website analysis Κριτική θεάτρου: «Άγριος σπόρος» – Epikairo.gr

Κριτική θεάτρου: «Άγριος σπόρος»
Το ακατάβλητο έργο ου ιδιοφυούς Γιάννη Τσίρου ανθίζει σε καινούργια, καρπερά χωράφια στην παράσταση της Σοφίας Καραγιάννη.
Ο στυλοβάτης του έργου Ηλίας Βαλάσης ενσαρκώνει έναν αγροίκο εκδοροσφαγέα ενώ η Ανθή Σαββάκη είναι χαρισματική ως Χαρούλα στις ψυχολογικές εναλλαγές της

Ενώ τα παιδιά και οι απανταχού ονειροπόλοι φτιάχνουν τα εφήμερα παλατάκια τους στη νοτισμένη άμμο ενός καλοκαιριού σε βιαστική αποδρομή, ο Γιάννης Τσίρος στήνει ιδιοφυώς, με τα πρόχειρα υλικά των νομαδικών επινοήσεων, μια καντίνα λιγάκι απόμερη.

Οι ήρωές του είναι γηγενείς αλλά όσο κι αν θέλουν να ριζώσουν στον τόπο τους –και το θέλουν βαθιά κι απεγνωσμένα– δεν παύουν να υποφέρουν από το αίσθημα μιας ανήκεστης προσωρινότητας. Στέκονται στα τρεμάμενα πόδια τους πεισματικά, τρεκλίζουν και παραπατάνε στα βήματα ενός ασυνάρτητου χορού, αρπάζονται από την πάσχουσα στιγμή για ν’ αποδιώξουν το φευγαλέο ρεύμα του παρόντος, να κάνουν πέρα μία δυσδιάκριτη αλλά πανταχού παρούσα σκιά που ακολουθεί κάθε ίχνος τους, επίμονη και απειλητική.

Αρχέγονος εφιάλτης

Το κλίμα αυτής της δραστικά υπόκωφης απειλής το οσμίστηκε εξαρχής η σκηνοθέτρια της παράστασης Σοφία Καραγιάννη και το απέδωσε πλήρως από την πρώτη ήδη, απολύτως καθοριστική, σκηνή του έργου. Η όλη παράσταση, βλέπετε, ανοίγει τα χαρτιά της με την παντομίμα της σφαγής ενός ζώου και η τελετουργική της αναπαράσταση, με την αργή κίνηση και τις πλατιές της χειρονομίες, παραπέμπει ευθέως στην ατμόσφαιρα ενός εφιάλτη από τον οποίο ξυπνάς κάθιδρος, ενώ οι ενεδρεύουσες φιγούρες του τρεμοπαίζουν ακόμα μπροστά στα μάτια σου.

Υπό τη σκέπη αυτής της εναρκτήριας, αρχέγονης και δειλά απωθημένης από τον πολιτισμό θυσιαστικής σκηνής, η Καραγιάννη θα μεταφέρει τους ήρωες του Τσίρου σ’ ένα πεδίο ξεκάθαρα ρεαλιστικό και ταυτοχρόνως αλλόκοτο. Θα ενσωματώσει αριστοτεχνικά στη θέασή του την αμήχανη νευρικότητα των ηρώων, θα καταγράψει απ’ όλες τις πιθανές γωνίες τα πλάγια υπαινικτικά βλέμματα που ανταλλάσσουν και θα συλλάβει στον αέρα τα ανήσυχα, σχεδόν συνωμοτικά, νεύματά τους.

Η στάση της εναγώνιας προσμονής μπροστά στο επερχόμενο, όπως μαρτυρείται από τα αιφνίδια τινάγματα και τα παροξυσμικά τους σκιρτήματα, θα εκδιπλωθεί σε μία σειρά από συγκοπτόμενες σκηνές η αλληλουχία των οποίων εδράζεται σε ένα μόνο σκηνικό: την καντίνα που φιλοτέχνησε με τα αρμόζοντα ευτελή υλικά η Γεωργία Μπούρδα. Από το παραδαρμένο ύψος της ο θεατής θα γίνει συνέταιρος των τριών ηρώων του έργου και ακροατής μιας ιστορίας που αρχίζει με την απρόσμενη και υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες εξαφάνιση ενός νεαρού Γερμανού τουρίστα.

Σύντομα ο μεροκαματιάρης της καντίνας, ο ταλαίπωρος Σταύρος, γίνεται στόχος μιας γενικευμένης υποψίας που απλώνεται γύρω του αργά και μεθοδικά σαν τον ιστό της αράχνης. Οι ήδη διαταραγμένες σχέσεις του με την κοινότητα επιδεινώνονται, ένας αστυνομικός που γνώριζε από τα μικράτα του παίρνει διακριτικές αποστάσεις αμφιβάλλοντας για την αθωότητά του και η κόρη του, η Χαρούλα, μόνη συμπαραστάτρια στα δεινά του, τον αντικρίζει με οίκτο και απόγνωση.

Ο Σταύρος, που παράλληλα με την καντίνα του διατηρεί ένα δύσοσμο και ύποπτης υγιεινής χοιροστάσιο, συνθλίβεται από την αργή κίνηση κάποιων αδυσώπητων τροχών και μεταβάλλεται σε αποπομπαίο χοίρο, σαν εκείνους που στην αρχαιότητα έδιωχναν στην έρημο οι Ιουδαίοι φορτώνοντάς τους τα βαριά αμαρτήματα ολόκληρης της φυλής. Στην εξύφανση του δικτύου της ενοχής και στη δόλια θηλιά που περισφίγγει τον Σταύρο συμπράττουν οι περίοικοι, οι εποχιακοί τουρίστες και η ομάδα των αστυνομικών που ερευνούν την παραλία. Εύλογα επομένως η σκηνοθεσία της Καραγιάννη επικεντρώνεται στον μηχανισμό της καχυποψίας και στη δηλητηριώδη του επίδραση. Η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος δεν οφείλεται στην καντίνα του Σταύρου αλλά στην επιμόλυνση της συνείδησης όσων τον κρίνουν αφ’ υψηλού.

Τα πάθη των ηρώων

Το έργο του Γιάννη Τσίρου βασίζεται στη μοναδική σκηνική δομή του που γεφυρώνει την παραδοσιακή ηθογραφία των αλλοτινών χρόνων με την εξαγριωμένη επιτάχυνση των ημερών μας. Και το σκηνοθετικό επίτευγμα της Σοφίας Καραγιάννη εδράζεται στην εξεικόνιση της κερματισμένης από τη βία του σφαγείου ηθικής μας υπόστασης μέσα από τα πάθη των ηρώων. Αποφασιστική επομένως υπήρξε η επιλογή των ηθοποιών της παράστασης που εμφανίστηκαν άρτια φωτισμένοι από τη Βασιλική Γώγου και με την υπόκρουση της διεισδυτικής μουσικής του Νικόλαου Καζάζη.

Ο Δημήτρης Μαμιός απέδωσε με τρεκλίζουσα δραματική ένταση, υποφώσκουσα πικρία και υπέροχες κωμικές πινελιές τη φιγούρα του φουκαριάρη αστυνομικού. Η Ανθή Σαββάκη διέπλασε την προσωπικότητα της Χαρούλας με χαρισματικές επιδόσεις στην ακραία αμφιθυμική εναλλαγή, στην τραυματική αυτοπάθεια και την αδιέξοδη φόρτιση της ηρωίδας της. Ο Ηλίας Βαλάσης, επαρκέστατος στυλοβάτης της όλης παράστασης, διέπρεψε ενσαρκώνοντας με σπαρακτική ευπάθεια τον αγροίκο στην όψη εκδοροσφαγέα και προίκισε τα φυσιογνωμικά του γνωρίσματα με ώριμες ειρωνικές αποστροφές και την αγέρωχη χάρη ενός τόσο απορφανισμένου ήρωα που δεν έχει τίποτα να χάσει.

Ζωντανός καθρέφτης του νεοελληνικού τοπίου

Ιδιαίτερη έμφαση προσέδωσε η Καραγιάννη στο ότι η παραλία όπου διεξάγεται η έρευνα δεν εμφανίζεται πουθενά και τα δρώντα πρόσωπα διασταυρώνουν από μακριά τα οργίλα βλέμματά τους σαν καλά ακονισμένες αιχμές. Η ετοιμόρροπη αλλά παραδόξως ανθεκτική καντίνα από έσχατο καταφύγιο ενός απόβλητου της ζωής γίνεται ζωντανός καθρέφτης του νεοελληνικού τοπίου και της ακάθεκτης τουριστικής εισβολής – αποτελεί το υπόβαθρο του έργου. Ο άγριος σπόρος εντούτοις είναι ακατάβλητος, γιατί όσο και αν χειμάζεται φυτρώνει παντού και η Σοφία Καραγιάννη με τη σκληροτράχηλη συναρπαστική παράστασή της του άνοιξε καινούργια καρπερά χωράφια.