Στη Χαλκιδική αποκαλύφθηκε ένα καλά οργανωμένο κύκλωμα διαφθοράς μέσα στην Τροχαία, με τρεις αστυνομικούς –μεταξύ των οποίων και ο διοικητής του τμήματος– να κατηγορούνται για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης με σκοπό την ψευδή βεβαίωση οδικών παραβάσεων και τη διαγραφή τους έναντι ανταλλαγμάτων. Ads Η υπόθεση αποτέλεσε αντικείμενο πολύμηνης έρευνας από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας, τους επονομαζόμενους «Αδιάφθορους».
Αφετηρία της έρευνας στάθηκε η καταγγελία ενός 35χρονου επαγγελματία οδηγού. Ο οδηγός κατήγγειλε ότι ένας 38χρονος υπαστυνόμος Β’, ο οποίος φέρεται ως αρχηγός της ομάδας, του βεβαίωσε παράβαση 850 ευρώ που σχετιζόταν με τον ταχογράφο, στην επαρχιακή οδό Πολυγύρου – Νέας Ποτίδαιας.
Σε μεταγενέστερη συνομιλία, ο αστυνομικός φέρεται να ζήτησε κατάθεση χρηματικού ποσού σε τραπεζικό λογαριασμό, με αντάλλαγμα να μην προχωρήσει στη βεβαίωση της παράβασης. Ads Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η εγκληματική οργάνωση είχε δομή και συγκεκριμένους τρόπους δράσης. Οι αρχές περιγράφουν τρεις βασικούς μηχανισμούς εκμετάλλευσης των οδηγών: πρώτον, το «κλείσιμο του ματιού» έναντι αμοιβής, δεύτερον, την παροχή «προστασίας» μέσω ετήσιας συνδρομής! και, τρίτον, την επίσπευση της επιστροφής αφαιρεθέντων στοιχείων κυκλοφορίας.
Στην πρώτη περίπτωση, αστυνομικοί φέρονται να απειλούσαν οδηγούς με ψευδείς παραβάσεις, προκειμένου να τους εξαναγκάσουν να πληρώσουν. Σε απομαγνητοφωνημένη συνομιλία, ο φερόμενος αρχηγός αναφέρει ότι «έγραψε άλλη παράβαση από αυτή που είχε αρχικά εντοπίσει», αποκαλύπτοντας την πρακτική της τεχνητής «κατασκευής» αδικημάτων.
Άλλο μέλος της οργάνωσης φέρεται να περιέγραψε ότι αστυνομικός έλαβε ως αντάλλαγμα ένα φορτηγό με τούβλα και τσιμέντα, για ανακαίνιση κατοικίας, προκειμένου να μη βεβαιωθεί ψευδής παράβαση – μια χαρακτηριστική εικόνα της ανταλλαγής «χάρης» με υλικά αγαθά.
Η λεγόμενη «ετήσια συνδρομή» παρείχε σε συγκεκριμένους επαγγελματίες οδηγούς ένα άτυπο καθεστώς ασυλίας. Στους «συνδρομητές» δίνονταν εμπιστευτικές πληροφορίες για τα κλιμάκια τροχονομικών ελέγχων και τα σημεία όπου γίνονταν μπλόκα, ώστε να τα αποφεύγουν.
Εάν παρ’ όλα αυτά βεβαιωνόταν κλήση από άλλον αστυνομικό, το κύκλωμα αναλάμβανε να τη «διαγράψει». Ο φερόμενος αρχηγός εμφανίζεται σε διάλογο να περιγράφει περιστατικό όπου χρειάστηκε να παρέμβει υπέρ «προστατευόμενου» οδηγού, επιβεβαιώνοντας ότι υπήρχε ένα δίκτυο πελατειακών σχέσεων με συγκεκριμένους ιδιώτες.
Καίριο ρόλο, σύμφωνα με την έρευνα, φέρεται να είχε ο διοικητής του τμήματος. Οι αρχές υποστηρίζουν ότι ο διοικητής γνώριζε πλήρως τη δράση της ομάδας και την άφηνε να λειτουργεί, επιτρέποντας στους εμπλεκόμενους αστυνομικούς να υπηρετούν σχεδόν αποκλειστικά σε κοινές βάρδιες ως «Συνεργείο Επικίνδυνων Παραβάσεων».
Αυτή η σύνθεση βαρδιών, η οποία –όπως επισημαίνεται– γινόταν ουσιαστικά μόνο με εντολή του διοικητή, τους παρείχε την επιχειρησιακή κάλυψη για να κινούνται χωρίς εσωτερικό έλεγχο.
Παράλληλα, το κύκλωμα φέρεται να βεβαίωνε ψευδείς παραβάσεις σε Ελαφρά Προσωπικά Ηλεκτρικά Οχήματα (ΕΠΗΟ), ώστε να εμφανίζονται υψηλά ποσοστά απόδοσης στο έργο του τμήματος. Σε διάλογο μεταξύ αστυνομικών καταγράφεται ότι αυτή η πρακτική γινόταν με τη σύμφωνη γνώμη του διοικητή.
Οι ποινικές διώξεις αντικατοπτρίζουν την έκταση της υπόθεσης. Ο διοικητής κατηγορείται για συνέργεια σε εγκληματική οργάνωση, δωροληψία υπαλλήλου και κατάχρηση εξουσίας.
Οι τρεις βασικοί συλληφθέντες αντιμετωπίζουν κατηγορίες για εγκληματική οργάνωση, δωροληψία υπαλλήλου κατ’ επάγγελμα και κατάχρηση εξουσίας.
Επιπλέον, άλλοι 30 αστυνομικοί φέρονται να εμπλέκονται με κατηγορίες όπως κατάχρηση εξουσίας, ψευδής βεβαίωση, νόθευση και δωροληψία υπαλλήλου, ανάλογα με τον ρόλο τους, ενώ στη δικογραφία περιλαμβάνονται και 60 ιδιώτες, κυρίως οδηγοί που φέρονται να επωφελήθηκαν από τις «υπηρεσίες» της οργάνωσης. Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν ενώπιον εισαγγελέα και ανακριτή, από τους οποίους έλαβαν προθεσμία για να απολογηθούν, σηματοδοτώντας το επόμενο στάδιο μιας υπόθεσης κρίσιμης για τον έλεγχο της οδικής ασφάλειας.
