Εκατοντάδες ακυρώσεις πτήσεων έπληξαν τα αεροδρόμια των ΗΠΑ την Παρασκευή (7/11), καθώς οι ανησυχίες για τις αεροπορικές μετακινήσεις έκαναν πολλούς Αμερικανούς να συνειδητοποιήσουν τις επιπτώσεις της διακοπής λειτουργίας της κυβέρνησης, ενώ πλησιάζει και η μεγάλη ετήσια γιορτή του Thanksgiving (27 Νοεμβρίου) για την οποία ταξιδεύουν με αεροπλάνο εκατομμύρια άνθρωποι ανά τις Πολιτείες.
Κατά τη διάρκεια του πιο μεγάλου σε διάρκεια shutdown στην ιστορία των ΗΠΑ, που εισήλθε σήμερα στην 38η μέρα, 13.000 ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας και 50.000 υπάλληλοι ασφαλείας στα αεροδρόμια αναγκάστηκαν να εργαστούν ενώ παραμένουν απλήρωτοι.
Η Ομοσπονδιακή Διοίκηση Αεροπορίας (FAA) προειδοποίησε ότι μπορεί να απορρίψει συγκεκριμένες περικοπές πτήσεων εάν επηρεάζουν δυσανάλογα ορισμένες κοινότητες ταξιδιωτών, όπως Λατίνοι, ενώ ενδέχεται να μειώσει έως και 10% τις πτήσεις της γενικής αεροπορίας σε αεροδρόμια υψηλής κίνησης, εάν συνεχιστούν τα προβλήματα στελέχωσης.
Οι περικοπές πτήσεων ανακοινώθηκαν από την FAA αυτή την εβδομάδα, με σκοπό τον περιορισμό της εναέριας κυκλοφορίας.
Οι μεγάλες αεροπορικές εταιρείες δήλωσαν ότι οι περισσότεροι πελάτες δεν θα επηρεαστούν και ότι οι ταξιδιώτες που επιθυμούν να αλλάξουν ή να ακυρώσουν μια πτήση για να λάβουν επιστροφή χρημάτων μπορούν να το κάνουν. Οι διεθνείς πτήσεις δεν επηρεάστηκαν ουσιαστικά.
Από την Παρασκευή, η FAA απαίτησε από τις αεροπορικές εταιρείες να μειώσουν κατά 4% τις πτήσεις σε 40 από τα πιο πολυσύχναστα αεροδρόμια της χώρας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εξυπηρετούν την Ατλάντα, το Σικάγο, το Λος Άντζελες, τη Νέα Υόρκη και άλλες μεγάλες πόλεις.
Την Παρασκευή, η FAA επέβαλε προγράμματα καθυστέρησης απογείωσης στα αεροδρόμια του Ώστιν και του Ρίγκαν (Ουάσιγκτον), λόγω ελλείψεων προσωπικού.
Η εντολή θα παραμείνει σε ισχύ μέχρι τη Δευτέρα, αυξάνοντας το ποσοστό στο 6% την Τρίτη, στο 8% την Πέμπτη και στο 10% την επόμενη Παρασκευή.
Οι αεροπορικές εταιρείες υιοθέτησαν μια «χειρουργική» προσέγγιση στις περικοπές: η συντριπτική πλειονότητα των δρομολογίων στις ΗΠΑ την Παρασκευή εξακολουθεί να έχει κάποια εξυπηρέτηση, ενώ οι ακυρώσεις συγκεντρώθηκαν σε πτήσεις μικρών αποστάσεων, σύμφωνα με την Cirium, μια εταιρεία δεδομένων αεροπορικών μεταφορών.
Συνολικά όμως, επηρεάστηκαν αρνητικά πάνω από 2.000 πτήσεις την Παρασκευή, ανέφερε η εφημερίδα The New York Times.
Από νωρίς το πρωί, οι αεροπορικές εταιρείες είχαν ακυρώσει περίπου 748 πτήσεις, περίπου το 3% των 25.000 που είχαν προγραμματιστεί για την ημέρα.
Αυτό αποτέλεσε μια σχετικά μικρή διαταραχή: αν ο αριθμός παραμείνει σταθερός, η Παρασκευή θα είναι η 72η χειρότερη ημέρα για ακυρώσεις πτήσεων από την αρχή του περασμένου έτους, σύμφωνα με την Cirium. Περισσότερες πτήσεις ακυρώθηκαν στις 30 Οκτωβρίου.
Και ενώ η κλίμακα αυτών των περικοπών είναι μεγαλύτερη από το συνηθισμένο, οι αεροπορικές εταιρείες δήλωσαν ότι θα είναι διαχειρίσιμες.
Ο Υπουργός Μεταφορών, Σον Π. Ντάφι, προειδοποίησε ότι οι καθυστερήσεις θα επιδεινωθούν όταν οι ελεγκτές «θα δουν την αμοιβή τους να είναι ένα μεγάλο, παχύ μηδέν».
Καθώς πολλοί ελεγκτές αναμένεται να δηλώσουν αναρρωτική άδεια, η κατάσταση στα αεροδρόμια αναμένεται να γίνει χαοτική.
Ήδη, αεροδρόμια και αεροπορικές ενώσεις έχουν αρχίσει να στήνουν «τράπεζες τροφίμων» (food pantries) και να συλλέγουν δωρεές για τους απλήρωτους εργαζόμενους, γράφει η εφημερίδα The Washington Post.
Δεν σταματούν όλες οι πτυχές της διακυβέρνησης κατά τη διάρκεια ενός shutdown, δηλαδή της αναστολής λειτουργίας της κυβέρνησης.
Οι υπηρεσίες που θεωρούνται «απαραίτητες» συνεχίζουν κανονικά, αλλά οι περισσότεροι υπάλληλοι δεν πληρώνονται μέχρι να ξανανοίξει η κυβέρνηση.
Σε αυτό το πλαίσιο, το προσωπικό προστασίας των συνόρων, οι πράκτορες της ICE (Μετανάστευσης και Τελωνείων) και το προσωπικό ενδονοσοκομειακής ιατρικής περίθαλψης αναμένεται να υπολειτουργήσουν.
Την ίδια ώρα, χιλιάδες κυβερνητικοί υπάλληλοι που θεωρούνται «μη απαραίτητοι» έχουν τεθεί σε προσωρινή άδεια άνευ αποδοχών.
Ο αντίκτυπος γίνεται αισθητός σε κρίσιμους τομείς: τα στρατεύματα των ΗΠΑ κινδύνευσαν να χάσουν τη μισθοδοσία τους στα μέσα Οκτωβρίου, ενώ μια άλλη κρίση από το shutdown αφορά τα κουπόνια σίτισης: Τα χρήματα για το Πρόγραμμα Συμπληρωματικής Βοήθειας Διατροφής (Snap) εξαντλήθηκαν.
Τα 41 εκατομμύρια άνθρωποι που είναι εγγεγραμμένοι στο πρόγραμμα προειδοποιήθηκαν στα τέλη Οκτωβρίου ότι θα έχαναν την επισιτιστική τους βοήθεια.
Μετά από προσφυγές, ένας ομοσπονδιακός δικαστής διέταξε στις 6 Νοεμβρίου την κυβέρνηση Τραμπ να χρηματοδοτήσει πλήρως το πρόγραμμα χρησιμοποιώντας κονδύλια έκτακτης ανάγκης.
Οι επιταγές της Κοινωνικής Ασφάλισης (Social Security) και του Medicare συνεχίζουν να διανέμονται, αλλά κρίσιμες υπηρεσίες, όπως η επαλήθευση παροχών και η έκδοση καρτών, ενδέχεται να διακοπούν.
Ταυτόχρονα, υπηρεσίες όπως τα ομοσπονδιακά χρηματοδοτούμενα προσχολικά ιδρύματα και τα μουσεία Smithsonian έχουν μειώσει τη λειτουργία τους ή έχουν κλείσει.
Μεγάλα εθνικά πάρκα και μνημεία σε όλη τη χώρα έχουν κλείσει, συμπεριλαμβανομένης της Νήσου Αλκατράζ στον Κόλπο του Σαν Φρανσίσκο και του εσωτερικού του Μνημείου της Ουάσιγκτον.
Υπενθυμίζεται ότι κατά το προηγούμενο shutdown (2018-2019), τα πάρκα κρατήθηκαν ανοιχτά χωρίς προσωπικό, γεγονός που οδήγησε σε βανδαλισμούς και λεηλασίες σε ορισμένες ιστορικές τοποθεσίες.
Σε άλλες χώρες, οι κυβερνήσεις συνεχίζουν να λειτουργούν, ακόμη και εν μέσω πολέμων και συνταγματικών κρίσεων.
Στις ΗΠΑ, οι διακοπές λειτουργίας της κυβέρνησης έχουν γίνει ένα είδος διαπραγματευτικού εργαλείου για τους πολιτικούς ηγέτες – και ένα διαρκές φαινόμενο, τονίζει το BBC.
Το ομοσπονδιακό σύστημα διακυβέρνησης της Αμερικής επιτρέπει σε διαφορετικά κόμματα να ελέγχουν διαφορετικούς κλάδους της κυβέρνησης.
Ήταν μια δομή που επινοήθηκε από τους ιδρυτές της χώρας για να ενθαρρύνει τον συμβιβασμό και τη διαβούλευση, αλλά τελευταία έχει το αντίθετο αποτέλεσμα.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το 1980, ο γενικός εισαγγελέας υπό τον πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ εξέδωσε μια στενή ερμηνεία του νόμου Anti-Deficiency Act του 1884.
Ο νόμος περί δαπανών του 19ου αιώνα απαγόρευε στην κυβέρνηση να συνάπτει συμβάσεις χωρίς την έγκριση του Κογκρέσου.
Για σχεδόν έναν αιώνα, αν υπήρχε κενό στον προϋπολογισμό, η κυβέρνηση επέτρεπε τη συνέχιση των απαραίτητων δαπανών. Αλλά μετά το 1980, η κυβέρνηση υιοθέτησε μια πολύ πιο αυστηρή στάση: χωρίς προϋπολογισμό, δεν υπάρχουν δαπάνες – κατά συνέπεια και πληρωμές.
Η πρώτη διακοπή λειτουργίας των ΗΠΑ συνέβη λίγο μετά, το 1981, όταν ο Πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν άσκησε βέτο σε ένα νομοσχέδιο χρηματοδότησης και διήρκεσε λίγες ημέρες.
Από τότε, έχουν σημειωθεί τουλάχιστον 10 άλλες διακοπές λειτουργίας που οδήγησαν στο κλείσιμο κυβερνητικών υπηρεσιών, με διάρκεια από μισή ημέρα έως περισσότερο από ένα μήνα.
Η τρέχουσα διακοπή, που εισέρχεται στην 38η ημέρα της, είναι η μακρύτερη που έχει καταγραφεί στην ιστορία της διακυβέρνησης των ΗΠΑ.
