Συμπληρώνονται το 2026 τριάντα χρόνια από τότε που ο Τούρκος διπλωμάτης και μετέπειτα βουλευτής του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) και Υφυπουργός Εξωτερικών Σουκρού Ελεκντάγ (Sukru Elekdag) διατύπωσε το δόγμα των «δυόμισι πολέμων» για την εθνική στρατηγική ασφάλειας της Τουρκίας
Γεώργιος Κουκουδάκης
Ελληνοτουρκικές Σχέσεις: Πόλεμος σε εκκρεμότητα ή τελευταία ευκαιρία συμφιλίωσης;
Εν συντομία το δόγμα αυτό απαιτούσε από την Άγκυρα να αναπτύξει αποτρεπτική ισχύ ικανή να ανταποκριθεί ταυτόχρονα σε εμπόλεμες καταστάσεις τόσο με την Ελλάδα και την Συρία δηλαδή «οι δύο πόλεμοι» όσο και με την Κουρδική εξέγερση στο εσωτερικό της «μισός πόλεμος».
Μπορεί το εν λόγω δόγμα να είχε τότε μια φοβική και αμυντική χρεία επηρεασμένη προφανώς από την ρευστότητα των πρώτων μεταψυχροπολεμικών χρόνων αλλά και από το λεγόμενο ιστορικό-ψυχολογικό «Σύνδρομο των Σεβρών», σήμερα όμως και όχι ως αποτέλεσμα σύμπτωσης αλλά καθορισμένης επιδίωξης της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, φανερώνει τη μερική υλοποίηση του. Και αυτό δεν επιτεύχθηκε επειδή εκδηλώθηκε συντονισμένη στρατιωτική ενέργεια από την Ελλάδα, την Συρία και το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK) ενάντια της Τουρκίας, αλλά κυρίως επειδή η ίδια η Άγκυρα προσπάθησε και σε μεγάλο βαθμό κατάφερε να εκμεταλλευτεί μέσω ενεργούς πολιτικής και στρατιωτικής διπλωματίας τις περιφερειακές και γενικότερες γεωπολιτικές εξελίξεις.
Ως αποτέλεσμα, η Τουρκία σήμερα σε μεγάλο βαθμό ελέγχει την Συρία και το καθεστώς Αλ Σάρα (Al Sharra), αποσπώντας μάλιστα για το γεγονός αυτό και εγκωμιαστικά σχόλια από τον ίδιο τον Αμερικανό Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ κατά την πρόσφατη επίσκεψη, μετά από έξι χρόνια, του Τούρκου Προέδρου Ερντογάν στον Λευκό Οίκο. Την ίδια στιγμή, οι εξελίξεις στο Κουρδικό υπήρξαν εντυπωσιακές. Το PKK αποφάσισε τον περασμένο Μάιο να διαλυθεί και να τερματίσει τον αγώνα του, μετά από δημόσια έκκληση του φυλακισμένου ηγέτη του, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, τον Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου.
Το ερώτημα επομένως που εύλογα τίθεται είναι αν στον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό της στρατηγικής εθνικής ασφάλειας της Τουρκίας βρίσκεται μια στρατιωτική σύγκρουση με την Ελλάδα ως η μοναδική εκκρεμότητα εκπλήρωσης του δόγματος «των δυόμιση πολέμων» ή η ηγεσία της γειτονικής χώρας αναζητά ένα σημείο σύγκλισης με την Αθήνα και μια οριστική διευθέτηση των θεμάτων που φέρνουν τις δύο χώρες σε αντιπαράθεση.
Τα μηνύματα που στέλνονται πάντως τα τελευταία τουλάχιστον δέκα-πέντε χρόνια στην Αθήνα από την Άγκυρα εκλαμβάνονται περισσότερο ως αναθεωρητικά παρά ως ένδειξη διάθεσης σύγκλισης και ειλικρινούς συμφιλίωσης. Η διατύπωση του αναθεωρητικού δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας» (Mavi Vatan) και εντός αυτού του πλαισίου η υπογραφή του νομικά ανυπόστατου «Τουρκολυβικού Συμφώνου», η υβριδική επίθεση, μέσω προώθησης παράνομων μαζικών μεταναστευτικών ροών εναντίον της Ελλάδας στον Έβρο, η επίδειξη αδιαλλαξίας για την επίλυση του Κυπριακού και η επιθετική ρητορική έξαρση, η οποία πλαισίωσε αυτή την περίοδο αναμφίβολα δεν άφησαν, όπως δεν έπρεπε να αφήσουν, κανένα περιθώριο εφησυχασμού στην Ελληνική πλευρά.
Είναι κατά πάσα πιθανότητα όλο αυτό το αρνητικό προηγούμενο που δεν επέτρεψε την ανάπτυξη της αναμενόμενης δυναμικής στις σχέσεις των δύο Χωρών μετά την υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών πριν δύο χρόνια. Το μόνο σημαντικό κέρδος, το οποίο καταγράφηκε για τις παραδοσιακά πολυτάραχες Ελληνοτουρκικές σχέσεις, μετά από αυτή τη διακήρυξη, ήταν η ηρεμία «στα νερά» και «στον αέρα» που επέφερε. Παρόλα αυτά, η όλη διαδικασία δείχνει μια στάση αναμονής αν όχι παθητικής στασιμότητας.
Αντιθέτως, στην παρούσα φάση αυτό που διαφαίνεται ξεκάθαρα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι ένας εξοπλιστικός ανταγωνισμός ως απόρροια του διλλήματος ασφάλειας που διακατέχει και τις δύο χώρες τουλάχιστον ύστερα από της παράνομη εισβολή και κατοχή της Τουρκίας στην βόρεια Κύπρο. Η αξιοπρόσεκτη προσπάθεια της χώρας μας να ενισχύσει την αποτρεπτική της ισχύ, ύστερα από μια μακρά περίοδο επικίνδυνης αδράνειας εξαιτίας των μνημονίων και της δραστικής περικοπής των αμυντικών της δαπανών, φαίνεται να μην εκλαμβάνεται από σκληροπυρηνικούς κύκλους στην Άγκυρα, ως αμυντική και αποτρεπτική κίνηση αλλά ως επιθετική ενέργεια. Όσο μάλιστα γίνονται γνωστές παράμετροι του απολύτως αναγκαίου προγράμματος εκσυγχρονισμού των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων «Ατζέντα 20230», όπως αυτή της μεγάλης κλίμακας ανάπτυξης πυραυλικών συστημάτων στα Νησιά, ο εκνευρισμός στη γείτονα χώρα θα διογκώνεται.
Ταυτόχρονα οι απόλυτα δικαιολογημένες ενστάσεις της Αθήνας για τη συμμετοχή της Άγκυρας στη «Δράση για την Ασφάλεια της Ευρώπης «SAFE», δημιουργούν περαιτέρω τριγμούς στις μεταξύ τους σχέσεις. Τελευταία σημαντική εξέλιξη στον περιφερειακό ανταγωνισμό μεταξύ των δύο χωρών αναμφίβολα συνιστά η υπογραφή συμφωνίας μεταξύ της Αθήνας και του Κίεβου για τη δημιουργία κάθετου διαδρόμου μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού Αμερικανικού αερίου με πύλη εισόδου την Ελλάδα, στην Ουκρανία. Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με την παροχή αδειών σε μεγάλες αμερικανικές εταιρείες για τη διεξαγωγή ερευνών για την εξεύρεση υδρογονανθράκων σε περιοχές θαλάσσιου Ελληνικού χώρου, σίγουρα προβληματίζουν την Άγκυρα όχι μόνο για την πιθανότητα να της στερήσουν την υλοποίηση της δικής της φιλοδοξίας να αναδειχθεί σε ενεργειακό κόμβο για την Ευρώπη αλλά και να ακυρώσουν τις προθέσεις της ν’ αμφισβητήσει Ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στον ευρύτερο θαλάσσιο χώρο της περιοχής τους.
Κλείσιμο
Συνοπτικά, η συνολική εικόνα στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις καταδεικνύει συσσώρευση αρνητικού φορτίου, το οποίο θα πρέπει να εκτονωθεί προς όφελος της ειρήνης και της σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή της Νότιο-Ανατολικής Μεσογείου. Ο πολιτικός χρόνος με την κυριαρχία των δύο ηγετών στο εσωτερικό των χωρών τους, μέχρι τουλάχιστον τις επόμενες εκλογικές τους αναμετρήσεις, εξαντλείται. Εναπόκειται σε μεγάλο βαθμό στη δική τους πολιτική βούληση να δημιουργήσουν τις πραγματικές προϋποθέσεις συνεργασίας, καλής γειτονίας και κατανόησης σύμφωνα με τα προστάγματα του Διεθνούς Δικαίου. Η στασιμότητα δείχνει να μη βοηθάει. Αντιθέτως δημιουργεί αβεβαιότητα στην οποία θα πρέπει να συνυπολογισθεί και ο απρόβλεπτος χαρακτήρας της συμπεριφοράς του Αμερικανού Προέδρου που μπορεί να φέρει τις δύο χώρες προ εκπλήξεων.
Η σύγκλιση του Συμβουλίου Υψηλής Στρατηγικής, η οποία εξαγγέλθηκε για το πρώτο τρίμηνο του 2026, ίσως συνιστά μια από τις τελευταίες ευκαιρίες στην παρούσα θητεία των δύο ηγετών, εύρεσης μιας φόρμουλας διαρκούς ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ γειτόνων. Το δίλημμα ασφάλειας που έχει επανέλθει έντονα στις μεταξύ τους σχέσεις, με κύριο χαρακτηριστικό τον εξοπλιστικό ανταγωνισμό, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την ειρήνη. Σε διαφορετική περίπτωση, η Άγκυρα διακατεχόμενη από φοβικά και αναθεωρητικά σύνδρομα, δεν θα διστάσει αν της δοθεί ευκαιρία να προκαλέσει και να καταφύγει και σε πολεμική ενέργεια, έχοντας στο μυαλό της, όπως οι περιπτώσεις της Συρίας και του PKK καταδεικνύουν, την πλήρη υλοποίηση του δόγματος του Σουκρού Ελεκντάγ. Βάσει όλων αυτών, η Χώρα μας καλώς πράττει και επενδύει στον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων της και στην ουσιαστική ενίσχυση της αποτρεπτικής της ισχύος χωρίς ταυτόχρονα ν απορρίπτει τον διάλογο, τη συνεργασία και τις σχέσεις καλής γειτονίας στο πλαίσιο των καλών προθέσεων και της διεθνούς νομιμότητας.
Ο Γεώργιος Κουκουδάκης είναι Δήμαρχος Ύδρας και Αναπληρωτής Καθηγητής Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων
Συνεχίζοντας σε αυτό τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση των cookies στη συσκευή σας όπως περιγράφεται στην πολιτική cookies
Μάθετε περισσότερα εδώ
Αποδοχή
