Περίπου 60 γυναίκες έχουν πλέον προσέλθει και ισχυρίζονται ότι κακοποιήθηκαν σεξουαλικά από τον πρώην ιδιοκτήτη του Harrods, Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ, ο οποίος πέθανε πέρυσι.
Ένα ντοκιμαντέρ του BBC, που προβλήθηκε την περασμένη εβδομάδα, υποστήριξε ότι οι γυναίκες καταγγέλλουν ότι ο Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ, ο οποίος πέθανε τον περασμένο Σεπτέμβριο σε ηλικία 94 ετών, τις βίασε και τις κακοποίησε σεξουαλικά στα χρόνια που μεσουρανούσε ως ιδιοκτήτης της πολυτελούς πολυκαταστήματος στο Λονδίνο.
Οι κατηγορίες καθιστούν τον Αιγύπτιο δισεκατομμυριούχο την πιο πρόσφατη προσωπικότητα υψηλού προφίλ που προστίθεται σε έναν κατάλογο πλούσιων και ισχυρών ανδρών, όπως ο παραγωγός του Χόλιγουντ Χάρβεϊ Γουάινστιν, που έχουν κατηγορηθεί για σεξουαλική κακοποίηση.
«Η ανταπόκριση ήταν απλώς τεράστια», ανέφεραν οι δικηγόροι σε ανακοίνωσή τους. «Μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ότι εκπροσωπούμε πλέον 60 επιζώντες, ενώ θα ακολουθήσουν και άλλοι».
Η νομική ομάδα δήλωσε ότι μετά τη δημοσιοποίηση της τηλεοπτικής αποκάλυψης, επικοινώνησαν μαζί τους άνθρωποι από όλο τον κόσμο, αναφέρει το France24.
«Η διεκδικήσεις μας γίνονται όλο και πιο παγκόσμιες… Αναμέναμε ότι όπου πήγαινε ο Αλ Φαγέντ θα ακολουθούσε η κακοποίηση», αναφέρεται στη δήλωση.
«Δυστυχώς, αυτό αποδείχθηκε αληθινό. Έχουμε τώρα στην κατοχή μας αξιόπιστα στοιχεία για κακοποίηση σε άλλες ιδιοκτησίες και επιχειρήσεις του Αλ Φαγέντ, συμπεριλαμβανομένης της βρετανικής ποδοσφαιρικής ομάδας Fulham». Οι Βρετανοί εισαγγελείς δήλωσαν ότι έλαβαν δύο φορές στοιχεία εναντίον του Αλ Φαγέντ.
Το 2008, ο Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ κατηγορήθηκε για σεξουαλική κακοποίηση ενός 15χρονου κοριτσιού και η Εισαγγελία του Στέμματος (CPS) εξέτασε τα αποδεικτικά στοιχεία το 2009. Το 2013 κατηγορήθηκε για βιασμό μιας γυναίκας, ισχυρισμός που διερευνήθηκε το 2015.
Και στις δύο περιπτώσεις, η CPS, η οποία αποφασίζει για τις διώξεις στην Αγγλία και την Ουαλία, δήλωσε ότι δεν υπήρχε «ρεαλιστική προοπτική καταδίκης» και δεν άσκησε δίωξη κατά του προέδρου του Harrods.
Οι δικηγόροι δήλωσαν ότι θα συνεχίσουν να ανταποκρίνονται σε ερωτήματα πιθανών θυμάτων ή μαρτύρων και ζήτησαν μια «ανεξάρτητη και διάφανη διαδικασία για την αξιολόγηση και την εκδίκαση αυτών των ισχυρισμών».
Όπως είπαν, οι γυναίκες που εκπροσωπούν είχαν «χάσει κάθε εμπιστοσύνη στο Harrods».
Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Michael Ward, δήλωσε αυτή την εβδομάδα ότι το πρώην αφεντικό του προήδρευε σε μια «τοξική κουλτούρα μυστικότητας, εκφοβισμού, φόβου των επιπτώσεων και σεξουαλικής ανάρμοστης συμπεριφοράς». Συμπλήρωσε, όμως, ότι δεν είχε «επίγνωση της εγκληματικότητας και της κατάχρησης» και εξέφρασε τον προσωπικό του τρόμο για τις αποκαλύψεις.
Οι κατήγοροι του Αλ Φαγέντ λένε ότι οι επιθέσεις έλαβαν χώρα στα διαμερίσματά του στο Λονδίνο και στις ιδιοκτησίες του στο Παρίσι, συμπεριλαμβανομένου του ξενοδοχείου Ritz.
Οι ισχυρισμοί περιλαμβάνουν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο σχετικά με τις γυναίκες που υποβλήθηκαν σε διαδικασία επιλογής για θέσεις κοντά στον ισχυρό άνδρα.
Μόλις επιλέγονταν, υποβάλλονταν σε «επεμβατική» γυναικολογική εξέταση, τα αποτελέσματα της οποίας μοιράζονταν με τον Αλ Φαγέντ.
Οι γυναίκες δήλωσαν ότι όταν προσπάθησαν να διαμαρτυρηθούν για την κακοποίησή τους, απειλήθηκαν από ανώτερο προσωπικό ασφαλείας, υποβιβάστηκαν και υποβλήθηκαν σε ψευδείς ισχυρισμούς, μέχρι που δεν είχαν «άλλη επιλογή» από το να εγκαταλείψουν τo Harrods.
Ο Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ πούλησε τo Harrods στον επενδυτικό βραχίονα του κρατικού ταμείου πλούτου του Κατάρ έναντι 1,5 δισ. λιρών (2,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων).