Σε μια εποχή όπου ο θάνατος συχνά μένει έξω από τη δημόσια συζήτηση και το πένθος αντιμετωπίζεται σαν κάτι που πρέπει να «περάσει γρήγορα», μια μικρή χορωδία στο Ντέβον της Αγγλίας κάνει κάτι ριζικά διαφορετικό: Πηγαίνει δίπλα σε ανθρώπους που πεθαίνουν και τους τραγουδά, όχι για να «ντύσει» την απώλεια με δράμα, αλλά για να τους προσφέρει ηρεμία, ανθρώπινη παρουσία και μια αίσθηση ασφάλειας στο πιο ευάλωτο πέρασμα.
Το άρθρο (που περιγράφει το αντίστοιχο ντοκιμαντέρ) της βρετανικής εφημερίδας The Guardian ακολουθεί τη Νίκι Άβεν, επικεφαλής της χορωδίας, και αποκαλύπτει πώς αυτά τα νανουρίσματα για το τέλος της ζωής γίνονται γέφυρα για τον ετοιμοθάνατο και τους δικούς του – και πώς προσωπικές τραγωδίες διαμόρφωσαν την πεποίθησή της ότι πρέπει να μάθουμε να μιλάμε για τον θάνατο χωρίς φόβο, ντροπή ή σιωπή.
Το εκπληκτικό ντοκιμαντέρ – διάρκειας λίγο παραπάνω από 20 λεπτά, παραγωγή της εφημερίδας – μας μεταφέρει σε ένα κίτρινο σπιτάκι στο South Brent του Ντέβον, και μας δείχνει τι σημαίνει να τραγουδάς για ανθρώπους που βρίσκονται στο τέλος της ζωής.
Αντί για μοιρολόγια ή θρηνητικά άσματα, οι εθελόντριες τραγουδούν a cappella, σε ήπιους ρυθμούς και αρμονίες που μοιάζουν με νανουρίσματα: Κομμάτια διαλογιστικά, γραμμένα ειδικά για να καλλιεργούν ηρεμία, ασφάλεια και ανθρώπινη σύνδεση.
Δεν απευθύνονται μόνο στον ετοιμοθάνατο, αλλά και σε όσους τον φροντίζουν ή ξαγρυπνούν δίπλα του, προσφέροντας έναν χώρο όπου επιτρέπεται το κλάμα, η σιωπή, η τρυφερότητα.
Η χορωδία της Άβεν, η MoorHeart, έχει 10 μέλη και λειτουργεί αποκλειστικά εθελοντικά: Δεν αμείβονται και δεν δέχονται φιλοδωρήματα.
Συνήθως εμφανίζονται σε μικρές ομάδες δύο έως τεσσάρων ατόμων, ώστε η παρουσία τους να μην είναι «βαριά» για κάποιον που είναι πολύ καταβεβλημένος.
Παρότι δεν απαιτείται μουσική κατάρτιση, χρειάζεται να μπορεί κανείς να κρατά τον τόνο και να τραγουδά σε αρμονία – και κυρίως να αντέχει συναισθηματικά τη συνύπαρξη με τον θάνατο.
Η πρακτική ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 από την Αμερικανίδα Κέιτ Μάνγκερ, όταν τραγούδησε σε φίλο της που πέθαινε από Aids. Σήμερα υπάρχουν περίπου 200 τέτοιες μικρές χορωδίες διεθνώς.
Η Άβεν πιστεύει ότι ως κοινωνία «δεν είμαστε καλοί με τον θάνατο»: Τον κρύβουμε, δεν μιλάμε γι’ αυτόν, δεν ξέρουμε τι να πούμε όταν έρθει η ώρα.
Η ίδια κουβαλά βαριές απώλειες: Τη μητέρα της, έναν αιφνίδιο θάνατο του πατέρα της, τον σύζυγό της Νιλ που πέθανε από επιθετικό όγκο στον εγκέφαλο – κι εκείνη, όταν τον άκουσε να δυσκολεύεται να αναπνεύσει, κάθισε δίπλα του και τραγούδησε. Λίγο αργότερα έχασε και τον γιο της από πιθανή τυχαία υπερβολική δόση.
Μέσα από το τραγούδι, τη συμβουλευτική, τον διαλογισμό και ομάδες πένθους, προσπαθεί να «ονοματίζει» ευθεώς και κατά μέτωπο τον θάνατο, ώστε λιγότεροι άνθρωποι να μένουν άφωνοι μπροστά του.
Το αποτέλεσμα, λέει, δεν είναι μακάβριο: Μπορεί να είναι βαθιά παρηγορητικό και τελικά…ζωοφόρο.
Δείτε το ντοκιμαντέρ:
