Η εκλογή του Κυριάκου Πιερρακάκη στην προεδρία του Eurogroup τοποθετεί, για πρώτη φορά, την Ελλάδα στην κορυφή του άτυπου οργάνου όπου «κλειδώνουν» οι βασικές αποφάσεις για το ευρώ ενώ είναι και αυτό το οποίο σφράγισε την πορεία «επανεκκίνησης» της ελληνικής οικονομίας μετά την κρίση χρέους.
Ο υπουργός Οικονομικών Κυριάκος Πιερακάκης συνομιλεί με την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ / REUTERS / Yves Herman
Το Eurogroup, όπως ορίζει το Πρωτόκολλο 14 της Συνθήκης της Λισαβόνας, είναι το «τραπέζι» επί του οποίου οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης συντονίζουν τη δημοσιονομική τους πολιτική και αναζητούν κοινές γραμμές σε θέματα από τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης μέχρι την Τραπεζική Ένωση, την Ένωση Κεφαλαιαγορών και το ψηφιακό ευρώ. Η θητεία του Κυριάκου Πιερρακάκη ως προέδρου του Eurogroup θα έχει διάρκεια δυόμισι χρόνια, με δυνατότητα ανανέωσης, και παρότι το όργανο είναι άτυπο, στην πράξη λειτουργεί ως χώρος όπου χαράσσεται η γραμμή πριν οι αποφάσεις περάσουν τυπικά από το Ecofin και τα άλλα θεσμικά όργανα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Αν και η προεδρία δεν δίνει σε μια χώρα δικαίωμα βέτο ούτε προνομιακές εξουσίες, δίνει όμως στον υπουργό που την κατέχει τη δυνατότητα να θέτει την ατζέντα, να διαμορφώνει τα συμπεράσματα, να γεφυρώνει αντιθέσεις και να εκπροσωπεί την Ευρωζώνη προς τα έξω. Ιστορικά, αυτό έχει λειτουργήσει ως πολλαπλασιαστής ισχύος για μικρά και μεσαία κράτη που βρέθηκαν στην κεφαλή του οργάνου.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Το παράδειγμα του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου και πρώτου μόνιμου προέδρου του Eurogroup από το 2005 ως το 2013, δείχνει πώς ένα μικρό χρηματοπιστωτικό κέντρο απέκτησε δυσανάλογη επιρροή στα χρόνια της κρίσης χρέους, όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα ευρωπαϊκά «δίχτυα ασφαλείας» (EFSF, ESM) και οι κανόνες επιτήρησης της ΟΝΕ.
Στην περίοδο Γιούνκερ, οι βασικές αποφάσεις για τα προγράμματα διάσωσης Ελλάδας, Ιρλανδίας και Πορτογαλίας ελήφθησαν σε ένα σχήμα όπου ο πρόεδρος είχε κεντρικό ρόλο στη διαχείριση των συγκρούσεων μεταξύ Βερολίνου και Παρισιού.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Στη συνέχεια, ο Γερούν Ντάισελμπλουμ από την Ολλανδία (2013 – 2018) εξέφρασε τη σκληρή γραμμή του «Βορρά» στη διαχείριση της κρίσης, από το bail-in των καταθετών στην Κύπρο μέχρι το τρίτο ελληνικό μνημονιακό πρόγραμμα. Η προεδρία του ταυτίστηκε με την προσπάθεια να εμπεδωθεί η αρχή ότι το κόστος των διασώσεων πρέπει να το επωμίζονται πρώτα επενδυτές και καταθέτες και όχι ο φορολογούμενος, θέση απολύτως συνεπής με την ολλανδική δημοσιονομική φιλοσοφία.
Με τον Μάριο Σεντένο από την Πορτογαλία (2018 – 2020), που είχε ήδη «τρέξει» την έξοδο της χώρας του από το μνημόνιο, το Eurogroup πέρασε σε μια περίοδο «μετα-κρίσης» με μεγαλύτερη έμφαση στην ανάπτυξη και στην ευελιξία εντός των κανόνων. Η εκλογή του παρουσιάστηκε τότε ως αναγνώριση της επιτυχίας ενός περιφερειακού κράτους που εφάρμοσε μνημόνια και επανήλθε σε ρυθμούς ανάπτυξης, ενισχύοντας ταυτόχρονα τη διαπραγματευτική θέση της Λισαβόνας σε ζητήματα μεταρρύθμισης της ΟΝΕ.
Ο Πασκάλ Ντόναχιου από την Ιρλανδία (2020 – 2025) ανέλαβε σε συνθήκες πανδημίας και συντόνισε την απάντηση της Ευρωζώνης στην πανδημία, την υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και τις πρώτες συζητήσεις για τη νέα ευρωπαϊκή δημοσιονομική αρχιτεκτονική. Για το Δουβλίνο, η τριπλή του θητεία λειτούργησε ως ισχυρό πολιτικό κεφάλαιο, την ώρα που η Ιρλανδία προσπαθούσε να προστατεύσει το μοντέλο του εταιρικού της φόρου και να διαχειριστεί τα πλεονάσματα από τα έσοδα των πολυεθνικών.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η χώρα του εκάστοτε προέδρου δεν επωφελήθηκε αυτόματα, ωστόσο είχε έναν δικό της πολιτικό παράγοντα στο κέντρο των διαπραγματεύσεων, ο οποίος χωρίς να παύει να είναι «έντιμος διαμεσολαβητής», μπορούσε να διαμορφώνει τη συζήτηση με τρόπο συμβατό με τις εθνικές προτεραιότητες.
Σε αυτό το πλαίσιο, η εκλογή Πιερρακάκη έχει τρεις διαστάσεις για την Ελλάδα.
Η πρώτη είναι ο συμβολισμός. Δέκα χρόνια μετά την κορύφωση της κρίσης χρέους, η χώρα που βρέθηκε στο επίκεντρο των μνημονίων καλείται να προεδρεύσει του οργάνου που τότε αποφάσιζε για το μέλλον της. Ήδη αναλύσεις διεθνών μέσων μιλούν για «συμβολική αποκατάσταση» της Ελλάδας στην ευρωζώνη, κάτι που ενισχύει την εικόνα της χώρας έναντι επενδυτών, οίκων αξιολόγησης και εταίρων ως μιας οικονομίας που έχει αφήσει πίσω της τον ρόλο του «αδύναμου κρίκου».
Η δεύτερη είναι η επιρροή στους κανόνες. Η θητεία Πιερρακάκη θα συμπέσει με την εφαρμογή του νέου ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου, που διατηρεί τα όρια 3% για το έλλειμμα και 60% για το χρέος, αλλά εισάγει πιο εξατομικευμένες τροχιές προσαρμογής και ρήτρες για την προστασία των επενδύσεων. Για χώρες με υψηλό χρέος, όπως η Ελλάδα, οι τεχνικές αποφάσεις για το πώς μεταφράζονται στην πράξη οι κανόνες αυτοί θα συζητηθούν και στο Eurogroup με τον πρόεδρο να έχει βαρύνοντα λόγο στο πώς διατυπώνονται οι κοινές θέσεις και ποια θέματα επανέρχονται διαρκώς στην ατζέντα.
Η τρίτη σχετίζεται με τα μεγάλα ανοιχτά ευρωπαϊκά μέτωπα, στα οποία η Ελλάδα έχει άμεσο συμφέρον. Η συζήτηση για τη χρήση των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων ως βάση για δάνεια προς την Ουκρανία, οι αποφάσεις για την επόμενη ημέρα του Ταμείου Ανάκαμψης και τυχόν νέα κοινά εργαλεία χρηματοδότησης, η εμβάθυνση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών και της Τραπεζικής Ένωσης, καθώς και ο σχεδιασμός του ψηφιακού ευρώ, είναι ζητήματα που περνούν από το Eurogroup και θα επηρεάσουν άμεσα το κόστος δανεισμού, τη χρηματοδότηση των επενδύσεων και τον ρόλο των ελληνικών τραπεζών και επιχειρήσεων στην ευρωπαϊκή αγορά.
Για την Αθήνα, η παρουσία Έλληνα προέδρου σε αυτή τη συγκυρία σημαίνει ότι η εμπειρία μιας χώρας με υψηλό χρέος, με ανάγκη για υψηλές επενδύσεις και με ισχυρό ενδιαφέρον για την ενεργειακή και γεωπολιτική διάσταση της οικονομικής πολιτικής θα είναι διαρκώς παρούσα στη συζήτηση, χωρίς να συνεπάγεται, προφανώς, χαλάρωση των κανόνων για την Ελλάδα, αλλά λειτουργώντας ως εγγύηση ότι οι αποφάσεις θα λαμβάνουν υπόψη και την οπτική της περιφέρειας της ευρωζώνης και όχι μόνο των μεγάλων «παικτών».
Σε πρακτικό επίπεδο, ο Έλληνας υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών παραμένει στη θέση του, καθώς ο πρόεδρος του Eurogroup εκλέγεται μεταξύ των εν ενεργεία υπουργών, αλλά επιφορτίζεται με έναν ακόμη θεσμικό ρόλο. Αυτό σημαίνει άμεση επαφή με τους ομολόγους του, καλύτερη εικόνα για τις ενδοευρωπαϊκές ισορροπίες πριν από κρίσιμες αποφάσεις και δυνατότητα να προωθεί, έγκαιρα και εντός θεσμικού πλαισίου, τις ελληνικές θέσεις.
