«Είμαι αίμα». Είναι ικανές οι δύο αυτές λέξεις να περιγράψουν τον εικαστικό, χορογράφο, σκηνοθέτη και συγγραφέα που έχει αφήσει πολύ δυναμικά το αποτύπωμά του τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες στο παγκόσμιο εικαστικό στερέωμα; Είναι αρκετές για να συστήσουν σε όσους δεν γνωρίζουν τον αεικίνητο Βέλγο που έχει καταφέρει να συζητηθεί όσο λίγοι για τη δουλειά του, αλλά εξίσου και να προκαλέσει; Και τι άλλαξε από το 2007, οπότε και δήλωνε «Είμαι ένα λάθος» μέσα από την παράστασή του, η οποία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών; Τελικά τι είναι; Λάθος; Αίμα; Και τα δύο ή τίποτα από αυτά;
«Θα έλεγα ότι είμαι υπηρέτης της ομορφιάς» απαντά ο Γιαν Φαμπρ στα «ΝΕΑ», χαμογελώντας και απολαμβάνοντας ένα ποτήρι λευκό κρασί το βράδυ της Πέμπτης, στο πλαίσιο των εγκαινίων της ατομικής του έκθεσης στην Αθήνα, στην γκαλερί Crux.
Η εικόνα στο στενό πεζοδρόμιο της οδού Σέκερη 4, όπου στεγάζεται η αίθουσα τέχνης, με τους επισκέπτες να είναι τόσοι πολλοί που εμπόδιζαν κάποιες φορές την κυκλοφορία, δεν μαρτυρά επ’ ουδενί ότι πριν από οκτώ χρόνια ο πολυπράγμων 66χρονος δημιουργός είχε χαρακτηριστεί από την ελληνική καλλιτεχνική κοινότητα ως persona non grata, όταν ανέλαβε τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Ελληνικού Φεστιβάλ, μετά την εκδίωξη του τελικά δικαιωθέντος Γιώργου Λούκου, με απόφαση του τότε υπουργού Πολιτισμού Αριστείδη Μπαλτά.
«Χαίρομαι που έχω επιστρέψει στην Ελλάδα, όπου έχω καλούς φίλους. Δεν έχω, όμως, ξεχάσει τι συνέβη. Δεν είναι ωραίο να χαρακτηρίζεται ένας καλλιτέχνης persona non grata από τους συναδέλφους του. Κίνητρο για τα ταξίδια μου, όμως, είναι οι άνθρωποι, και ήρθα ξανά στην Ελλάδα επειδή εμπιστεύομαι την Κατερίνα Κοσκινά, που επιμελείται αυτή την έκθεση» λέει χωρίς ίχνος θυμού στη φωνή του.
«Μετανιώνω για ένα πράγμα: που δεν μίλησα με τους έλληνες καλλιτέχνες. Στο πρόγραμμά μου προβλεπόταν για τα επόμενα τέσσερα χρόνια η στήριξη 50 νέων ελλήνων σκηνοθετών, χορογράφων, καλλιτεχνών, αλλά κανείς δεν το συνειδητοποίησε. Κι εγώ είπα “οκ, εφόσον ο κόσμος δεν με συμπαθεί, δεν χρειάζεται να δουλέψω εδώ”, και παραιτήθηκα» συνεχίζει. Και παραδέχεται ότι με το πέρασμα του χρόνου προτιμά τον ρόλο του δημιουργού παρά του επικεφαλής ενός θεσμού, καθώς δεν τον ενδιαφέρει να σπαταλά χρόνο σε ζητήματα που αφορούν τη διοίκηση.
Για το ευρύ κοινό είναι ο εμπνευστής της παράστασης «Ορος Ολυμπος», με τους γυμνούς χορευτές, που συζητήθηκε πολύ την περίοδο της παραίτησής του από την ηγεσία του Ελληνικού Φεστιβάλ. Για εκείνους που παρακολουθούν τα εικαστικά είναι ένας πρωτοπόρος αναγεννησιακού τύπου καλλιτέχνης, αλλά και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, αφού έχει βρεθεί στο επίκεντρο σφοδρής κριτικής για τη συμπεριφορά του προς τα ζώα με αφορμή μια περφόρμανς όπου ζωντανές γάτες ίπταντο στον αέρα, αλλά και καταγγελιών περί σεξουαλικής παρενόχλησης συνεργάτιδών του, που έφτασαν στις δικαστικές αίθουσες. Ολα αυτά, ωστόσο, δεν αποδείχθηκαν επαρκείς λόγοι ώστε η νέα του έκθεση στα καθ’ ημάς να μην ενταχθεί στα πολυαναμενόμενα γεγονότα του φθινοπώρου. Αλλωστε ένα από τα έργα της έκθεσης, που είχε παρουσιαστεί στο πλαίσιο της Art Athina τις προηγούμενες ημέρες, αναδείχθηκε σε ένα από τα πλέον δημοφιλή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: τετράγωνα επιτοίχια μωσαϊκά από ψηφίδες 24 καρατιών – που μοιάζουν με pixels – πάνω στα οποία είναι μεταξύ άλλων αποτυπωμένοι στίχοι από το ποιητικό του έργο «Είμαι αίμα» με σμάλτο.
«Μου αρέσει πολύ να δουλεύω με παραδοσιακές τεχνικές και υλικά και να τους δίνω μια νέα νοηματοδότηση. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει πρωτοπορία χωρίς παράδοση. Χρησιμοποίησα δε τρία βασικά χρώματα των φλαμανδών ζωγράφων: το χρυσό, που είναι συνδεδεμένο με την έννοια του ιερού, το μπλε, που χρησιμοποιούνταν για την απόδοση του μανδύα της Παναγίας, και το κόκκινο, με το οποίο ζωγραφίζονταν οι άγγελοι» εξηγεί και επισημαίνει ότι για την ολοκλήρωση καθενός πάνελ απαιτούνταν τρεις μήνες.
Αν και δηλώνει «ένας νάνος γεννημένος σε χώρα γιγάντων», επιχειρώντας με τον τρόπο αυτόν να εκφράσει τον σεβασμό του στους μεγάλους δασκάλους της Φλαμανδικής Σχολής, έχει τολμήσει αρκετές φορές να ανοίξει διάλογο μαζί τους και να παρουσιάσει τα έργα του δίπλα στα δικά τους σε καθεδρικούς ναούς και μεγάλα μουσεία, όπως το Λούβρο στο Παρίσι και το Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη. Θα τον ενδιέφερε να αναμετρηθεί και με τους σπουδαίους γλύπτες της κλασικής αρχαιότητας με μια έκθεση επί παραδείγματι ανάμεσα στα εκθέματα του Μουσείου της Ακρόπολης, στέλνοντας και ένα μήνυμα υπέρ του επαναπατρισμού τους από το Λονδίνο στην Αθήνα; «Θα το ήθελα πάρα πολύ, διότι, όπως γνωρίζετε, μεγάλο μέρος της δουλειάς μου είναι επηρεασμένο από την ελληνική μυθολογία. Και φυσικά θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό να επιστραφούν τα Γλυπτά στην Ελλάδα» λέει και θεωρεί ότι η πιο σημαντική άσκηση για έναν καλλιτέχνη είναι ο διάλογος με τους μεγάλους δασκάλους του παρελθόντος. «Πρόκειται κυρίως για μια άσκηση ταπεινότητας» προσθέτει. Αυτή η στάση του άλλωστε προς τους κορυφαίους καλλιτέχνες του παρελθόντος είναι που αποτέλεσε την αφορμή για τα ζωγραφικά έργα του που έχουν φιλοτεχνηθεί με το αίμα του και συνυπάρχουν με τα χρυσά ψηφιδωτά στην αθηναϊκή έκθεση ως εικαστική συνέχεια της περφόρμανς που παρουσίασε το 2001 στο Φεστιβάλ της Αβινιόν. «Από το 1977, οπότε και ξεκίνησα με ένα ξυράφι να χαράσσω το μέτωπό μου και να χρησιμοποιώ το αίμα μου για να ζωγραφίσω, συνεχίζω κάθε χρόνο να επαναλαμβάνω αυτή τη διαδικασία. Είναι σαν να κρατώ ένα ζωγραφικό ημερολόγιο με το αίμα μου».