Ακροβασίες Τραμπ με τη Σαουδική Αραβία
Υποσχέθηκε οπλικά συστήματα και πυρηνική τεχνολογία στον πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν έναντι παχυλών επενδύσεων από τη χώρα του Κόλπου στις ΗΠΑ
Μαριάννα Κουτέλα
20:00
24 Νοεμβρίου 2025
EUROKINISSI: Αρχείο
Η προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια καλά σκηνοθετημένη παγκόσμια επίδειξη ισχύος. Κεντρικό ρόλο σε αυτήν τη στρατηγική φαίνεται ότι έχει η Μέση Ανατολή, όχι όμως για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής τραγωδίας στη Γάζα, αλλά για τις business με τα κράτη του Κόλπου. Η συνάντηση του πρίγκιπα διαδόχου της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν με τον Αμερικανό πρόεδρο στον Λευκό Οίκο αυτή την εβδομάδα συνιστά ένα διπλωματικό εγχείρημα μεγάλης εμβέλειας, που συνδυάζει πολυδάπανες αγορές όπλων, εμπορικά συμφέροντα και στρατηγικές πρωτοβουλίες στην περιοχή. Ο Τραμπ έστρωσε το κόκκινο χαλί για τον Μπιν Σαλμάν, παρόλο που δεν είναι επισήμως αρχηγός κράτους. Η επίσκεψή του στον Λευκό Οίκο θεωρείται ωστόσο πρόδρομος της στέψης του ως βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας.
Η επίσκεψη του Σαουδάραβα πρίγκιπα στην Ουάσινγκτον σηματοδοτεί παράλληλα την επανεκκίνηση μιας σχέσης που δοκιμάστηκε σοβαρά τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για την πρώτη επίσημη επίσκεψή του στις ΗΠΑ μετά τη δολοφονία του δημοσιογράφου της «Washington Post» Τζαμάλ Κασόγκι (αυτοεξόριστος στις ΗΠΑ το 2017, επέκρινε τις πολιτικές του Μπιν Σαλμάν) στην Κωνσταντινούπολη το 2018. Η υπόθεση αυτή, που συγκλόνισε τον πλανήτη, έφερε ξανά στην επιφάνεια τις ανησυχίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Σαουδική Αραβία και έθεσε σε δοκιμασία τις σχέσεις Ουάσινγκτον – Ριάντ, φαίνεται πως δεν αποτελεί πλέον εμπόδιο για τον Τραμπ. Η προεδρία του υιοθετεί μια προσέγγιση στην οποία οι στρατηγικές και οικονομικές σκοπιμότητες υπερτερούν των ηθικών ή πολιτικών ενδοιασμών και η δημόσια προβολή της «σχέσης εμπιστοσύνης» λειτουργεί κυρίως ως μέσο αποκατάστασης μιας διπλωματικής κανονικότητας που ποτέ δεν είχε εδραιωθεί πλήρως.
Ο Τραμπ υπερασπίστηκε ανοιχτά τον Σαουδάραβα ηγέτη απέναντι στις κατηγορίες για τη δολοφονία Κασόγκι δηλώνοντας ότι ο πρίγκιπας «δεν γνώριζε τίποτα» για το γεγονός, μια θέση που έρχεται σε αντίθεση με τα συμπεράσματα των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών. Γνωστός για τη χυδαιότητά του απέναντι σε εργαζόμενους του Τύπου, όχι μόνο αποκάλεσε «φρικτή» μια δημοσιογράφο του δικτύου ABC που ρώτησε για τον Κασόγκι, αλλά προειδοποίησε έναν δημοσιογράφο της εφημερίδας «Washington Post» «να μην ντροπιάσει τον Μπιν Σαλμάν». Παράλληλα, επαίνεσε τον πρίγκιπα για την «εξαιρετική δουλειά» που έχει κάνει, ενώ ο Μπιν Σαλμάν επισήμανε από την πλευρά του στον Τραμπ ότι τις επόμενες ημέρες η Σαουδική Αραβία θα είναι σε θέση να αυξήσει τη δέσμευσή της για επενδύσεις σε σχεδόν 1 τρισεκατομμύριο δολάρια.
Στην ατζέντα της συνάντησης βρέθηκαν θέματα στρατηγικής σημασίας, όπως η περιφερειακή ασφάλεια, η πυρηνική τεχνολογία, η τεχνητή νοημοσύνη και οι πωλήσεις μαχητικών F-35. Ο Τραμπ με τη χαρακτηριστική του ρητορική δηλώνει απροκάλυπτα ότι σκοπεύει να εγκρίνει την πώληση στη Σαουδική Αραβία των προηγμένων μαχητικών, τα οποία μέχρι σήμερα διαθέτει μόνο το Ισραήλ στη Μέση Ανατολή. Το γεγονός υπογραμμίζει την ενίσχυση των στρατιωτικών δεσμών μεταξύ της μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη και του κορυφαίου εξαγωγέα πετρελαίου, ενισχύοντας έναν περιφερειακό παίκτη που παραμένει υπό διεθνή επιτήρηση.
Η συγκεκριμένη συμφωνία, η οποία προβλέπει την πώληση 48 μαχητικών αεροσκαφών αξίας περίπου 100 εκατομμυρίων δολαρίων έκαστο, θα υλοποιηθεί μέσω εκτελεστικού διατάγματος και όχι μέσω της Γερουσίας, διαδικασία που επιτρέπει στον εκάστοτε πρόεδρο να ενεργεί χωρίς νομοθετική επικύρωση και παράλληλα δίνει τη δυνατότητα σε μελλοντικούς προέδρους να ανατρέψουν την απόφαση. Από τη μία πλευρά αυτή η «εκτελεστική ακροβασία» ενθουσιάζει τους φίλους των μεγάλων συμβολαίων, αλλά από την άλλη εγείρει ανησυχίες για τη διαφάνεια και τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, καθώς παρακάμπτονται θεσμοί που συνήθως λειτουργούν ως αντίβαρο στις αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας.
Στον πυρήνα των συνομιλιών βρίσκεται και η πολιτική του Τραμπ απέναντι στο Ισραήλ. Ο Αμερικανός πρόεδρος επανέλαβε την επιθυμία να δει τη Σαουδική Αραβία να εντάσσεται στις λεγόμενες Συμφωνίες του Αβραάμ, ενδεχόμενο που θεωρεί ως μέσο για «το τέλος του πολέμου στη Γάζα». Ο Μπιν Σαλμάν, αν και δήλωσε πρόθυμος να εργαστεί για την αναγνώριση του Ισραήλ, ζητά διασφαλίσεις για το ότι η πορεία προς μια λύση δύο κρατών στο παλαιστινιακό έχει καθοριστεί με σαφήνεια, κάτι που το Ισραήλ απορρίπτει κατηγορηματικά.
Στην οικονομική σφαίρα η σχέση Τραμπ – Μπιν Σαλμάν περιπλέκεται ακόμη περισσότερο. Το σαουδαραβικό κρατικό ταμείο PIF έχει μειώσει τις αμερικανικές επενδύσεις και έχει αυξήσει τις εγχώριες, γεγονός που μπορεί να περιορίσει την επιρροή του Λευκού Οίκου σε κρίσιμες αγορές. Ο Ομιλος Τραμπ σχεδιάζει νέα εμπορικά έργα στη Σαουδική Αραβία, ενώ οι διαπραγματεύσεις για την απόκτηση ακινήτου του PIF δείχνουν ότι η οικονομική ατζέντα του προέδρου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εξωτερική πολιτική. Αυτό καταδεικνύει και το γεγονός πως η επενδυτική εταιρεία Affinity Partners του γαμπρού του Τραμπ, Τζάρεντ Κούσνερ, έχει λάβει δισεκατομμύρια δολάρια σε κεφάλαια από σαουδαραβικές πηγές, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με πιθανή σύγκρουση συμφερόντων.
ΗΠΑ και Σαουδική Αραβία επικύρωσαν «κοινή διακήρυξη» για την πυρηνική ενέργεια για πολιτικούς σκοπούς, η οποία «δημιουργεί τη νομική βάση για συνεργασία αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων επί δεκαετίες» κατά τρόπο που θα εγγυάται «την τήρηση σθεναρών προτύπων για τη μη διάδοση» των πυρηνικών όπλων. Ωστόσο οι τεχνολογικές φιλοδοξίες του Ριάντ προσκρούουν σε κανονιστικούς και στρατηγικούς περιορισμούς: ενώ οι Σαουδάραβες θέλουν να εισάγουν τσιπ από την Nvidia και την Advanced Micro Devices (AMD), οι αμερικανικές κυβερνητικές πολιτι
