενο στο διαδίκτυο φαίνεται να μειώνει την ευαισθησία απέναντι στον πόνο του άλλου.
Στην ελληνική πραγματικότητα, η μακρόχρονη οικονομική κρίση λειτούργησε ως πολλαπλασιαστής κινδύνου: οι γονείς δουλεύουν περισσότερο, διαθέτουν λιγότερο χρόνο για τα παιδιά τους και δυσκολεύονται να επιβάλουν σταθερούς κανόνες και όρια. Την ίδια στιγμή, η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών κάνει την εμφάνισή της ήδη από τα 13–14 έτη, σε ένα περιβάλλον όπου η πρόσβαση σε αλκοόλ και ουσίες είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτη.
Στο σχολείο, η κατάσταση αποτυπώνεται κυρίως μέσω της αύξησης του bullying. Οι μελέτες δείχνουν μια ανησυχητική διάσταση απόψεων μεταξύ καθηγητών και μαθητών ως προς το πόσο και πώς παρεμβαίνουν οι εκπαιδευτικοί σε περιστατικά εκφοβισμού, με τους μαθητές να αισθάνονται συχνά απροστάτευτοι. Η ελλιπής επιτήρηση στο σχολικό προαύλιο και στους κοινόχρηστους χώρους αφήνει χώρο σε ομάδες ανηλίκων να αναπτύσσουν βίαιες συμπεριφορές χωρίς έλεγχο.
Το οικογενειακό περιβάλλον λειτουργεί ως κρίσιμος παράγοντας: μειωμένη επίβλεψη, ασυνεπείς ή ανύπαρκτοι κανόνες πειθαρχίας, χαμηλή συναισθηματική σύνδεση γονέων–παιδιών, ενδοοικογενειακή βία, ανεργία και χαμηλό μορφωτικό και κοινωνικοοικονομικό επίπεδο συνδέονται άμεσα με την παραβατικότητα ανηλίκων. Επιπλέον, ψυχικές διαταραχές των γονέων ή η δική τους εξάρτηση από ουσίες μπορούν να δημιουργήσουν ένα υπόστρωμα παραμέλησης και επιθετικότητας, μέσα στο οποίο μεγαλώνουν τα παιδιά.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κυρία Θεοτοκά επισημαίνει την ανάγκη επανεκπαίδευσης των εκπαιδευτικών, ειδικά στα θέματα bullying και βίας, προτείνοντας την παρουσία ψυχολόγου σε κάθε σχολική μονάδα. Προτείνει επίσης συγκεκριμένες πρακτικές: οι εκπαιδευτικοί να ανοίγουν συζητήσεις σε ομάδες μαθητών για τα περιστατικά βίας, να ζητούν από τα παιδιά να περιγράψουν τι συνέβη και να επιβραβεύουν όσους τολμούν να μιλήσουν, ώστε να σπάσει η κουλτούρα σιωπής.
Προς τους γονείς, η κλινική ψυχολόγος απευθύνει έκκληση για διατήρηση «ανοιχτών καναλιών επικοινωνίας» με τα παιδιά. Τους καλεί να είναι παρόντες, να αφιερώνουν ουσιαστικό χρόνο, να συζητούν ήρεμα, χωρίς κατηγορίες, και να αποφεύγουν την κριτική στις σκέψεις ή τις πράξεις των παιδιών, ώστε να μην χαθεί η εμπιστοσύνη. Η ίδια υπογραμμίζει ότι όταν το παιδί νιώσει ότι θα κριθεί ή θα τιμωρηθεί, σταματά να μιλά, αφήνοντας τους γονείς στο σκοτάδι για κρίσιμες πτυχές της ζωής του.
Τα περιστατικά είναι συνεχόμενα: εκβιασμός ενός 14χρονου σε βάρος 12χρονου, συμπλοκές ανηλίκων με σοβαρούς τραυματισμούς και μαχαιρώματα σε διάφορες περιοχές, αλλά και σύλληψη 16χρονου, γιου γνωστού βουλευτή, μετά από καταδίωξη, όπου στην παρέα του εντοπίστηκε μαχαίρι. Η βία δεν αφορά μόνο «περιθωριακές» ομάδες, αλλά διατρέχει οριζόντια την κοινωνία, αγγίζοντας οικογένειες κάθε κοινωνικού και πολιτικού προφίλ.
