Η υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Kristi Noem, άναψε νέα πολιτική φωτιά την Κυριακή, υποστηρίζοντας ότι ο ύποπτος της ένοπλης επίθεσης κατά μελών της Εθνοφρουράς στην Ουάσιγκτον «ριζοσπαστικοποιήθηκε» στις ΗΠΑ, ενώ κατηγόρησε την κυβέρνηση Μπάιντεν για αποτυχημένη διαχείριση του μεταναστευτικού και για ανεπαρκή έλεγχο.
Ωστόσο, τα ίδια τα επίσημα στοιχεία φαίνεται να διαψεύδουν τη ρητορική της: ο 29χρονος Rahmanullah Lakanwal, ύποπτος για το περιστατικό, είχε λάβει άσυλο επί προεδρίας Τραμπ – τον Απρίλιο του 2025 – ενώ η άφιξή του στις ΗΠΑ το 2021 πραγματοποιήθηκε μέσω του προγράμματος Operation Allies Welcome, που αφορούσε τη μετεγκατάσταση Αφγανών που συνεργάστηκαν με αμερικανικές υπηρεσίες, μεταξύ αυτών και μονάδες υποστηριζόμενες από τη CIA.
Μιλώντας στην εκπομπή Meet the Press του NBC, η Noem υποστήριξε ότι το FBI και οι υπηρεσίες εθνικής ασφάλειας διαθέτουν ενδείξεις ότι ο Lakanwal «ριζοσπαστικοποιήθηκε από πρόσωπα στην κοινότητά του» στις ΗΠΑ.
«Πιστεύουμε ότι η ριζοσπαστικοποίησή του συνέβη όσο βρισκόταν εδώ», ανέφερε. «Θα συνεχίσουμε να μιλάμε με όσους τον γνώριζαν, με συγγενείς και ανθρώπους από το περιβάλλον του».
Η δήλωση αυτή δένει με την πολιτική γραμμή της κυβέρνησης Τραμπ, η οποία χρησιμοποίησε το περιστατικό ως επιχείρημα για πάγωμα και επανεξέταση των αιτήσεων ασύλου και πράσινων καρτών.
Η Noem προσέθεσε ότι ο έλεγχος για την είσοδο μεταναστών «είχε εγκαταλειφθεί εντελώς» από την κυβέρνηση Μπάιντεν, υποστηρίζοντας πως το σύστημα ασφαλείας αποδιοργανώθηκε.
Ωστόσο, στην ίδια συνέντευξη παραδέχτηκε ότι όλα τα στοιχεία του ελέγχου του Lakanwal συλλέχθηκαν από την κυβέρνηση Μπάιντεν, η οποία είχε την ευθύνη αξιολόγησης όταν εκείνος εισήλθε στη χώρα το 2021 – γεγονός που αντιφάσκει με την προσπάθειά της να παρουσιάσει την επίθεση ως αποτέλεσμα ελλιπούς ελέγχου υπό τους Δημοκρατικούς.
Η αντιπαράθεση κλιμακώθηκε όταν η Noem ρωτήθηκε για τις απελάσεις προς το Ελ Σαλβαδόρ και τη Βενεζουέλα που διέταξε να συνεχιστούν, παρά την εντολή ομοσπονδιακού δικαστή να σταματήσουν.
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης είχε κατηγορήσει την κυβέρνηση Τραμπ ότι αψήφησε την εντολή του δικαστή James Boasberg, ο οποίος τον Μάρτιο του 2025 είχε δώσει ρητή εντολή ώστε πτήσεις απελάσεων που βρίσκονταν στον αέρα να επιστρέψουν στις ΗΠΑ.
Η Noem απέρριψε τον ισχυρισμό, λέγοντας ότι δεν παραβίασε καμία εντολή και επιτέθηκε στον δικαστή χαρακτηρίζοντάς τον «ακτιβιστή» και «ριζοσπαστικό».
«Θα συνεχίσουμε να κάνουμε το σωστό, να προστατεύουμε τους Αμερικανούς, όποιος κι αν είναι ο δικαστής που προσπαθεί να μας σταματήσει», δήλωσε. Σε άλλη εμφάνιση στο ABC, επιβεβαίωσε πως η απόφαση ήταν «δική της και υπό την πλήρη εξουσία της», στο πλαίσιο – όπως είπε – της πολιτικής του προέδρου Τραμπ για την απέλαση «επικίνδυνων εγκληματιών, τρομοκρατών και μελών καρτέλ».
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ωστόσο, υποστήριξε ότι η απόφαση δεν παραβίασε την εντολή, με το σκεπτικό ότι οι κρατούμενοι, την ώρα της πτήσης, δεν βρίσκονταν πια σε «έδαφος των ΗΠΑ».
Ο δικαστής Boasberg βρίσκεται στη διαδικασία διερεύνησης ενδεχόμενης παράβλεψης δικαστικής εντολής από πλευράς της κυβέρνησης Τραμπ. Παρά την ένταση, η υπόθεση παραμένει ανοιχτή και ενδέχεται να αποτελέσει μείζον πεδίο θεσμικής σύγκρουσης μεταξύ Δικαιοσύνης και εκτελεστικής εξουσίας τους επόμενους μήνες.
Το περιστατικό της επίθεσης στην Εθνοφρουρά, για το οποίο μέχρι στιγμής δεν έχουν δημοσιοποιηθεί λεπτομέρειες για τα κίνητρα του δράστη, μετατράπηκε γρήγορα σε πολιτικό εργαλείο. Η κυβέρνηση Τραμπ επιδιώκει να σκληρύνει τη μεταναστευτική πολιτική και να θεμελιώσει την ατζέντα της περί «εθνικής ασφάλειας», σε μια περίοδο που η πολιτική πόλωση βρίσκεται στο ζενίθ.
Το γεγονός ότι ο ύποπτος συνεργάστηκε με τις αμερικανικές υπηρεσίες πριν καταρρεύσει το Αφγανιστάν, και ότι εντάχθηκε στο πρόγραμμα για όσους Αφγανούς κινδύνευαν λόγω αυτής της συνεργασίας, καθιστά τη ρητορική Noem πιο περίπλοκη: δύσκολα μπορεί κανείς να αγνοήσει ότι ο Lakanwal ήταν ένας σύμμαχος των ΗΠΑ, τον οποίο η χώρα επέλεξε να προστατεύσει.
Ενώ η έρευνα για την επίθεση βρίσκεται σε εξέλιξη, το πολιτικό σκηνικό μετατρέπεται σε πεδίο αντιπαράθεσης για τον έλεγχο των συνόρων, τις διαδικασίες ασύλου και τη σχέση κυβέρνησης–δικαστικής εξουσίας, τονίζει δημοσίευμα του Guardian.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι το περιστατικό και οι δηλώσεις Noem προσθέτουν νέο καύσιμο σε μια ήδη πολωμένη εθνική συζήτηση – όπου η ασφάλεια, η μετανάστευση και η θεσμική νομιμότητα συγκρούονται για άλλη μια φορά στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής των ΗΠΑ.
