Το «Μαουτχάουζεν» του Ιάκωβου Καμπανέλλη αρχίζει από εκεί ακριβώς όπου τελειώνει η φρίκη του πραγματικού Μαουτχάουζεν. Ενα από τα ασυνήθιστα στοιχεία αυτού του αριστουργήματος της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας είναι ότι ο Καμπανέλλης δεν απελευθερώνεται στις 5 Μαΐου του 1945, όταν οι Αμερικανοί εισβάλλουν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, τερματίζοντας όχι μόνο τις αδιανόητες βαρβαρότητες που λάμβαναν χώρα πίσω από τα συρματοπλέγματα εκείνης της επίγειας κόλασης, αλλά και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο γενικώς.
Το παράδοξο στην περίπτωσή του είναι ότι παρέμεινε στο Μαουτχάουζεν επί τρεις ολόκληρους μήνες αφότου οι ναζί το εγκατέλειψαν ατάκτως εν όψει της επέλασης των συμμάχων. Ο Καμπανέλλης παρέμεινε εκών άκων θα έλεγε κανείς -ή, κάπως πιο μελοδραματικά- υπακούοντας στο κάλεσμα κάποιας μοίρας που τον κρατούσε δέσμιο, καίτοι ελεύθερος, σε ένα μέρος όπου τα πάντα ήταν εμποτισμένα στη θηριωδία και τον πόνο, εκεί όπου το χώμα, τα δέντρα, οι τοίχοι, όλα τριγύρω μύριζαν, κυριολεκτικά, θάνατο.
Γερμανός στρατηγός μπροστά στα πτώματα κρατουμένων
Ετσι, ενώ στις 5 Μαΐου του 1945 το άρμα μάχης του αμερικανικού στρατού γκρέμισε την πύλη του Μαουτχάουζεν και στις 7 και 8 Μαΐου του 1945 η ναζιστική Γερμανία συνθηκολόγησε και ουσιαστικά έπαψε υπάρχουσα, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης βρισκόταν ακόμη στην Αυστρία, σε ένα από τα πλέον αδυσώπητα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας που δημιούργησε ποτέ η χιτλερική παράνοια. Κι όταν εν τέλει έδωσε μορφή κειμένου στις αναμνήσεις του από το Μαουτχάουζεν, ξεκίνησε την αφήγηση από την απελευθέρωση-μη απελευθέρωσή του την 5η Μαΐου 1945, γράφοντας, ωστόσο, εντελώς ελεύθερα ως προς την τήρηση της χρονικής ακολουθίας όσων έζησε, πηγαίνοντας μπρος και πίσω στα γεγονότα που θέλησε να μοιραστεί με τον αναγνώστη του.
Εμμέσως, αυτή η κάπως άναρχη πλην συμπαγής γραφή αποτελεί από μόνη της ένα μήνυμα, πιθανότατα ότι δίπλα στην έσχατη απώλεια της ανθρωπιάς -τόσο από τους θύτες όσο και από τα θύματα- είναι δυνατόν να ανθήσει ο έρωτας. Αρα, οι αμέτρητες σκηνές του ανθρωποφάγου σαδισμού και του τρόμου, συστατικά που ξεχειλίζουν στις σελίδες του βιβλίου, ίσως δεν είναι παρά το περιτύλιγμα, το πρόσχημα για τη διήγηση μιας τρυφερής ερωτικής ιστορίας, ενός ρομάντζου στη σκιά των κρεματορίων που ακόμη κάπνιζαν.
Μετά την απελευθέρωση
Κλείσιμο
Ανθρώπινη ύλη
Την ίδια στιγμή, λοιπόν, που ο στρατηγός Αλφρεντ Γιοντλ, στη γαλλική πόλη της Ρεμς υπέγραφε το έγγραφο για την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας στους συμμάχους, δηλώνοντας «εις το εξής, ο γερμανικός λαός επαφίεται στη γενναιοψυχία των νικητών», ο 24χρονος τότε Ιάκωβος Καμπανέλλης και ύστερα από διετή κράτηση στο Μαουτχάουζεν παραδίδεται στον άνευ όρων έρωτά του για τη Γιαννίνα, μια σκελετωμένη και εξαθλιωμένη Λιθουανή εβραϊκής καταγωγής, πρώην κρατούμενη, όπως και εκείνος.
Οι δυο τους συναντιούνται στη σελίδα 39 του βιβλίου «Μαουτχάουζεν» (εκδ. Κέδρος)και μένουν μαζί για τις επόμενες 300 και πλέον σελίδες – όχι όμως ως την τελευταία. Το «Μαουτχάουζεν» δεν έχει και δεν θα μπορούσε να έχει happy end – τουλάχιστον όχι σε ό,τι αφορά την κοινή τύχη του αφηγητή/πρωταγωνιστή/χρονικογράφου Καμπανέλλη με τη φευγαλέα Γιαννίνα. Υπό μια άλλη οπτική, δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερο happy end για ένα έργο όπως το «Μαουτχάουζεν» από τη φράση «έκλεισα τα μάτια, έγειρα πίσω κι άρχισα να συλλογιέμαι πως ήταν Αύγουστος, πως ήταν 1945, πως άρχιζε μια νέα εποχή…».
Ανάμεσα στο αντάμωμα του Καμπανέλλη με την εξιδανικευμένη ερωμένη του και τον οριστικό χωρισμό τους στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, μεσολαβεί το Μαουτχάουζεν, η μακάβρια σκιά του οποίου συνθλίβει κάθε συναίσθημα, εκτός από τον αποτροπιασμό και την απέραντη θλίψη για ένα έγκλημα μαζικό, ασύλληπτων διαστάσεων και απλωμένο σε όλο σχεδόν το διάστημα όπου επικράτησε η χιτλερική αντίληψη για τον άνθρωπο. Στο Μαουτχάουζεν, λίγο έξω από την ομώνυμη πόλη στην Ανω Αυστρία, υπήρξε ένα από τα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης που άνοιξαν οι ναζί, το 1938.
Στα 7 χρόνια της λειτουργίας του εγκλείστηκαν εκεί περίπου 195.000 άνδρες και γυναίκες από διάφορες χώρες της Ευρώπης, μαζί με λίγους Αμερικανούς. Υπολογίζεται ότι οι 105.000 εξ αυτών δεν έφυγαν ποτέ: είτε εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς -η ποικιλία των μέσων εξόντωσης ήταν μεγάλη, από τον πυροβολισμό και το μαχαίρωμα έως την ομαδική ασφυξία και το ψήσιμο στους φούρνους- είτε απεβίωσαν εξαντλημένοι από την ασιτία και τις κακουχίες. Σύμφωνα με τα μητρώα των κρατουμένων, στο Μαουτχάουζεν βρίσκονταν 68.268 έγκλειστοι όταν η φρουρά των Ες Ες τράπηκε σε φυγή.
O Ιάκωβος Καμπανέλλης (δεξιά) με τον συγκρατούμενό του Θανάση Παπανικολάου και μία ακόμη συγκρατούμενη στη μοναδική φωτογραφία του από το Μαουτχάουζεν
«Δεν έχουμε πια ψευδαισθήσεις», γράφει για τη στιγμή της έλευσής του ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, τον Αύγουστο του 1943. «Στο βάθος βλέπουμε το Μαουτχάουζεν καθισμένο σαν κάστρο στην κορφή του λόφου. Οσο πλησιάζουμε, οι λεπτομέρειες φανερώνονται. Ψηλό πέτρινο τείχος. Συρματόπλεγμα στη ράχη με ηλεκτρικούς μονωτήρες. Ψηλοί πέτρινοι πύργοι με πολυβόλα. Το σήμα-νεκροκεφαλή στην κορφή της στέγης. Μια καμινάδα που βγάζει φωτιά. Τιναχτή φωτιά έτσι όπως στα διυλιστήρια πετρελαίου. Ο αέρας μυρίζει καμένο κρέας…Προσέχουμε πως το χαλίκι του δρόμου είναι ανάμιχτο με αποκαΐδια. Ανάμεσά τους βλέπουμε κομμάτια κόκκαλα. Κανείς δεν μιλά… Ποιος τολμά να πει: “Εχεις ακούσει πως απ’ τους ανθρώπους βγάζουν σαπούνι κι άλλα χημικά προϊόντα;”. Απ’ το νοσοκομείο ανέβαιναν τα μακριά καρότσια του κρεματόριου φορτωμένα με τους πεθαμένους της νύχτας. Στα δεξιά του κατηφορικού δρόμου ήταν σωροί αποκαΐδια που είχαν αδειάσει τ’ αυτοκίνητα. Τ’ αποκαΐδια ήταν καλύτερο υλικό για επίστρωση δρόμων απ’ το ψιλό χαλίκι. Ειδικά τώρα που θ’ αρχίζανε οι βροχές. Δε λασπώνει τ’ αποκαΐδι.Oπως και να το κάνουμε, ο άνθρωπος είναι πάντα το καλύτερο υλικό. Σχεδόν αναντικατάστατο. Παράδειγμα ότι τ’ αποκαΐδι από ανθρώπους είναι καταλληλότερο από το γαρμπίλι. Ξεπερνά και την πέτρα δηλαδή, που είναι ειδικότητά της, αποκλειστικότητά της να παράγει υλικά για την κατασκευή δρόμων».
H ταυτότητα κρατουμένου του Ιάκωβου Καμπανέλλη στο Μαουτχάουζεν
Ο Ιάκωβος και ο Μίκης
Σαν αντίγραφο της μυθικής Κόλασης του Δάντη, καθένας που εισέρχεται στο Μαουτχάουζεν αντικρίζει την επιγραφή «Εσείς που μπαίνετε, αφήστε έξω κάθε ελπίδα». Οπως περιγράφει ο Καμπανέλλης, πολύ γρήγορα οι κρατούμενοι συνειδητοποιούν πού βρίσκονται, βλέποντας ομάδες τσακισμένων ανθρώπων να οδηγούνται προς το λατομείο ή να επιστρέφουν από αυτό.
Οσοι σηκώνουν το κεφάλι τους -αν έχουν το κουράγιο να κάνουν κάτι τέτοιο- διακρίνουν μια φλόγα στην άκρη μιας καμινάδας. Οι φούρνοι του Μαουτχάουζεν λειτουργούσαν χωρίς διακοπή, επί 24 ώρες το 24ωρο, επί 7 ημέρες την εβδομάδα. Οι εκστρατείες του Φύρερ, τα φαραωνικά κτίρια που διέταζε να οικοδομούνται σαν τεμένη στην παθολογική μεγαλομανία του, είχαν αυξημένες ανάγκες σε υλικά. Γι’ αυτό και η ανώτατη διοίκηση του Γ’ Ράιχ πίεζε τους επικεφαλής των στρατοπέδων συγκέντρωσης και κατεξοχήν το Μαουτχάουζεν, το οποίο περιελάμβανε λατομείο, για όλο και μεγαλύτερες ποσότητες υλικών.
Για όλο και περισσότερη τέφρα από όσους ψήνονταν στα κρεματόρια – όταν πια δεν ήταν χρήσιμοι σαν σκλάβοι στις ανασκαφές. Το 1965, σχεδόν ταυτόχρονα με την πρώτη έκδοση του βιβλίου «Μαουτχάουζεν», ο Καμπανέλλης έδωσε στον Μίκη Θεοδωράκη μερικά ποιήματα, εμπνευσμένα από τη δοκιμασία της κράτησής του στο αυστριακό στρατόπεδο. Ο Θεοδωράκης, έχοντας ο ίδιος γευτεί την εμπειρία της εξορίας, συγκινήθηκε και εμπνεύστηκε αμέσως, συνθέτοντας την «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν», επί της ουσίας μια τριλογία στην οποία συμπεριλήφθηκαν στίχοι κι άλλων δημιουργών.
Αν και το πιο χαρακτηριστικό, ίσως, μελοποιημένο ποίημα, είναι το «Ασμα Ασμάτων» («Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου/Με το καθημερνό της φόρεμα/Κι ένα χτενάκι στα μαλλιά/Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία/Κοπέλες του Μαουτχάουζεν κ.λπ»), στίχοι που φυσικά απογειώνονται χάρη στη φωνή της, πρωτοεμφανιζόμενης τότε, Μαρίας Φαραντούρη.
1988, Μίκης Θεοδωράκης – Ιάκωβος Καμπανέλλης
Πίσω στα 1945 όμως, ο Καμπανέλλης περιφερόταν στο Μαουτχάουζεν που ερήμωνε από μέρα σε μέρα. Οπως γράφει σε έναν πρόλογο που προσέθεσε εκ των υστέρων στο, ήδη θρυλικό, βιβλίο του, το 1995, «χρειάστηκε να μείνω στο απελευθερωμένο πια Μαουτχάουζεν μαζί με τους συμπατριώτες μας Εβραίους για αρκετό ακόμα καιρό και να φύγουμε από κει όταν πια μπορούσαν να ταξιδέψουν. Στο διάστημα αυτό, το διάστημα απ’ τις 5 Μαΐου του 1945 μέχρι το τέλος Ιουλίου, το Μαουτχάουζεν ξανάγινε ένας τόπος που συγκέντρωνε χιλιάδες ανθρώπους με δράματα και τραγωδίες.
Τον Μάη του 1988 ο Μίκης Θεοδωράκης μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη, τη θρυλική τραγουδίστρια του Μπρεχτ Γκιζέλα Μέι και την Ισραηλινή Ελινόαρ Μοάβ-Βενιάδη, παρουσία του Ιάκωβου Καμπανέλλη, πραγματοποίησαν συναυλία στο Μαουτχάουζεν
Ζο-φως
Ο πόλεμος είχε τελειώσει, αλλά η ειρήνη είχε μοιράσει την Ευρώπη στα δύο – μοιρασιά που αργότερα εξελίχθηκε σε αντιπαράθεση του μισού κόσμου εναντίον του άλλου. Για χιλιάδες πρώην κρατούμενους η μέρα της απελευθέρωσής τους ήταν το τέλος μιας δυστυχίας τους και η αρχή μιας άλλης. Και το στρατόπεδο -τι τραγική ειρωνεία- ο μόνος τόπος που μπορούσαν να μείνουν μια και δεν είχαν πια πού αλλού να πάνε.
Ηταν σε εμβρυακή μορφή η κατάσταση του μεταπολεμικού κόσμου, του έτοιμου να αλληλοεξοντωθεί μόλις καταλάγιασαν οι δοξολογίες για τη νίκη των καλών συμμάχων κατά των εχθρών της ανθρωπότητας και οι ευχές “Ποτέ πια! Ποτέ πια!”. Ταυτόχρονα, όμως, συνέβαιναν κι άλλα στο απελευθερωμένο Μαουτχάουζεν το καλοκαίρι του ’45. Η ζωή ξαναγύριζε με όλους τους οργασμούς της, τις πείνες και τις δίψες της για χαρά, για έρωτα, για αίσθηση ότι οι ώρες κι οι μέρες είναι πάλι δικές σου, ότι δεν είσαι μελλοθάνατος, ότι το δάσος, τα λιβάδια, το ποτάμι, η ακροποταμιά δεν είναι τόποι για βασανιστήρια και εκτελέσεις, ότι ο κόσμος είναι πραγματικά ωραίος… δεν φταίει αυτός.
Στην προσπάθεια να τα ξανανιώσουν όπως άλλοτε, όπως πρέπει να ’ναι, οι πρώην κρατούμενοι γλεντούσαν με ιερή μανία, ερωτεύονταν, κάνανε εμπόριο, ξεχύνονταν στα γύρω χωριά να δουν σπίτια, οικογένειες, καθημερινή ζωή, κόβανε λουλούδια και τα ‘βαζαν σε ανθοδοχεία από κονσερβοκούτια». Στις περίπου 350 σελίδες του «Μαουτχάουζεν», ο συγγραφέας έχει περιγράψει Γερμανούς στρατιώτες να παίζουν μπάλα με τα σώματα ζωντανών ανθρώπων – μέχρι τη στιγμή που έπαυαν να είναι ζωντανοί.
Εγραψε για φορτηγά που άδειαζαν φορτία από τις πέτρες του Μαουτχάουζεν, τα οποία επιστρέφοντας στη βάση μετέφεραν πίσω σορούς από εκτελεσμένους. Σε αυτά τα δρομολόγια, όπου τα καμιόνια πήγαιναν και έρχονταν αδειάζοντας κορμιά προς καύση στους φούρνους, πού και πού οι έντρομοι κρατούμενοι ξεχώριζαν ένα χέρι ή ένα πόδι να κινείται, σαν σημαιάκι σε σινιάλο SOS. Δεν είχε διαφορά, νεκροί ή ημιθανείς, όλοι θα κατέληγαν στο κρεματόριο.
Ο Καμπανέλλης είδε τους τροχούς των φορτηγών να κυλούν βουτηγμένους στο αίμα. Είδε επίσης τους ναζί να εξαναγκάζουν κρατούμενους να φάνε μισοκαμένους που τραβούσαν μέσα από τα κρεματόρια. Οι Γερμανοί ξεκαρδίζονταν βλέποντας την απόγνωση των κρατούμενων με το μαχαίρι και το πιρούνι σε κάθε χέρι τους. Και αν αρνούνταν να κόψουν κομμάτι από έναν άνθρωπο στον επιθανάτιο ρόγχο, τους έριχναν κι αυτούς στον φούρνο. Αν, όμως, ξεπερνούσαν τη φρίκη και προχωρούσαν, τους καταδίκαζαν σε θάνατο για ανθρωποφαγία – αφού πρώτα τους βασάνιζαν.
Είδε, επίσης, δολοφονίες βρεφών, όπως και βρέφη να γλείφουν το αίμα της σκοτωμένης μητέρας τους αντί για το γάλα από το στήθος της. Και μετά, στις 5 Μαΐου, ήρθε ο έξαλλος πανζουρλισμός της λύτρωσης. Γράφει χαρακτηριστικά: «Λίγο πριν απ’ το μεσημέρι, ένα θεόρατο αμερικάνικο τανκ, καπνισμένο και σημαδεμένο απ’ τον πόλεμο, γκρέμισε την πύλη του Μαουτχάουζεν και μπήκε στον περίβολο.
Οι πολεμιστές μάς κοίταζαν σαστισμένοι, περήφανοι, περίλυποι… Καλά που κάνανε και μείνανε εκεί ψηλά, στη ράχη του τανκ. Γλιτώσανε από τόσες μάχες. Απ’ τη χαρά μας δε θα γλιτώνανε. Ουρλιάζαμε, ξεσκίζαμε τα ρούχα μας, ταρακουνιόμαστε σα δαιμονισμένοι. Στριμωχνόμαστε, ποδοπατιόμαστε για να φτάσουμε κοντά στο τανκ. Πολλοί πέφτανε πάνω και φιλούσανε τα καπνισμένα σιδερικά κι άλλοι χτυπούσανε πάνω τα κεφάλια τους και κλαίγανε.
Πηδούσαμε, αλαλάζαμε». Ταυτόχρονα όμως το θηρίο της εκδίκησης είχε κιόλας πιάσει δουλειά: οι απελεύθεροι έσφαζαν με αυτοσχέδιους σουγιάδες, έπνιγαν με λουριά όποιον δεσμοφύλακα είχε την ατυχία να μείνει πίσω. Στον σιτιστή, αφού τον σκότωσαν, του έβγαλαν τα μάτια. Στους κόγχους των οφθαλμών του έβαλαν πατάτες, δίνοντάς του ένα μεταθανάτιο μάθημα, ότι δεν έπρεπε να τους στερούσε το φαγητό, λέγοντας χαιρέκακα «nichts kartoffeln».
«ελα κοντα»
Με όλα αυτά, στο Μαουτχάουζεν επιτυγχάνεται ένας σχεδόν μαγικός συγκερασμός τού απολύτως και ανεπανόρθωτα αποτρόπαιου, της απέραντης κτηνωδίας με την ευγένεια και την ποίηση του ανθρώπινου αισθήματος. Χωρίς το ένα στοιχείο να εξουδετερώνει το αντίθετό του, χωρίς ποτέ το πηχτό σκοτάδι να μαγαρίζει το φως μιας -έστω και μακρινής- ελπίδας. Γι’ αυτό άλλωστε το «Μαουντχάουζεν» έχει κυκλοφορήσει σε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα, έχει μεταφραστεί σε έξι γλώσσες (αγγλικά, λιθουανικά, ουγγρικά, εβραϊκά, γερμανικά και γαλλικά), ενώ θεωρείται διεθνώς ένα κλασικό έργο της λεγόμενης «στρατοπεδικής» λογοτεχνίας.
Δικαίως, εφόσον μόνο ένας πραγματικά χαρισματικός καλλιτέχνης θα μπορούσε να κρύψει τόσο αριστοτεχνικά στον ζόφο ένα διαμάντι όπως το σμίξιμο δύο απελπισμένων ψυχών που ακροβατούν στο χείλος μιας ελευθερίας που μοιάζει με άβυσσο: «Η Γιαννίνα γύρισε απότομα και με ρώτησε πότε θα φύγω για την Ελλάδα. Της είπα πως δεν ξέρω. Χάρηκε. Κάθισε στο πάτωμα και με κοίταξε σα να ’λεγε “έλα κοντά”. Υστερα γυρίσαμε πλάτη με πλάτη και γδυθήκαμε.
Εστρωσα κάτω τα ρούχα μου για να ξαπλώσουμε κι έβαλα τα παπούτσια μου για προσκεφάλι. Η Γιαννίνα έκαμε κρεμάστρα τη βάση του πολυβόλου. Κρέμασε με προσοχή το άσπρο της φόρεμα και τα εσώρουχά της. Ανταμώσαμε ολόγυμνοι, γονατιστοί πάνω στ’ απλωμένο σακάκι μου και κοιταχτήκαμε στα μάτια ώρα πολλή, σαν πρωτόπλαστοι που ανακαλύπταμε ο ένας τον άλλον. Χωρίσαμε όταν βγήκε ο ήλιος».
Σαν σήμερα οι συμμαχικές δυνάμεις μπήκαν στο κολαστήριο – Ο μεγάλος Έλληνας συγγραφέας, κρατούμενος ο ίδιος για δύο χρόνια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, έγραψε ένα από τα συγκλονιστικότερα βιβλία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Συνεχίζοντας σε αυτό τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση των cookies στη συσκευή σας όπως περιγράφεται στην πολιτική cookies
Μάθετε περισσότερα εδώ
Αποδοχή