Το καλοκαίρι έφυγε, οι έλεγχοι της εφορίας ήρθαν.
Τουλάχιστον εκεί όπου τα λογισμικά της ΑΑΔΕ χτύπησαν «κόκκινο», διασταυρώνοντας τα δεδομένα των POS με τους δηλωμένους τζίρους από επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του τουρισμού και όχι μόνο.
Μόλις προχθές, το υπουργείο Οικονομικών δημοσιοποίησε στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία μόνο ο τζίρος από τις φετινές ηλεκτρονικές πληρωμές- που περνάνε μέσω POS- στην εστίαση, φτάνουν τα 8 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου 10% παραπάνω από πέρσι. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο τζίρος κι από εστίαση κι από καταλύματα είναι κάτι παραπάνω από 8,6 δισ. ευρώ.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι κατ’ αρχάς αν αυτά τα στοιχεία «κουμπώνουν» με τα δεδομένα που φτάνουν στην εφορία και επιπλέον αν υπάρχουν αποκλίσεις και στα προηγούμενα χρόνια. Στο ερώτημα αυτό πρακτικά καλούνται να απαντήσουν οι ίδιες οι επιχειρήσεις, αρχής γενομένης από το κοσμοπολίτικο νησί της Σαντορίνης.
Σύμφωνα με την επιστολή του Συλλόγου Λογιστών του νησιού, τις τελευταίες ημέρες φτάνουν κατά κύματα προσκλήσεις ελέγχου στους πελάτες τους. Ποιοι παίρνουν τα… «ραβασάκια»; Ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια, ιδιοκτήτες ταξί, αλλά και ηλεκτρολόγοι- υδραυλικοί.
Τι τους ζητάει η ΑΑΔΕ; Εντός 5 ημερών, να προσκομίσουν κατάσταση excel, με αντιστοίχιση των ημερήσιων κινήσεων εισπράξεων μέσω POS, σε αντιπαραβολή με τις αντίστοιχες Αποδείξεις Λιανικής Πώλησης, για τις χρήσεις 2019, 2021, 2022, 2023 και 2024. Πρακτικά, η ΑΑΔΕ θέλει να διαπιστώσει αν οι ηλεκτρονικοί τζίροι «κουμπώνουν» με τις αποδείξεις που έχουν “κόψει” κι έχουν δηλώσει οι επιτηδευματίες του νησιού.
Το μπαράζ των φύλλων ελέγχου σήμανε συναγερμό τόσο στη Σαντορίνη, όσο και στα υπόλοιπα νησιά, ειδικά εκεί όπου οι τζίροι έχουν πάρει “φωτιά” την τελευταία διετία.
Ειδικά όσον αφορά στη Σαντορίνη, οι λογιστές παίζουν… άμυνα, ζητώντας διευκρινίσεις επί των νέων διαδικασιών ελέγχου, “πατώντας” στις υπαρκτές “γκρίζες” ζώνες του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας:
Οι προσκλήσεις ελέγχου απευθύνονται σε επιχειρήσεις τήρησης απλογραφικών βιβλίων, κατά συνέπεια δεν τίθεται υποχρέωση αναλυτικής τήρησης ταμείου
Έως το φορολογικό έτος 2023, η Απόδειξη Λιανικής Πώλησης εκδιδόταν κατά την πώληση, χωρίς να απαιτείται εκ των προτέρων διευκρίνιση από τον πελάτη, ως προς τον τρόπο εξόφλησής της, δηλαδή μετρητά ή με πιστωτική κάρτα.
Όπως επισημαίνουν χαρακτηριστικά, για παράδειγμα στα εστιατόρια, τις καφετέριες κ.λπ. που δεν διέθεταν ταμειακή μηχανή εστιατορίου, η Απόδειξη Λιανικής Πώλησης εκδιδόταν υποχρεωτικά με κάθε σερβίρισμα του προϊόντος με τρόπο είσπραξης “μετρητά”, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος εξόφλησης των αποδείξεων αυτών από τον πελάτη.
Ως αποτέλεσμα αυτού ήταν για ένα τραπέζι να έχουν εκδοθεί πολλές Αποδείξεις Λιανικής Πώλησης ως “μετρητά”, οι οποίες όμως τελικά, κατά την αναχώρηση του πελάτη, να είχαν εξοφληθεί συγκεντρωτικά με πιστωτική κάρτα μέσω POS, κάτι που καθιστά αδύνατη την ορθή και αναλυτική αντιστοίχιση αυτών των δύο δεδομένων.
Όπως προβλέπει το νέο πλαίσιο, η διάρκεια του φορολογικού ελέγχου δεν μπορεί να ξεπεράσει το ένα έτος, αλλά μπορεί να παραταθεί άπαξ κατά έξι μήνες. Προϋπόθεση της παράτασης είναι η έναρξη της ελεγκτικής διαδικασίας εντός της αρχικής διάρκειας του φορολογικού ελέγχου. Περαιτέρω παράταση μέχρι έξι ακόμη μήνες είναι δυνατή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις που αιτιολογούνται ειδικώς, με την επισήμανση ότι η διάρκεια του ελέγχου δεν αναστέλλει ούτε επιμηκύνει τον χρόνο παραγραφής.
Μόνο αν από τον μέχρι τότε έλεγχο προκύψει πιθανότητα ποινικώς κολάσιμης φοροδιαφυγής, επιτρέπεται, με απόφαση του Διοικητή, παράταση της διάρκειας του ελέγχου μέχρι οκτώ ακόμη μήνες
Αν δεν ολοκληρωθεί ο φορολογικός έλεγχος εντός των προθεσμιών, δεν επιτρέπεται νέος έλεγχος που να καλύπτει το αντικείμενο της αρχικής εντολής, εκτός αν προκύψουν νέα στοιχεία.
Σε κάθε περίπτωση, οι παραπάνω προθεσμίες δεν ισχύουν στις περιπτώσεις ελέγχων που διενεργούνται κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας ή από κοινού με διεθνή ή αλλοδαπή φορολογική ή διωκτική αρχή ή που αφορούν σε υποθέσεις φοροδιαφυγής ή απάτης ΦΠΑ, στις οποίες εμπλέκονται περισσότεροι από πέντε ελεγχόμενοι, ή που διενεργούνται στο πλαίσιο Διαδικασίας Αμοιβαίου Διακανονισμού.