Ο θάνατος του Φετουλάχ Γκιουλέν, ορκισμένου εχθρού του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, σηματοδοτεί μια ιστορική καμπή στην πολιτική ζωή της χώρας.
Ο Τούρκος κληρικός και επί μακρόν αντίπαλος του Ερντογάν, Φετουλάχ Γκιουλέν πέθανε σε ηλικία 83 ετών στις ΗΠΑ, όπου ζούσε αυτοεξόριστος από το 1999.
Ο Γκιουλέν δημιούργησε ένα ισχυρό ισλαμικό κίνημα στην Τουρκία και πέραν αυτής, αλλά πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του κατηγορούμενος ότι ενορχήστρωσε μια απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του Ερντογάν, το 2016, κατηγορίες τις οποίες αρνήθηκε.
Η Herkul, ένας ιστότοπος που δημοσιεύει τα κηρύγματα του Γκιουλέν, ανέφερε στον λογαριασμό της στο Χ ότι ο Γκιουλέν πέθανε το βράδυ της Κυριακής, 21/10, στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν.
Γεννημένος το 1941, ο Γκιουλέν ήταν ένας απλός ιμάμης για το πρώτο μισό της ζωής του σύμφωνα με παλιότερο δημοσίευμα της γερμανικής Deutsche Welle. Σε ένα διαδικτυακό βιογραφικό που δημοσίευσε το κίνημα Γκιουλέν, αναφέρεται ότι αφού αποσύρθηκε από το κήρυγμα το 1981, η εστίασή του μετατοπίστηκε από τις θρησκευτικές στις κοινωνικές δραστηριότητες, πολλές από τις οποίες αφορούσαν την έναρξη νέων επιχειρήσεων, ιδίως επιχειρήσεων μέσων ενημέρωσης και εκπαιδευτικών προγραμμάτων – τομείς που εκείνη την εποχή απελευθερώνονταν για την ιδιωτική αγορά, στην Τουρκία.
Η επιρροή του Γκιουλέν στην κοινωνία των πολιτών αυξήθηκε σταθερά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και του 1990 – όπως και οι οπαδοί του. Πολλοί από εκείνους τους οποίους ο Γκιουλέν προώθησε στις οργανώσεις του ή των οποίων την εκπαίδευση χρηματοδότησε με τα σχολεία του, φέρονται να αισθάνονται προσωπικό χρέος προς τον εκκεντρικό ιεροκήρυκα, ανέφερε στο ρεπορτάζ του το γερμανικό μέσο, ενώ υπήρχαν εκτενείς αναφορές για λατρεία προς το πρόσωπό του. Πολλοί τον χαρακτήριζαν πραγματικό ηγέτη της Τουρκίας, γνήσιο εκφραστή του Ισλάμ, ακόμα και Μεσσία.
Το 1999, ο Γκιουλέν μετακόμισε στην αμερικανική πολιτεία της Πενσυλβάνια και έκτοτε ζούσε εκεί.
Ενώ οι υποστηρικτές του επικαλούνταν λόγους υγείας για τη διαμονή του στις ΗΠΑ, άλλοι χαρακτήριζαν την απόφαση του Γκιουλέν να μετακομίσει εκεί ως αυτοεξορία, καθώς εγκατέλειψε την Τουρκία σε μια εποχή που βρισκόταν υπό έρευνα για υπονόμευση της κυβέρνησης – η οποία εκείνη τη στιγμή βρισκόταν ακόμη σταθερά υπό τον έλεγχο της κοσμικής ελίτ της Τουρκίας και υποστηριζόταν από τον στρατό.
Το 2000, κρίθηκε ένοχος, ερήμην, για σχέδιο ανατροπής της κυβέρνησης. Λίγο αργότερα, το πρόσωπο της Τουρκίας άρχισε να αλλάζει. Το 2002, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έγινε πρωθυπουργός με το πρόσφατα ιδρυμένο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP). Οι κοσμικοί, στα πολλά εκατομμύρια που υπάρχουν στην Τουρκία, ήταν δυσαρεστημένοι με αυτή την εξέλιξη, αλλά εξακολουθούσαν να χαιρετίζουν την εκθετική ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η οποία θεωρητικά έλαβε χώρα υπό την ηγεσία του ΑΚΡ. Εν τω μεταξύ, οι ισλαμιστικές ιδέες του ΑΚΡ άρχισαν να γίνονται όλο και πιο συνηθισμένες στη χώρα. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ερντογάν και ο Γκιουλέν αποφάσισαν ότι θα μπορούσαν να ξεκινήσουν μια στρατηγική εταιρική σχέση.
Αφού επανεξελέγη το 2007 με ισχυρότερη εντολή, το ΑΚΡ υπό την ηγεσία του Ερντογάν μίλησε πιο ανοιχτά για τις ισλαμιστικές του επιδιώξεις. Μέσα σε ένα χρόνο, θα αναιρέσει τις κατηγορίες κατά του Γκιουλέν, σηματοδοτώντας την προθυμία του να συνεργαστεί με τον κληρικό και το παγκόσμιο κίνημά του, το κίνημα Γκιουλέν ή κίνημα Χιζμέτ.
Ο Γκιουλέν είχε δημιουργήσει μια εντυπωσιακή επιχειρηματική αυτοκρατορία στα χρόνια που πέρασαν από την αυτοεξορία του. Το δίκτυο των μέσων ενημέρωσης που διέθετε τότε στην Τουρκία και στο εξωτερικό είχε γίνει όλο και πιο ισχυρό. Τα σχολεία του προετοίμαζαν την επόμενη γενιά ευσεβών αλλά και επιχειρηματικά σκεπτόμενων οπαδών στην Τουρκία και οι τράπεζές του διευκόλυναν την κίνηση και τη μεταφορά κεφαλαίων μεταξύ του δυτικού κόσμου και της Μέσης Ανατολής, όπου οι οικονομικές υποθέσεις ορισμένων χωρών διέπονται από ισλαμικές αρχές.
Οι δεσμοί του Γκιουλέν επεκτάθηκαν επίσης στην Κεντρική Ασία, όπου πρώην σοβιετικές δημοκρατίες όπως το Τουρκμενιστάν, το Αζερμπαϊτζάν, το Ουζμπεκιστάν, καθώς και άλλα έθνη με τουρκικές γλώσσες καλωσόριζαν κάθε είδους βοήθεια, ενώ ένιωθαν ιδιαίτερα έντονη την αίσθηση συγγένειας με την Τουρκία.
Θεωρήθηκε από τους Δυτικούς ότι το κίνημά του προωθούσε το ανεκτικό Ισλάμ που δίνει έμφαση στον αλτρουισμό, τη σκληρή δουλειά, την εκπαίδευση.
Η ανθρωπολόγος Κριστίνα Ντορν, η οποία μελετούσε το κίνημα εδώ και σχεδόν δέκα χρόνια στη Γερμανία, δήλωσε στη DW ότι το όραμα του Γκιουλέν εξελίχθηκε σε «ένα παγκόσμιο, συντηρητικό δίκτυο με μεγάλη έμφαση στην εκπαίδευση».
Όλο αυτό το διάστημα, ο Γκιουλέν είχε ήδη χιλιάδες ευσεβείς οπαδούς που εργάζονταν σε κυβερνητικές θέσεις στην ίδια την Τουρκία – και το δίκτυο αυτό αυξανόταν συνεχώς. Οι αντίπαλοί του το θεωρούσαν αυτό ως έναν αυξανόμενο υπόγειο στρατό, ενώ οι υποστηρικτές του δήλωναν ότι απλώς προσπαθούσαν να αυξήσουν τη δημοκρατία και τον διάλογο μεταξύ διαφόρων κοινωνικών ομάδων μέσω των κυβερνητικών καναλιών.
Στη συνέχεια ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία καθόρισε μεγάλο μέρος των θεμάτων εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής στην Τουρκία μεταξύ των εκλογών του 2011 και του 2015 άρα και τις εξελίξεις στην γειτονική χώρα. Η τεράστια εισροή εκατομμυρίων προσφύγων στην Τουρκία και ο πόλεμος στα σύνορά της έστρεψαν την προσοχή μακριά από πολλά από τα εσωτερικά προβλήματα της Τουρκίας. Ο ρόλος των Κούρδων μαχητών κατά του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία έγινε επίσης μια εσωτερική ανησυχία, καθώς η Τουρκία έδειξε την απροθυμία της στην προοπτική να ανεγερθεί ένα κουρδικό κράτος στο κατώφλι της.
Μέχρι τον πρώτο γύρο των εκλογών του 2015, η Τουρκία είχε εγκαταλείψει τις ειρηνευτικές συνομιλίες με την κουρδική μειονότητα εντός της Τουρκίας. Ως αποτέλεσμα, η σύγκρουση με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK), η οποία από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 είχε οδηγήσει σε περισσότερους από 40.000 θανάτους, αναζωπυρώθηκε ξαφνικά ενώ το «Ισλαμικό Κράτος» άρχισε επίσης να εξαπολύει επιθέσεις στην Τουρκία λόγω της αυξανόμενης ανάμειξής της στη Συρία. Κάποια στιγμή, η χώρα υπέστη σχεδόν εβδομαδιαίες επιθέσεις.
Η Τουρκία έφτασε σε σημείο κρίσης, με δυσκολία να ανταπεξέλθει στις δικές της καθημερινές υποθέσεις- και ήταν ξαφνικά πιο διχασμένη από ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, ο Ερντογάν ήθελε να διασφαλίσει ότι η κυβέρνηση θα τεντώσει τους μυς της εναντίον του Γκιουλέν, του οποίου τα ειδησεογραφικά πρακτορεία είχαν πλέον στραφεί εναντίον της κυβέρνησης του ΑΚΡ και προσπαθούσαν να υπονομεύσουν την ηγεσία του- αρκετές από τις επιχειρήσεις του Γκιουλέν στην Τουρκία έκλεισαν με ρυθμό που αυξήθηκε εκθετικά τα τελευταία τρία χρόνια. Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, ο Ερντογάν έκλεισε όλα τα μέσα ενημέρωσης και άλλες επιχειρήσεις του Γκιουλέν στην Τουρκία.
Παρά τις δηλώσεις του Γκιουλέν και των οπαδών του ότι η οργάνωση δεν έχει πολιτικό χαρακτήρα, οι αναλυτές πίστευαν ότι ένας αριθμός συλλήψεων σε σχέση με τη διαφθορά που έγιναν εναντίον συμμάχων του Ερντογάν αντανακλούσε μια αυξανόμενη πολιτική διαμάχη εξουσίας μεταξύ του Γκιουλέν και του Ερντογάν από το 2010 κι έπειτα. Οι συλλήψεις αυτές οδήγησαν στο σκάνδαλο διαφθοράς του 2013 στην Τουρκία, για το οποίο οι υποστηρικτές του κυβερνώντος AKP (μαζί με τον ίδιο τον Ερντογάν) και τα κόμματα της αντιπολίτευσης είπαν ότι ήταν σχέδιο του Γκιουλέν, αφού η κυβέρνηση του Ερντογάν κατέληξε στην απόφαση στις αρχές Δεκεμβρίου 2013 να κλείσει πολλές από τις ιδιωτικές προπανεπιστημιακές σχολές του κινήματός του Γκιουλέν στην Τουρκία. Η κυβέρνηση Ερντογάν κατηγόρησε τον Γκιουλέν και το κίνημά του ότι επιχειρούσαν να διείσδύσουν στους θεσμούς ασφαλείας, πληροφοριών και δικαιοσύνης του τουρκικού κράτους, κατηγορία σχεδόν πανομοιότυπη με τις κατηγορίες εναντίον του θρησκευτικού-πολιτικού ηγέτη από τον επικεφαλής εισαγγελέα της Τουρκίας στη δίκη του το 2000, πριν το κόμμα του Ερντογάν έρθει στην εξουσία.
Σε σχόλια που έστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη Wall Street Journal τον Ιανουάριο του 2014, ο Γκιουλέν είχε πει τότε ότι «ο τουρκικός λαός … είναι αναστατωμένος που τα τελευταία δύο χρόνια η δημοκρατική πρόοδος τώρα αντιστρέφεται», αλλά αρνήθηκε ότι συμμετέχει σε συνωμοσία για την ανατροπή της κυβέρνησης. Αργότερα, τον Ιανουάριο του 2014, σε συνέντευξή του στο BBC World, ο Γκιουλέν είπε: «Αν ήταν να πω κάτι στον κόσμο, θα μπορούσα να πω ότι ο κόσμος πρέπει να ψηφίσει αυτούς που σέβονται τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, που τα πάνε καλά με τους ανθρώπους. Το να πω ή να ενθαρρύνω τους ανθρώπους να ψηφίσουν ένα κόμμα θα ήταν προσβολή για τη νοημοσύνη των ανθρώπων. Όλοι βλέπουν πολύ καθαρά τι συμβαίνει.»
Στις 28 Οκτωβρίου 2015, το Υπουργείο Εσωτερικών τοποθέτησε τον Γκιουλέν στην κατηγορία του «καταλόγου των πλέον καταζητούμενων τρομοκρατών». Το Υπουργείο ανακοίνωσε ότι θα δοθεί χρηματική αμοιβή έως και 10 εκατομμύρια τουρκικές λίρες στον Γκιουλέν.
Από τον Μάιο του 2016, το κίνημα Γκιουλέν έχει χαρακτηριστεί από την Τουρκία ως τρομοκρατική οργάνωση με την ονομασία Fethullahist Terrorist Organization (FETÖ) Το κίνημά του έχει επίσης χαρακτηριστεί ως τρομοκρατική οργάνωση από το Πακιστάν.
Η Τουρκία ζητούσε την έκδοσή του από τις Ηνωμένες Πολιτείες, κάτι που δεν έγινε ποτέ.
Μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016, Ερντογάν κατηγόρησε τον Γκιουλέν για το πραξικόπημα και οι αρχές συνέλαβαν χιλιάδες στρατιώτες και δικαστές. Άλλα μέλη της ομάδας που εργάζονταν για τις κυβερνητικές υπηρεσίες της Τουρκίας απολύθηκαν και πάνω από δέκα χιλιάδες εκπαιδευτικοί τέθηκαν σε διαθεσιμότητα και οι άδειες πάνω από 20.000 εκπαιδευτικών που εργάζονταν σε ιδιωτικά ιδρύματα ανακλήθηκαν λόγω της σύνδεσής τους με τον Γκιουλέν.
Ο Γκιουλέν καταδίκασε το πραξικόπημά τότε και υποστήριξε ότι δεν είχε καμία ανάμειξη αλλά Κατηγορήθηκε από μεγάλη μερίδα του τουρκικού πολιτικού συστήματος ότι ήταν το «μακρύ χέρι» της Ουάσιγκτον, συμμετέχοντας σε ενέργειες κατά του καθεστώτος Ερντογάν.
Ο Ερντογάν όμως εκμεταλλεύτηκε την αποτυχημένη απόπειρα για να χτυπήσει τους πολιτικούς του αντιπάλους στο εσωτερικό, εντείνοντας και ένα πλαίσιο καταστολής, εκκαθαρίσεων και καταπίεσης, ως απάντηση σε οποιαδήποτε αμφισβήτηση στο πρόσωπό του Τούρκου προέδρου.
Η πλειοψηφία των Τούρκων φαίνεται πράγματι να πίστευε ότι ο Γκιουλέν ήταν ο εγκέφαλος της απόπειρας πραξικοπήματος και ότι η οργάνωσή του είναι μια θρησκευτική αίρεση με μάλλον σκοτεινές προεκτάσεις, όπως ανέφερε το περιοδικό «Economist» λίγο μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα.
Ο ίδιος ο Γκιουλέν, που δεν παντρεύτηκε ποτέ, ζούσε και μελετούσε μέσα σε ένα ζευγάρι μικρών δωματίων, το ενοίκιο των οποίων πλήρωνε από τα εκδοτικά του δικαιώματα. Πέθανε σε νοσοκομείο της Πενσυλβάνια στο οποίο νοσηλευόταν για τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε εδώ και αρκετά χρόνια.