Το Ιρανικό Επαναστατικό Δικαστήριο καταδίκασε προχθές τον διάσημο Ιρανό σκηνοθέτη Τζαφάρ Παναχί, ερήμην σε έναν χρόνο φυλάκιση, για «προπαγανδιστικές δραστηριότητες». Του επέβαλλε ακόμη διετή απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και απαγόρευση συμμετοχής σε οποιαδήποτε πολιτική ή κοινωνική ομάδα.
Την ίδια ημέρα που εκδόθηκε η απόφαση, ο Παναχί βρισκόταν στα Gotham Awards στη Νέα Υόρκη, όπου παρέλαβε τρία βραβεία για τις ταινίες του, ανάμεσά τους και αυτό του καλύτερου σκηνοθέτη. Ο δικηγόρος του ανακοίνωσε ότι σχεδιάζουν να ασκήσουν έφεση, ενώ ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν έχει σχολιάσει ακόμη την καταδίκη ούτε έχει ξεκαθαρίσει αν σκοπεύει να επιστρέψει στο Ιράν.
Ο Παναχί συνελήφθη τον Ιούλιο του 2022 και κλείστηκε στη διαβόητη φυλακή Εβίν στην Τεχεράνη, σύμβολο για δεκαετίες της αντιμετώπισης πολιτικών αντιφρονούντων και διανοουμένων από το ιρανικό καθεστώς. Μετά από σχεδόν επτά μήνες κράτησης και μια απεργία πείνας που προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις, αφέθηκε ελεύθερος τον Φεβρουάριο του 2023.
Διαβάστε: Ιράν: Ελεύθερος αφέθηκε ο σκηνοθέτης Τζαφάρ Παναχί
Το 2010 του είχε επιβληθεί από τις ιρανικές αρχές. 20ετής απαγόρευση κινηματογραφικής δραστηριότητας και ταξιδιών στο εξωτερικό. Κατόπιν το Ανώτατο Δικαστήριο του Ιράν ακύρωσε την αρχική του καταδίκη, αφήνοντάς τον νομικά ελεύθερο, αλλά καλλιτεχνικά φιμωμένο. Έτσι συνεχίζει να γυρίζει έργα κρυφά μέσα στο Ιράν και να τα εξάγει παράνομα.
Η νέα του ταινία, «Ένα Απλό Ατύχημα», είναι μία ευθεία καταγγελία της κρατικής βίας και της καταστολής. Γυρισμένη κρυφά και με γυναικείους χαρακτήρες χωρίς μαντίλα – κατά σαφή παράβαση του ιρανικού νόμου περί υποχρεωτικής κάλυψης της κεφαλής – η ταινία εστιάζει σε μια ομάδα πρώην κρατουμένων που πιστεύουν ότι εντόπισαν τον βασανιστή τους και βρίσκονται αντιμέτωποι με το δίλημμα της εκδίκησης.
Η αφήγηση ξεκινά από ένα σχεδόν καθημερινό περιστατικό, έναν άνδρα που σκοτώνει κατά λάθος έναν σκύλο με το αυτοκίνητό του, και σταδιακά μετατρέπεται σε αναμέτρηση με τον μηχανισμό της κρατικής βίας.
Ο Βαχίντ, τον οποίο υποδύεται ο Βαλίντ Μομπασέρι, είναι ένας μηχανικός που καλείται να επισκευάσει το κατεστραμμένο όχημα. Πιστεύει ότι αναγνωρίζει τον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου ως τον Εγκμπάλ, γνωστό με το προσωνύμιο Πέγκ-Λεγκ, τον πρώην βασανιστή του.
Παρασυρμένος από την ανάμνηση της κακοποίησης, τον απαγάγει και σχεδιάζει να τον θάψει ζωντανό στην έρημο. Ωστόσο, η αβεβαιότητα τον στοιχειώνει, αφού, κατά την κράτησή του και τα βασανιστήρια, τον είχαν πάντοτε δεμένα με τα μάτια και δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι έχει μπροστά του τον σωστό άνθρωπο.
Διαβάστε επίσης: «Ένα Απλό Ατύχημα» / Ο Παναχί παραδίδει ένα ωμό ηθικό θρίλερ για τη βία του κράτους και τον πόνο της τυραννίας
Για να βρει επιβεβαίωση, ο Βαχίντ αναζητά τους παλιούς συγκρατούμενούς του. Σύντομα, το φορτηγό του γεμίζει με ανθρώπους που έχουν όλοι υποστεί βασανιστήρια επειδή τόλμησαν να εκφράσουν αντίθεση στις αρχές.
Ανάμεσά τους, μια νύφη, η Χαντίς Πακμπατέν, εγκαταλείπει τον ίδιο της τον γάμο για να κυνηγήσει τον άνδρα που τη βίασε και τη βασάνισε, συνοδευόμενη από την Σίβα, γαμήλια φωτογράφο και πρώην κρατούμενη, που επίσης έζησε την κρατική βαρβαρότητα.
Παράλληλα, ο Χαμίντ, τον οποίο υποδύεται ο Μοχαμάντ Αλί Ελγιασμέρ, παρουσιάζεται τόσο βαθιά τραυματισμένος και εξαγριωμένος ώστε δηλώνει πως δεν τον ενδιαφέρει καν αν ο άνθρωπος που έχουν στα χέρια τους είναι όντως ο βασανιστής· αυτό που θέλει είναι η εκδίκηση, ως τυφλή απάντηση σε χρόνια ατιμωρησίας.
Ο ίδιος ο Παναχί έχει επισημάνει ότι όλοι αυτοί οι χαρακτήρες δεν είναι προϊόν αποκλειστικά μυθοπλασίας, αλλά έχουν εμπνευστεί από μαρτυρίες που άκουσε μέσα στη φυλακή: ιστορίες για την ανελέητη βία και βαρβαρότητα της ιρανικής κυβέρνησης, που, όπως σημειώνει, συνεχίζεται αδιάλειπτα επί περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες, από τις πρώτες εκκαθαρίσεις έως τα πρόσφατα κύματα καταστολής διαδηλώσεων.
Παρά το γεγονός ότι η πορεία του χαρακτηρίζεται από ενεργή αντίσταση, ο Παναχί υποστηρίζει ότι δεν βλέπει τον εαυτό του ως επαγγελματία αντιφρονούντα, αλλά απλώς ως άνθρωπο που συνεχίζει το μόνο πράγμα που ξέρει να κάνει: να γυρίζει ταινίες.
Κατά τη διάρκεια της εικοσαετούς απαγόρευσης που του είχε παλιότερα επιβληθεί, ακόμη και στενοί του φίλοι είχαν πειστεί ότι δεν θα κατάφερνε ποτέ ξανά να εργαστεί κινηματογραφικά.
Πολλοί Ιρανοί κινηματογραφιστές έχουν επιλέξει ή εξαναγκαστεί να ζήσουν στην εξορία, όπως ο στενός φίλος του Παναχί, Μοχαμάντ Ρασούλοφ, σκηνοθέτης της υποψήφιας για Όσκαρ ταινίας «Ο Σπόρος της Ιερής Συκιάς», ο οποίος πλέον διαμένει στο Βερολίνο.
Σε αντίθεση με αυτούς, ο Παναχί δηλώνει ότι δεν σκοπεύει να τους ακολουθήσει: θεωρεί τον εαυτό του ανίκανο να προσαρμοστεί σε μια άλλη κοινωνία, μια προσωπική εξομολόγηση που φωτίζει το γιατί επιμένει να παραμένει στο Ιράν, παρά τον κίνδυνο νέων διώξεων.
Οι περιπτώσεις των πρώην κρατουμένων που πλαισιώνουν τον Βαχίντ στην ταινία, οι αφηγήσεις βιασμών, βασανιστηρίων και ψυχολογικής εξόντωσης, καθώς και η ίδια η προσωπική διαδρομή του Παναχί μέσα από την Εβίν και τα ιρανικά δικαστήρια, συνθέτουν ένα συνεκτικό επιχείρημα:
η ταινία τεκμηριώνει, μέσα από συγκεκριμένα πρόσωπα και βιώματα, την άποψη του δημιουργού ότι η βία δεν είναι παρέκκλιση, αλλά δομικό στοιχείο της κρατικής εξουσίας στο σύγχρονο Ιράν.
