Πριν από λίγο καιρό συμπληρώθηκαν 33 χρόνια από ένα μικρό, σχεδόν ασήμαντο τότε γεγονός που έμελλε να αλλάξει την καθημερινή επικοινωνία δισεκατομμυρίων ανθρώπων.
Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι τα SMS επιβίωσαν στην εποχή του mobile internet, των social media και εφαρμογών όπως το WhatsApp. Πώς μια τόσο περιορισμένη τεχνολογία έγινε παγκόσμιο φαινόμενο; Και γιατί, παρά την «παλαιότητά» της, παραμένει αναντικατάστατη;
Για να κατανοήσουμε τα SMS, πρέπει να επιστρέψουμε στις κινητές τηλεπικοινωνίες των αρχών της δεκαετίας του ’90. Όταν μιλούσαμε στο τηλέφωνο, η φωνή καταλάμβανε το βασικό κανάλι επικοινωνίας. Παράλληλα, υπήρχαν βοηθητικά κανάλια σηματοδότησης, τα οποία χρησιμοποιούνταν για λειτουργίες όπως το κουδούνισμα της συσκευής ή ο έλεγχος της κάλυψης δικτύου.
Οι δημιουργοί του προτύπου GSM (2G) παρατήρησαν ότι αυτά τα κανάλια δεν ήταν διαρκώς σε χρήση. Το SMS γεννήθηκε ακριβώς μέσα σε αυτό το «κενό», ως ένα κλασικό παράδειγμα ευφυούς και αποδοτικής μηχανικής. Αυτή η τεχνική επιλογή καθόρισε και το πιο γνωστό χαρακτηριστικό του: το όριο των 160 χαρακτήρων, που έδωσε και το όνομά του στο Short Message Service ( Υπηρεσία Σύντομων Μηνυμάτων).
Ίσως το πιο παράδοξο στοιχείο στην ιστορία των SMS είναι ότι δεν σχεδιάστηκαν ποτέ για προσωπική επικοινωνία. Ο αρχικός τους σκοπός ήταν καθαρά επαγγελματικός: τηλεμετρία και έλεγχος οχημάτων. Για παράδειγμα, ένα φορτηγό θα μπορούσε να στέλνει αυτόματα τη θέση του ή μια μηχανή αυτόματης πώλησης να ειδοποιεί ότι τελείωσαν τα αποθέματα. Με αυτή την έννοια, τα SMS υπήρξαν πρόδρομος του Διαδικτύου.
Στα πρώτα χρόνια, πολλές εταιρείες κινητής τηλεφωνίας δεν είχαν καν τρόπο να χρεώσουν τα SMS σε ιδιώτες. Η επιτυχία τους ήταν σχεδόν αποκλειστικά αποτέλεσμα της χρήσης από τους ίδιους τους χρήστες. Ήταν διακριτικά, ασύγχρονα και –τουλάχιστον αρχικά– φθηνότερα από μια τηλεφωνική κλήση.
Ο περιορισμός των χαρακτήρων άλλαξε ακόμη και τον τρόπο που γράφαμε. Η ανάγκη για οικονομία γέννησε μια νέα «γλώσσα»: συντομογραφίες, εικονίδια φτιαγμένα από σημεία στίξης και ακραία συμπύκνωση νοημάτων. Το φαινόμενο ήταν τόσο μαζικό, που σε χώρες όπως η Ελλάδα ή η Ισπανία τα δίκτυα κατέρρεαν κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, καθώς εκατομμύρια χρήστες προσπαθούσαν ταυτόχρονα να στείλουν ευχές.
Με την έλευση των smartphones και των δικτύων 3G και 4G, εφαρμογές όπως το WhatsApp, το Telegram και το iMessage φάνηκε να «κανιβαλίζουν» τα SMS. Δωρεάν μηνύματα, χωρίς όριο χαρακτήρων, με φωτογραφίες και βίντεο: όλα έδειχναν ότι τα SMS είχαν τελειώσει. Κι όμως, επιβίωσαν αλλάζοντας ρόλο.
Σήμερα, τα SMS δεν είναι το μέσο για να πούμε «σ’ αγαπώ», αλλά ένα εργαλείο ασφάλειας και διαχείρισης. Ο λόγος της μακροζωίας τους είναι διπλός. Πρώτον, είναι καθολικά: λειτουργούν σε όλα τα κινητά τηλέφωνα του κόσμου, έξυπνα ή μη, χωρίς ανάγκη σύνδεσης στο διαδίκτυο.
Δεύτερον, το μεγαλύτερο μέρος της κίνησής τους πλέον παράγεται από «μηχανές»: κωδικοί ταυτοποίησης, ειδοποιήσεις παραδόσεων, ιατρικά ραντεβού, αλλά και κρατικά συστήματα ειδοποίησης εκτάκτων αναγκών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σύστημα ES-Alert στην Ισπανία, που βασίζεται σε μια συγγενική τεχνολογία, τη μετάδοση κυψέλης (cell broadcast). Σε αυτή την περίπτωση, όπως αναφέρει το Conversation, το μήνυμα δεν αποστέλλεται σε συγκεκριμένο αριθμό, αλλά εκπέμπεται από τις κεραίες σε όλα τα τηλέφωνα μιας περιοχής, χωρίς να κορεστεί το δίκτυο.
Σήμερα, τα SMS εμφανίζουν μια παράξενη διπλή πραγματικότητα. Από τη μία, είναι απαραίτητα για τράπεζες και υπηρεσίες ασφαλείας. Από την άλλη, θεωρούνται ξεπερασμένα για την καθημερινή επικοινωνία. Αυτή η τεχνική υστέρηση έγινε μάλιστα εργαλείο εμπορικού ανταγωνισμού, όπως φάνηκε στη διαμάχη Apple–Google με τις «μπλε» και «πράσινες» φυσαλίδες μηνυμάτων.
Η απάντηση σε αυτή τη σύγκρουση και ο φυσικός διάδοχος των SMS είναι το RCS (Rich Communication Services): ένα εξελιγμένο πρότυπο που επιτρέπει σύγχρονες λειτουργίες, χωρίς να εξαρτάται από ιδιωτικές εφαρμογές.
Τριάντα τρία χρόνια μετά, τα SMS παραμένουν σε αξιοσημείωτη φόρμα. Η ιστορία τους μας θυμίζει ότι οι μεγαλύτερες τεχνολογικές επαναστάσεις δεν γεννιούνται πάντα από τέλειο σχεδιασμό, αλλά συχνά από απρόβλεπτες χρήσεις και από τις ανάγκες των ίδιων των ανθρώπων.
