Σχεδόν πριν από έναν μήνα το Ελεγκτικό Συνέδριο άναψε πράσινο φως για να τοποθετηθούν 388 κάμερες σε φανάρια της Αττικής, ώστε να μπει ένας φραγμός σε αυτούς που παραβιάζουν το κόκκινο στους φωτεινούς σηματοδότες. Αυτό θεωρήθηκε… είδηση, δηλ. κάτι νέο, και φυσικά αναπαράχθηκε από το σύνολο των ΜΜΕ. Αυτό που πέρασε… ξώφαλτσα από αυτήν την απόφαση ήταν το πώς φτάσαμε σε αυτήν. Αρκεί να λάβει κανείς υπόψη πως τέσσερα χρόνια πριν, το 2020, η Περιφέρεια Αττικής συνεργαζόμενη με τα σχετιζόμενα υπουργεία είχε ήδη τοποθετήσει κάμερες σε δύο φανάρια, για να δει πώς θα πάει το μέτρο. Έβαλαν τότε από μία (!) κάμερα στη Λεωφόρο Ποσειδώνος και στην Καλαμακίου. Διαπίστωσαν λοιπόν πως καταγράφονταν 17 παραβάσεις την… ώρα, γεγονός που έδειξε πως οι οδηγοί δεν δίνουν δεκάρα για τα φανάρια και αδιαφορούν επιδεικτικά. Αυτές επίσης λειτουργούσαν απλώς καταγραφικά. Δεν έστελναν κλήσεις και πρόστιμα στους παραβάτες. Μισές δουλειές, ανύπαρκτα αποτελέσματα και μάλιστα σε μια Περιφέρεια, όπως είναι η Αττική, στην οποία κατοικεί η μισή Ελλάδα. Για την υπόλοιπη, ξεχάστε το.
Το παράδειγμα της Αττικής μάς δείχνει τουλάχιστον δύο πτυχές στο θέμα της αντιμετώπισης των τροχαίων ατυχημάτων: πρώτα απ’ όλα πόσο ευκαιριακά και κυρίως πως μόνο με κανόνες εντυπωσιασμού πάμε να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους και, δεύτερον, πως πια ομολογούμε πως τα περισσότερα με σοβαρές συνέπειες τροχαία γίνονται μέσα στις πόλεις. Παλιότερα που δεν είχαμε ασφαλές εθνικό δίκτυο, κλαίγαμε για ένα… μικρό χωριό που λέγαμε ότι χάναμε στις μεγάλες εξόδους, δηλ. Πάσχα, Χριστούγεννα και Δεκαπεντάγουστο. Φτιάξαμε δρόμους εκτός πόλεων, αναγκαστικά συμμαζεύτηκε η κατάσταση, μπήκαν στηθαία, καταργήθηκαν φανάρια και έγιναν ανισόπεδοι κόμβοι κυρίως για λόγους ασφάλειας. Φρέναραν τα αντικανονικά προσπεράσματα, δεν υπάρχει θέμα εισόδου στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, άρα έχουμε και λιγότερο αίμα στην άσφαλτο. Αυτά στις μεγάλες εθνικές οδούς. Στα υπόλοιπα τα γνωστά.
Η μη κανονική οδήγηση μετακόμισε πια, μαζί με τις συνέπειές της, μέσα στις πόλεις. Το βλέπουμε καθημερινά. Το λένε όμως και οι αριθμοί. Τόσο αυτοί που δείχνουν τις συγκρούσεις, αλλά πολύ περισσότερο αυτοί που φανερώνουν τον αριθμό των νεκρών και των τραυματιών. Βέβαια κάποιοι ειδικοί υποστηρίζουν πως δεν πρέπει να μιλάμε για αριθμούς, αλλά για πρόσωπα που χάνονται, που χάνουμε. Κι έτσι παίρνει σχήμα και μορφή η καθεμιά τραγωδία ξεχωριστά.
Μόλις χτες, δηλ. την τρίτη Κυριακή του Νοεμβρίου, τιμήθηκε η Παγκόσμια Ημέρα Μνήμης των Τροχαίων, η οποία καθιερώθηκε τα τελευταία 20 χρόνια. Ουσιαστικά, τροφοδοτείται η μνήμη γι’ αυτούς που άδικα και βίαια χάθηκαν στην άσφαλτο, αναγνωρίζεται ο πόνος που βιώνουν οι συγγενείς και οι φίλοι τους, αλλά επιχειρείται παράλληλα -ακόμη μια φορά- η περαιτέρω αφύπνιση της κοινωνίας κι η ευαισθητοποίηση σε ό,τι έχει να κάνει με τα θέματα που αφορούν στην οδική ασφάλεια.
Στην εν λόγω εκδήλωση τέθηκε επίσης το ζήτημα της αυστηροποίησης των ποινών στις παραβάσεις των οδηγών, καθώς το νομικό μας πλαίσιο αντιμετωπίζει με έναν εξαιρετικά χαλαρό τρόπο τον παρανομούντα. Ο δράστης ενός τροχαίου αντιμετωπίζει κατηγορία πλημμεληματικού χαρακτήρα, ακόμη και στην περίπτωση που πατήσει κάποιον με το αυτοκίνητό του και τον σκοτώσει, ενώ δεν του αφαιρείται διά παντός το δίπλωμα!
Το τραγικό στην υπόθεση τροχαία εκτιμώ πως έχει να κάνει με τη… νιρβάνα που διακρίνει πολλούς οδηγούς. Είναι αυτοί που σκέφτονται αφελώς πως τα τροχαία αφορούν όλους τους υπόλοιπους κι όχι τους ίδιους. Είναι μέχρι να τους συμβεί και τότε ξυπνάνε απότομα. Η νιρβάνα τους όμως έχει να κάνει και με το θέμα της ατιμωρησίας. Το βλέπουμε καθημερινά, ας πούμε εδώ στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, με όλους αυτούς που περνάνε τα φανάρια με κόκκινο. Και είναι, πιστέψτε με, πάρα πολλοί, σε σημείο που να μην αντιδρούν ούτε καν οι διπλανοί ή οι απέναντί τους. Είναι αυτό που πολύ παραστατικά λέει κάθε φορά ο γνωστός οδηγός αγώνων Ιαβέρης, κατά κόσμον Τάσος Μαρκουίζος, πως υπάρχουν πάρα πολλοί οδηγοί που, ενώ βλέπουν να ανάβει το κόκκινο στο φανάρι, αυτοί αντί για φρένο πατούν γκάζι. Ξεχνούν, λέει, κάθε φορά πως κάποιος αγαπημένος τους μπορεί να τους περιμένει και τελικά… δεν πάνε να τον συναντήσουν. Όσους αισθητήρες κι αν έχει ένα σύγχρονο αυτοκίνητο, εάν έχει έναν ασυναίσθητο οδηγό στο τιμόνι, πάντα θα παραμονεύει το έγκλημα και μια παντελώς αντικοινωνική συμπεριφορά.
Έχουμε σίγουρα πολύ μεγάλο δρόμο να διανύσουμε για να οδηγούμε με ασφάλεια. Ας ξεκινήσουμε κάνοντας το πρώτο μικρό βήμα: ας μάθουμε να περπατάμε τουλάχιστον με ασφάλεια. Μετά ας πιάσουμε και το τιμόνι.
Και μέχρι να σοβαρευτεί επιτέλους το κράτος μας βάζοντας… κανονικούς κανόνες που εφαρμόζονται και κανονικές ποινές για την παραβίασή τους, όχι ανέφελα χάδια, ας συνειδητοποιήσουμε πως η ζωή δεν είναι παιχνίδι. Επιτέλους, ας οδηγούμε ως Ευρωπαίοι στην Ελλάδα. Γιατί όταν οδηγούμε για παράδειγμα στη Γαλλία δεν πάμε σαν Έλληνες, αλλά σαν Γάλλοι, μιας που δεν μας παίρνει να κάνουμε κι αλλιώς.
Υ.Γ.: Δύσκολα δυστυχώς θα βρούμε σπιτικό που δεν έχει θύμα από τροχαίο, άμεσα ή έμμεσα. Στο δικό μου χαιρόμαστε που γλιτώσαμε τέτοιες μέρες πριν από 6 χρόνια…