Η σφαγή διήρκεσε έξι ολόκληρες ημέρες, ξεκίνησε στις 29 Σεπτεμβρίου του 1944. Πριν από ογδόντα χρόνια. Δολοφονήθηκαν 770 άνθρωποι, οι 261 ήταν παιδιά. Το μικρότερο ήταν 14 ημερών. Ο Ματαρέλα παραθέτει τα λόγια του Πρίμο Λέβι: «Συνέβη, άρα μπορεί να ξανασυμβεί». «Μπορεί να συμβεί αν ξεχάσουμε». Μια προειδοποίηση, γιατί «η μνήμη προκαλεί την ευθύνη». Και «δεν μπορούμε να είμαστε ούτε τυφλοί, ούτε κοιμώμενοι, ούτε αδιάφοροι» μπροστά στις συνεχιζόμενες συγκρούσεις και τις αντιδημοκρατικές παλινδρομήσεις.
Δεν είναι τυχαίο που υπενθυμίζει την ευθύνη των θιασωτών της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας, άλλως γνωστής ως Δημοκρατίας του Σαλό, στη σφαγή, τους αποκαλεί «φασιστικές μαύρες ταξιαρχίες». Το αυθόρμητο χειροκρότημα του πλήθους επαναλαμβάνεται. «Ο εθνικισμός δεν είναι ένα παρελθόν που μας ανήκει» επισημαίνει.
Είναι μια όμορφη φθινοπωρινή μέρα. Εχουν έρθει χιλιάδες άνθρωποι, από ολόκληρη την Ιταλία. Τραγουδούν το «Bella ciao». Νιώθουν πως ο Ματαρέλα υπερασπίζεται το Σύνταγμα, ο δικός του πατριωτισμός, σε αυτή την Ιταλία που κυβερνάται από τη μεταφασίστρια Τζόρτζια Μελόνι, είναι συνταγματικός. «Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε, ακόμη και αν δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε: τα φαντάσματα της ιστορίας δεν έχουν φύγει από την ιστορία. Κάνουμε λάθος αν νομίζουμε ότι ο ρατσισμός, ο αντισημιτισμός, ο επιθετικός εθνικισμός, η βούληση για υπεροχή προέρχονται από ένα παρελθόν που δεν μας ανήκει. Αυτό που συμβαίνει στα σύνορα της Ευρωπαϊκής μας Ενωσης ακούγεται ως αυστηρή προειδοποίηση» υπενθυμίζει ο Ματαρέλα.
«Γιατί; Γιατί συνέβησαν όλα αυτά;» επαναλαμβάνει.
Αποκαλεί αυτή του την επίσκεψη «κοσμικό προσκύνημα», γιατί «το Μαρτσαμπότο και το Μόντε Σόλο είναι ακρογωνιαίοι λίθοι της Ιταλικής Δημοκρατίας». Θέλει όμως να δώσει και ένα μήνυμα ελπίδας. «Η Ιταλία και η Γερμανία μπόρεσαν να σηκωθούν από την κόλαση. Κατάφεραν να μετατρέψουν τον πόνο σε μια αναγεννητική δύναμη». Η σκηνή βρίσκεται δίπλα στο Σπίτι της Μνήμης. Ο δρόμος έχει πάρει το όνομά του από τους Μάρτυρες του Fosse Ardeatine, μιας άλλης ναζιστικής σφαγής, στη Ρώμη αυτή τη φορά. Η μνήμη είναι σωτήρια.
«Ο πόνος δεν φεύγει ποτέ» λέει ο Ματαρέλα στην κόρη ενός θύματος, φτάνοντας στο Μόντε Σόλε. Είναι μια συγκινητική στιγμή. Εχουν απομείνει πια ελάχιστοι αυτόπτες μάρτυρες. Το Μόντε Σόλε λάμπει μέσα στο πράσινο. Παλιές αγροικίες. Δύσκολα μπορεί κανείς να το φανταστεί ως θέατρο πολέμου. Οι Γερμανοί επιτέθηκαν στους αμάχους από απλή διάθεση εκδίκησης. Επειδή ήθελαν να συντρίψουν τη βοήθεια που οι ντόπιοι προσέφεραν αυθόρμητα στους παρτιζάνους, στην αντιστασιακή οργάνωση Ταξιαρχία Κόκκινο Αστέρι. Η σφαγή έγινε με τη συνεργασία των ιταλών φασιστών.
«Μας έστησαν στον τοίχο τρεις φορές. Ημουν επτάμισι ετών και στάθηκα μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα» αφηγήθηκε ο 87χρονος Φράνκο Λαντσαρίνι, ένας από τους τελευταίους αυτόπτες μάρτυρες. Ο Ματαρέλα του έσφιξε το χέρι.
Ο Στάινμαγιερ, ένας ειλικρινής δημοκράτης, ήρθε «με τη μεγαλύτερη ταπεινότητα». Και μίλησε στα ιταλικά. «Είναι δύσκολο το μονοπάτι για έναν γερμανό πρόεδρο μέχρις εδώ. Πολλά μέρη των σφαγών είναι άγνωστα στη Γερμανία. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ήρθα σήμερα εδώ».
«Το Μαρτσαμπότο δεν χωρίζει τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, τους ενώνει» λέει ο Ματαρέλα. Παρατεταμένο χειροκρότημα και για τους δύο. Στεκόμενος εδώ σήμερα, αντιλαμβάνεται κανείς το μέγεθος της ιστορίας, έγραψε ο απεσταλμένος της «Repubblica», και θυμήθηκε τον Φόκνερ: «Το παρελθόν δεν είναι νεκρό. Στην πραγματικότητα δεν είναι καν παρελθόν».
Ο αρχηγός των Ναζί ονομαζόταν Βάλτερ Ρέντερ. Ηταν 30 χρόνων. Αυστριακός. Η φωτογραφία του διαβατηρίου του επιβεβαιώνει την κοινοτοπία του κακού. Ηταν Sturmbannführer, διοικητής της μονάδας εφόδου. Σε προηγούμενη μάχη είχε χάσει το αριστερό του χέρι. Συνελήφθη το 1948 από τους συμμάχους, κατέληξε στη φυλακή της Γκαέτα, χρόνια αργότερα προσποιήθηκε ότι μετανόησε, ζήτησε χάρη, οι κάτοικοι του Μαρτσαμπότο ψήφισαν, μόνο τέσσερις τάχθηκαν υπέρ. Τον απελευθέρωσαν το 1985, εν μέσω διαμάχης. Επέστρεψε στην Αυστρία του Κουρτ Βάλντχαϊμ. Μόλις απελευθερώθηκε, ανακάλεσε τη μετάνοιά του. Πέθανε στο κρεβάτι του σε ηλικία 76 ετών, το 1991.
Το 1944, οι ιταλοί φασίστες αρνήθηκαν την έκταση της σφαγής. Την υποβάθμισαν. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο επιμένει ο Σέρτζιο Ματαρέλα στα κοσμικά προσκυνήματά του. «Ο εθνικισμός δεν είναι ένα παρελθόν που μας ανήκει» υπενθύμισε στους πολλούς που έσπευσαν στο Μαρτσαμπότο, την προτελευταία μέρα του Σεπτεμβρίου. Οι κάλπες στην Αυστρία δεν είχαν κλείσει ακόμα. Για λίγες ώρες ακόμα, μπορούσε κανείς να προσποιηθεί πως ο κόσμος δεν έχει ξεχάσει τα πάντα, πως τα φαντάσματα της ιστορίας δεν έχουν επανέλθει δριμύτερα, και αυτό το «ποτέ ξανά» δεν έχει γίνει απλό ευχολόγιο.