website analysis Η δίκη των «Έξι» και η εκτέλεσή τους στις 15 Νοεμβρίου 1922 – Epikairo.gr

Η δίκη των «Έξι» και η εκτέλεσή τους στις 15 Νοεμβρίου 1922
Η απόφαση του στρατοδικείου είχε άμεση ισχύ και στις 15 Νοεμβρίου και ώρα 11:30 ξεκίνησαν οι εκτελέσεις των «Έξι».
Χρήστος Κουφάκος
10:52
16 Νοεμβρίου 2025
Ο πάγκος των κατηγορουμένων στη Δίκη των Έξι: Μ. Γούδας, Γ. Μπαλτατζής, Ξ. Στρατηγός, Δ. Γούναρης, Ν. Στράτος, Ν. Θεοτόκης, Π. Πρωτοπαπαδάκης (Wikipedia)

Η δίκη των «Έξι» (ή «Εξ») αποτελεί τη στρατιωτική καταδίκη σε θάνατο των πολιτικών και στρατιωτικών που –θεωρήθηκαν– βασικοί υπαίτιοι για τη Μικρασιατική Καταστροφή, αποτελώντας μία από τις πιο «μαύρες σελίδες» του Εθνικού Διχασμού.
Στο εδώλιο κάθισαν 8 συνολικά κατηγορούμενοι (7 πολιτικοί και ένας στρατιωτικός), αλλά εκτελέστηκαν οι 6, με την ονομασία της δίκης να λαμβάνεται από τους εκτελεσθέντες. Όσον αφορά το ιστορικό της δίκης των «Έξι», η έναρξη της διαδικασίας έγινε στις 31 Οκτωβρίου 2022 και στις 15 Νοεμβρίου 2022 ολοκληρώθηκε με την καταδίκη των «Έξι» σε θάνατο.

Πριν από την 15η Νοεμβρίου και την καταδίκη των «Έξι», στις 29 Σεπτεμβρίου 1922, σχηματίστηκε πολιτική κυβέρνηση στην οποία η επαναστατική επιτροπή που συγκροτήθηκε από στρατιωτικούς που επέστρεφαν από το μικρασιατικό μέτωπο παραχώρησε ένα μέρος της εξουσίας της. Λίγες ημέρες αργότερα αναδιοργανώθηκε και η ηγεσία του κινήματος, με την κατάργηση της δωδεκαμελούς Επαναστατικής Επιτροπής, ενώ αυξήθηκαν κατά δύο τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Επαναστάσεως.

Η αρχική σκέψη των κινηματιών για προσαγωγή των κρατούμενων υπουργών στο πολεμικό σκάφος «Λήμνος» και απευθείας εκτέλεσής τους απορρίφθηκε, καθώς μια σημαντική μερίδα των Φιλελεύθερων δεν συμφωνούσε με αυτή τη διαδικασία και οι πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας είχαν εκφράσει την πλήρη αντίθεσή τους στις εκτελέσεις, κατά την πρώτη συνάντησή τους στις 15 Σεπτεμβρίου. Στη συνάντηση αυτή, ο Γονατάς και ο Πλαστήρας από πλευρά της Επαναστατικής Επιτροπής συμφώνησαν ότι οι κατηγορούμενοι έπρεπε να παραπεμφθούν σε τακτικό δικαστήριο.

Αυτή η στάση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στα μεσαία και ανώτερα στρατιωτικά στελέχη, οδηγώντας την ηγεσία του κινήματος να αλλάζει τελικά πλεύση στο ζήτημα της τιμωρίας «υπευθύνων της καταστροφής», όπως χαρακτηρίζονταν. Η συγκεκριμένη κατάσταση υποκινήθηκε κατά βάση από τον Πάγκαλο, ο οποίος προσπάθησε να προωθηθεί στην ηγεσία της επανάστασης, με σκοπό την εγκαθίδρυση στρατιωτικής δικτατορίας.

Στις 4 Οκτωβρίου, η πενταμελής «Εκτελεστική Επιτροπή της Επαναστάσεως» εξέδωσε διάγγελμα στο οποίο μνημόνευε για πρώτη φορά την ανάγκη της «παραδειγματικής ποινικής τιμωρίας των εχθρών της Πατρίδος, εις τους οποίους οφείλεται η κατάρρευσις του Μικρασιατικού Μετώπου». Λόγω του γενικού αναβρασμού που επικρατούσε, στις 12 Οκτωβρίου, η επαναστατική επιτροπή ανακοίνωσε τη σύσταση εκτάκτου στρατοδικείου που θα δίκαζε τους υπευθύνους της καταστροφής.

Ο Θ. Πάγκαλος ανέλαβε την προεδρία της Ανακριτικής Επιτροπής, η οποία έβγαλε το πόρισμά της. Με αυτό ζητήθηκε η παραπομπή των Δ. Γούναρη, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Γ. Μπαλτατζή, Ξ. Στρατηγού, Μ. Γούδα, Ν. Στράτου, Ν. Θεοτόκη και Γ. Χατζανέστη, με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας».

Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά για τους οκτώ κατηγορούμενους, «εκουσίως και εκ προθέσεως υπεστήριξαν την εισβολήν ξένων στρατευμάτων, ήταν του τουρκικού εθνικιστικού στρατού, εις την επικράτεια του Βασιλείου… παραδώσαντες άμα εις τον εχθρόν πόλεις, φρούρια, μέγα μέρος του στρατού και μεγίστης αξίας υλικού πολέμου».

Εν συνεχεία, το κατηγορητήριο προσδιόριζε 14 συγκεκριμένα «μέσα» που χρησιμοποίησαν οι κατηγορούμενοι κατά την τέλεση του αδικήματος της εσχάτης προδοσίας. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται τα εξής: αγνόησαν τις προειδοποιήσεις της Αντάντ (Entente) ως προς τις συνέπειες που είχε για την Ελλάδα η επιστροφή του Κωνσταντίνου, δεν του υπέδειξαν μετά την επιστροφή του να παραιτηθεί, τοποθέτησαν άπειρα στελέχη ως επικεφαλής του στρατού, διεξήγαγαν τις επιχειρήσεις του 1921 με αποτέλεσμα ήττες, απώλειες και κλονισμό του ηθικού του στρατού, προέβησαν σε διορισμό του Χατζανέστη, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως «ανισσόροπο και διαλυτικό στοιχείο», απέσπασαν μέρος του στρατού της Μ. Ασίας προς τη Θράκη χωρίς ουσιαστική αιτία.

Την προεδρία του στρατοδικείου ανέλαβε ο υποστράτηγος Α. Οθωναίος. Η δίκη ξεκίνησε στις 31 Οκτωβρίου, 9 π.μ., και ολοκληρώθηκε έπειτα από 14 συνεδριάσεις, στις 15 Νοεμβρίου.

Το πρώτο θέμα με το οποίο ασχολήθηκε το στρατοδικείο αφορούσε την εξέταση (απορρίφθηκε) της ενστάσεως αναρμοδιότητας και μειωμένων ευθυνών των κατηγορουμένων κατά την περίοδο της υπουργικής τους θητείας, το οποίο είχε υποβάλει η υπεράσπιση.

Ακολούθησε η εξέταση 12 μαρτύρων κατηγορίας και 12 υπεράσπισης, οι απολογίες των κατηγορούμενων και οι αγορεύσεις των επιτροπών της επανάστασης και των συνηγόρων.

Κατά τη διάρκεια της δίκης, η κατηγορία προσπαθούσε να αποδείξει ότι η στρατιωτική ευθύνη για την κατάρρευση του μετώπου βάρυνε αποκλειστικά την ανώτατη ηγεσία των ελληνικών δυνάμεων υπό τον αρχιστράτηγο Χατζανέστη και πως η μειονεκτική θέση που είχε φτάσει η Ελλάδα ήταν αποτέλεσμα της απομάκρυνσης από την Αντάντ μετά την επιστροφή του Κωνσταντίνου.

Η υπεράσπιση επιχείρησε να αντικρούσει την πρώτη κατηγορία σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο και τη δεύτερη ότι οι κατηγορούμενοι δεν ακολούθησαν αυτοτελή πολιτική και ότι η στάση της Αντάντ δεν άλλαξε μετά τη μεταπολίτευση.

Παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της διαδικασίας αφιερώθηκε σε εξέταση των στρατιωτικών αιτίων της καταστροφής, παρατηρήθηκε μια αξιοσημείωτη σύμπνοια απόψεων μεταξύ κατηγορητηρίου και υπεράσπισης, αναφορικά με τις σχέσεις της Ελλάδας με την Αντάντ.

Η απόφαση του στρατοδικείου ανακοινώθηκε από τον πρόεδρό του Α. Οθωναίο τις πρωινές ώρες της 15ης Νοεμβρίου. Σύμφωνα με την απόφαση, κρίθηκαν ένοχοι όλοι οι κατηγορούμενοι και καταδικάστηκαν παμψηφεί σε θάνατο οι Γ. Χατζανέστης, Δ. Γούναρης, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Γ. Μπαλτατζής, , Ν. Στράτος, Ν. Θεοτόκης. Ο Ξ. Στρατηγός και ο Μ. Γούδας καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη.
Στα στενογραφημένα πρακτικά της δίκης, ορισμένα αποσπάσματα της απόφασης παρατίθενται στη συνέχεια:

«Δια ταῦτα

Κηρύσσει παμψηφεί ενόχους τους κατηγορουμένους: 1) Δημήτριον Γούναρην, 2) Νικόλαον Στράτον, 3) Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, 5) Γεώργιον Χατζανέστην, 4) Νικόλαον Θεοτόκην, 6) Ξενοφώντα Στρατηγόν, 7) Μιχαήλ Γούδαν και 8) Γεώργιον Μπαλτατζῆν.

1) Ὅτι ὑπο κοινοῦ συμφέροντος κινούμενοι συναπεφάσισαν την ἐκτέλεσιν τῆς ἀμέσως ἑπομένης ἀξιοποίνου πράξεως και προς ἀλλήλους αμοιβαίαν συν ένεκα ταύτης συνομολογήσαντες δρομην ἀπο τῆς 3ης Νοεμβρίου 1920 μέχρι τέλους Αὐγούστου 1922 ἐν Αθήναις και ἀλλαχοῦ τοῦ Κράτους συνώμοσαν και συν απεφάσισαν περι πράξεως ἐσχάν της προδοσίας και συνυπεχρεώ θησαν προς ἀλλήλους προς ταύτη…

2) Τον κατηγορούμενον Γ. Χατζανέστην, τέως ἀρχηγόν Στρατιάς Μικράς Ασίας, ὡς ὑπαίτιον τοῦ ὅτι ἐν Σμύρνῃ και ἀλλαχοῦ ἀπο τῆς 13ης Αυγούστου 1922 μέχρι της 23ης Ιδίου μηνος και Στους εκουσίως και ἐκ προθέσε ως παρέδωκε προς τον ἐχθρον μεγάλα τμήματα τῆς παρ’ αὐτοῦ θροῦ φυγήν μεγάλων τμημάτων τοῦ στρατεύματος και παρημπόδισε την ἀνασυνάθροισιν αὐτοῦ.

Καταδικάζει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώρ. Μπαλτατζῆν και Νικόλαον Θεοτόκην εἰς την ποινην τοῦ θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούβαν και Ξενοφῶντα Στρατηγόν εἰς την ποινην τῶν Ισοβίων δεσμῶν.

Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη, άρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγοῦ, ὑποστρατήγου και Μιχαηλ Γούδα, ὑποναυάρχου, και ἐπιβάλλει αὐτοῖς τα ἔξοδα και τέλη και δια προσωπικής των κρατήσεως.

Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν ἀποζημίωσιν ὑπερ τοῦ Δημοσίου και κατά: 1) Δ. Γούναρη δραχ. διακοσίων χιλιάδων 2) Ν. Στράτου δραχ. τριακοσίων τριάκοντα πέντε χιλιάδων, 3), Π. Πρωτοπαπαδάκη δραχ. πεντακοσίων χιλιάδων, 4) Γ. Μπαλτατζή δραχ. ἐνος ἑκατομμυρίου, 5) Μ. Θεοτόκη δραχ. ἐνος ἐκατομμυρίου και 6) Μ. Γούδα δρχ. διακοσίων χιλιάδων.

Εκρίθη, ἀπεφασίσθη και ἔδημοσιεύθη».

Η απόφαση του στρατοδικείου είχε άμεση ισχύ και στις 15 Νοεμβρίου και ώρα 11:30 ξεκίνησαν οι εκτελέσεις των «Έξι». Στο διάστημα που ακολούθησε μεταξύ των εκτελέσεων και την αναχώρηση του Βρετανού πρεσβευτή για το Λονδίνο, έφτασε ο από τη Λωζάννη στην Αθήνα ο Άγγλος πλοίαρχος Τάλμποτ, προσωπικός φίλος και απεσταλμένος του Βενιζέλου, ο οποίος είχε πληροφορηθεί την εκτέλεση.

Η καταδίκη και εκτέλεση των πέντε πολιτικών και του αρχιστράτηγου αναφέρεται από τον Γ. Δαφνή ως «βαρύτατον σφάλμα» της Επαναστάσεως, με το αγγλικό Κοινοβούλιο να χαρακτηρίζει την πράξη ως «βάρβαρος».

Μετά την έκδοση της απόφασης, έγιναν προσπάθειες για σωτηρία του Γούναρη και των υπολοίπων καταδικασθέντων, χωρίς αποτέλεσμα. Σε επανειλημμένα διαβήματά του, ο πρεσβευτής Λίντλεϊ (Lindley) τόνισε στην ελληνική κυβέρνηση τις επιπτώσεις στις αγλλοελληνικές σχέσεις η εκτέλεση των κατηγορουμένων. Παράλληλα, στις 10 Νοέμβρη, παραιτήθηκε η κυβέρνηση Κροκιδά, κρίνοντας ότι το αγγλικό διάβημα θα έχει ουσιαστικό χαρακτήρα.

Ο Τάλμποτ κατέφθασε με σκοπό τη σωτηρία του πρίγκιπα Ανδρέα, που είχε παραπεμφθεί στο στρατοδικείο με την κατηγορία της αρνήσεως εκτελέσεως διαταγής του αρχηγού της Στρατιάς κατά τις μάχες στο Σαγγάριο, τον Σεπτέμβριο του 2021. Μια μέρα μετά, ο πρίγκιπας Ανδρέας, συνοδευόμενος από τον Τάλμποτ, αναχώρησε για την Ιταλία.

Ως προς τον Βενιζέλο, είχε αντιταχθεί πολλάκις να λάβει θέση στο ζήτημα της Δίκης των «Έξι», προειδοποιώντας την ελληνική κυβέρνηση ότι η αγγλική κυβέρνηση θα ανακαλούσε τον Άγγλο πρεσβευτή από την Αθήνα σε περίπτωση εκτελέσεων.

H δίκη και εκτέλεση των «Έξι» αποτέλεσε μια μαύρη σελίδα του Εθνικού Διχασμού. Αποτέλεσε μια δίκη πολιτικής σκοπιμότητας, όπου παραδέχθηκε το 1949 ο Πάγκαλος, αναφερόμενος ότι υπήρξαν «αναγκαία θύματα». Επίσης από κανένα στοιχείο της ακροαματικής διαδικασίας δεν προέκυψε η έννοια του δόλου των κατηγορουμένων.

Η απόφαση του στρατοδικείου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αναμενόμενη. Παρά τις λανθασμένες αποφάσεις των κατηγορουμένων, δεν υπήρχαν σαφή τεκμήρια που να στοιχειοθετούν την καταδίκη τους για αυτές τις κατηγορίες. Η βασική κατηγορία, ότι οι κατηγορούμενοι παρέδωσαν ελληνικό έδαφος στον εχθρό, δεν είχε νομική βάση, εφόσον η κατεχόμενη από τον ελληνικό στρατό περιοχή της δυτικής Μικρός Ασίας δεν ήταν ελληνικό έδαφος, ούτε κατά το διεθνές ούτε κατά το ελληνικό ∆ίκαιο. Όπως αναφέρεται στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, το συγκεκριμένο κατηγορητήριο και η συγκεκριμένη καταδίκη αποτελούσαν πράξεις σκοπιμότητας.

Ωστόσο, έπρεπε να δοθεί απάντηση στην οργισμένη κοινή γνώμη και κυρίως στο στράτευμα στο ερώτημα «τις πταίει». Έπρεπε να βρεθούν συγκεκριμένοι υπαίτιοι της καταστροφής, με την «προδοσία» να είναι ο καλύτερος τρόπος για να αφομοιώσουν οι Έλληνες τη μεγάλη τους ήττα.

Παρά τη βαρύτατη κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και αποκλειστικής ευθύνης για την καταστροφή, δεν μπορούσε να δοθεί μια σαφής απάντηση για το τι έφταιξε τελικά.