Το διάβασα κάπου πρόσφατα.
Ο ενθουσιασμός με τον οποίο ακροδεξιά κόμματα και πρόσωπα ακροδεξιών αντιλήψεων στην Ευρώπη υποδέχτηκαν τη νίκη του Τραμπ έμοιαζε με τη γνωστή σκηνή στις καουμπόικες ταινίες, όταν την τελευταία στιγμή φτάνει το αμερικανικό ιππικό και σώζει την κατάσταση. Ενθουσιάστηκαν ο Ορμπαν, η Λεπέν, ο Σαλβίνι, ο Ολλανδός Βίλντερς, οι Γερμανοί της AfD, οι Αυστριακοί και λοιποί.
Από κοντά και οι γνωστοί δικοί μας στους οποίους βρήκε τη στιγμή να προστεθεί και ο κ. Σαμαράς.
Εχουμε ακούσει όλες τις πιθανές εξηγήσεις για τις αιτίες επικράτησης του Τραμπ, πολλές από αυτές αναφέρονται σε ιδιαίτερες καταστάσεις της Αμερικής, είτε πρόκειται για τα λάθη των Δημοκρατικών και της Χάρις είτε τα οικονομικά προβλήματα της χώρας είτε τις υπερβολές της US woke κουλτούρας.
Εξίσου ατέλειωτο είναι το πλήθος των αναλύσεων και των υποθέσεων για το τι περιμένουμε ή μάλλον τι μας περιμένει από τη νέα προεδρία Τραμπ.
Ισως όμως το πιο χρήσιμο ερώτημα σε αυτή την αρχική φάση να είναι το αντίστροφο.
Ποιες μεγάλες διεθνείς αλλαγές, ποιοι μεγάλοι μετασχηματισμοί της σύγχρονης εποχής, ερμηνεύουν καλύτερα την εμφάνιση και την επικράτηση του Τραμπ και των MAGA του; Συνακόλουθο ερώτημα: υπάρχει μια αμερικανική ιδιαιτερότητα ή οι αλλαγές και οι μετασχηματισμοί αφορούν όλη τη Δύση;
Σε πρόσφατο άρθρο του ο Μαρκ Μαζάουερ εστίασε στις ιδιαιτερότητες της Αμερικής έναντι της Ευρώπης: διαφορετική ιστορικοπολιτική κληρονομιά, με κύρια διαφορά την απουσία εμπειρίας φασισμού, ιδιάζουσα κοινωνική, πολιτική, πολιτισμική πόλωση («Καθημερινή», 17/11/2024).
Πέρα όμως από τις ιδιαίτερες καταστάσεις κάθε περιοχής ή κράτους, είναι σαφές ότι όλη η Δύση και πρωτίστως η δυτική δημοκρατία πιέζεται και υποχωρεί τόσο στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών όσο και στην παγκόσμια σκηνή.
Ο τραμπισμός και η άνοδος των ευρωπαϊκών ακροδεξιών αντιλήψεων πριμοδοτούνται από κοινές ιστορικές δυναμικές, γι’ αυτό άλλωστε συναντώνται σε κοινές θέσεις: κριτική ή απόρριψη της παγκοσμιοποίησης, εθνικισμός, αντιμεταναστευτική ατζέντα, αντι-woke κουλτούρα, φιλοπουτινισμός, συνωμοσιολογική νοοτροπία.
Με αυτούς τους άξονες υποτίθεται ότι εκφράζουν και καρπούνται μια «αντισυστημική» διάθεση, κυρίως των λαϊκών στρωμάτων, καταγγέλλοντας τις ελίτ που δεν ακούνε τον απλό λαό.
Αυτή δε η καταγγελία έχει γίνει τόσο κοινότοπη που την ενστερνίζονται και την αναπαράγουν πολιτικοί, διανοούμενοι και δημοσιογράφοι που ανήκουν στο «σύστημα».
Είναι μια άσφαιρη αυτοκριτική, γιατί αν θέλουμε να απαντήσουμε αποτελεσματικά στην άνοδο του αυταρχισμού χρειάζεται να καταλάβουμε γιατί λέει ό,τι λέει ο απλός λαός.
Δηλαδή, να κατανοήσουμε τα βασικά στοιχεία της εποχής και τη δυναμική των μετασχηματισμών που βιώνουμε. Και εδώ βοηθά η ιστορία και η κοινωνιολογία που έχουν μελετήσει τους κύκλους της παγκοσμιοποίησης του παρελθόντος.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι πολλοί μνημονεύουν την κρίση του Μεσοπολέμου και την άνοδο του φασισμού αναζητώντας αναλογίες με τη σημερινή εποχή. Ασφαλώς η κατηγορία κατά του Τραμπ για «φασισμό» είναι λαθεμένη και ανιστόρητη.
Ομως τα πορίσματα της Ιστορίας που αφορούν προηγούμενους κύκλους παγκοσμιοποίησης είναι πολύ χρήσιμα και επίκαιρα.
Γιατί είναι σαφές ότι η κοινή δυναμική που ενδυνάμωσε τον τραμπισμό και την ευρωπαϊκή Ακροδεξιά είναι η ανοιχτή και οξεία εκδήλωση των αντιφάσεων του πρόσφατου κύκλου της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Πράγματι, από τις αρχές του 21ου αιώνα έχει πάψει να λειτουργεί ομογενοποιητικά και ειρηνικά, δεν ενισχύει πλέον τη διάδοση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αντιθέτως υποδαυλίζει τις εντάσεις και τη διεθνή αστάθεια.
Κατ’ αρχάς, οξύνοντας τις γεωπολιτικές αντιθέσεις λόγω της ανακατανομής της παγκόσμιας ισχύος που έχει επιφέρει καθώς οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, οι late comers, μιμήθηκαν και κάλυψαν μέρος της απόστασης από τις προπορευόμενες.
Το ίδιο είχε συμβεί στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν οι ΗΠΑ και η Γερμανία πλησίασαν την προπορευόμενη Βρετανία, αργότερα τη δεκαετία 1960 όταν η Γερμανία και η Ιαπωνία πλησίασαν τις ΗΠΑ, τώρα συμβαίνει το ίδιο με την Κίνα και ακολουθεί η Ινδία.
Σε κάθε ανακατανομή της παγκόσμιας ισχύος αμφισβητείται η ηγεμονία της «υπερδύναμης» που αποτελεί τον πυλώνα και το μοντέλο του διεθνούς συστήματος – σήμερα η ηγεμονία των ΗΠΑ.
Το πιθανότερο λοιπόν είναι μια παρατεταμένη περίοδος γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, με ισχυροποίηση των αυταρχικών καθεστώτων και υποχώρηση της Δύσης αν δεν καταφέρει να ανασυνταχθεί.
Συναφές ερώτημα είναι αν η Αμερική θα προσπαθήσει να γίνει «ξανά μεγάλη» διατηρώντας τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της ή υιοθετώντας τρόπους αυταρχικής διακυβέρνησης.
Η δεύτερη επίπτωση της κρίσης της παγκοσμιοποίησης είναι η «πολιτικοποίηση» της διεθνούς οικονομίας και η επαναξιοδότηση του κράτους σε εθνικό επίπεδο καθώς η γεωπολιτική έρχεται σε πρώτο πλάνο.
Ετσι, τα τελευταία χρόνια έχουμε αύξηση των στρατιωτικών εξοπλισμών, μετακινήσεις των εφοδιαστικών αλυσίδων προς γεωπολιτικά φιλικές χώρες και τώρα την υιοθέτηση δασμών και μέτρων προστατευτισμού στην ίδια την Αμερική, οργανωτή μέχρι πρόσφατα των ανοιχτών αγορών.
Τρίτη επίπτωση είναι η ενδυνάμωση των εθνικισμών που βεβαίως πάει μαζί με την «επιστροφή του κράτους».
Η μεταβολή αυτή έπληξε σε θεωρητικό και ιδεολογικό επίπεδο τις ιδέες της οικουμενικότητας και της ατομικότητας. Αυτό εξηγεί και τις οπισθοχωρήσεις που γνωρίζουν οι πολιτικές κουλτούρες που κατεξοχήν εμπνέονται από αυτές τις ιδέες – η φιλελεύθερη, η soft σοσιαλδημοκρατική, η αριστερή δικαιωματιστική.
Υπάρχει ωστόσο και μια τέταρτη υφέρπουσα αλλά ίσως πιο ανησυχητική εκδήλωση της σημερινής υποχώρησης της δημοκρατίας. Σε κάθε ιστορικό κύκλο, η παγκοσμιοποίηση δημιουργούσε και βασιζόταν σε μια «τεχνική υποδομή».
Τον 19ο αιώνα βασίστηκε στην εξάπλωση του σιδηροδρόμου, του τηλεφώνου, του ασυρμάτου, δίκτυα τα οποία δημιουργήθηκαν και οργανώθηκαν με πρωτοβουλία των εθνικών κρατών, ιδίως στην Ευρώπη.
Η τεχνική υποδομή της σημερινής παγκοσμιοποίησης είναι προφανώς το παγκόσμιο ψηφιακό δίκτυο και σε λίγο η τεχνική νοημοσύνη.
Ολα αυτά διευθύνονται από τους γνωστούς επιχειρηματικούς κολοσσούς, ενώ οι δημοκρατικοί θεσμοί, ακόμα και όταν θελήσουν να τους ελέγξουν, βρίσκονται πάντα μερικά χρόνια πίσω σε τεχνογνωσία. Ο Μασκ είναι η προσωποποίηση μιας τεχνολογικής παγκοσμιοποίησης που δεν θα «εμποδίζεται» από τη δημοκρατική πολιτική. Πόσο ασφαλείς αισθανόμαστε όταν αυτό το σύστημα εξαρτάται από το δίδυμο Τραμπ – Μασκ;
Μπορούμε να βρούμε διάφορα επιχειρήματα για να καθησυχάσουμε τους εαυτούς μας, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία υποχωρεί.
Μαζί υποχωρεί και η Δύση, ο ιστορικός πολιτισμός εντός του οποίου εμφανίστηκε και εξελίχθηκε η σύγχρονη δημοκρατία.
Οι δυνάμεις του αυταρχισμού ενισχύονται διεθνώς και εντός των δυτικών κοινωνιών.
Η έκβαση της διαπάλης μπορεί να είναι ακόμα ανοιχτή, αλλά γίνεται όλο και πιο δυσμενής.
Η σε βάθος ανασύνταξη των δημοκρατικών ιδεολογιών, του φιλελευθερισμού, της σοσιαλδημοκρατίας, του δημοκρατικού συντηρητισμού, της δημοκρατικής Αριστεράς, του φεμινισμού και της οικολογίας επείγει. Η καθεμία στο εσωτερικό της και όλες μαζί έναντι του κοινού εχθρού.
Μπορεί οι αναλογίες να μην έχουν πάντα επιστημονική βάση, αλλά η κατάσταση θυμίζει την κρίση της παγκοσμιοποίησης στις αρχές του 20ού αιώνα – και ξέρουμε ποιο ήταν το διακύβευμα.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο