Με μείωση φόρου 1.600 ευρώ στο φετινό εκκαθαριστικό και αντίστοιχα ποσά για τα επόμενα τρία χρόνια, ισοδυναμούν οι εκπτώσεις που προβλέπει η φορολογική νομοθεσία για όσους επισκευάζουν ή ανακαινίζουν τα ακίνητα τους. 

Έχοντας ξεκινήσει η υποβολή των φορολογικών δηλώσεων, είναι χρήσιμο να γνωρίζουν οι ιδιοκτήτες ακινήτων ποιο είναι το καθεστώς των εκπτώσεων
για τέτοιου είδους δαπάνες, πώς βελτιώθηκε για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από την Πρωτοχρονιά του 2024 και τι πρέπει να προσέξουν όσοι αξιοποίησαν ή πρόκειται να αξιοποιήσουν κάποιο πρόγραμμα αναβάθμισης ακινήτων όπως το “Ανακαινίζω- Ενοικιάζω”.  

Πώς μπορεί να πάρει κανείς φέτος τη σχετική έκπτωση φόρου; Στους κωδικούς 627-628 του Ε1, συμπληρώνεται το συνολικό ποσό των δαπανών που έχουν πραγματοποιηθεί εντός του 2023 και αφορούν στη λήψη υπηρεσιών για ενεργειακή, λειτουργική και αισθητική αναβάθμιση κτιρίων.  

Οι δαπάνες αυτές, με ανώτατο συνολικά όριο τις 16.000 ευρώ, μειώνουν ισόποσα κατανεμημένες σε περίοδο τεσσάρων ετών, σε ποσοστό 40% του ύψους
τους, τον φόρο εισοδήματος. Πρακτικά, μιλάμε για έκπτωση φόρου ως 6.400 ευρώ, που “σπάει” σε τέσσερις ετήσιες δόσεις των 1.600 ευρώ.  

Προσοχή! Αν το ποσό της πίστωσης που δικαιούται ο φορολογούμενος είναι μεγαλύτερο από τον φόρο που αναλογεί, το πλεονάζον ποσό δεν επιστρέφεται,
δεν συμψηφίζεται με άλλη φορολογική υποχρέωση, δεν μεταφέρεται και δεν εκπίπτει σε επόμενο φορολογικό έτος ούτε μεταφέρεται προς έκπτωση στον άλλο σύζυγο ή στο έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης. 
 

Προσοχή! Οι δαπάνες αυτές “ψαλιδίζουν” το φόρο εισοδήματος μόνο αν τα εν λόγω ακίνητα δεν έχουν ήδη ενταχθεί ή δεν θα ενταχθούν σε πρόγραμμα
αναβάθμισης κτιρίων. Συνεπώς, αν μια κατοικία είχε αξιοποιήσει το “Εξοικονομώ”, δεν μπορούν οι ίδιες δαπάνες να δηλωθούν στο Ε1 για μείωση του φόρου.  

Προσοχή! Απαραίτητη προϋπόθεση για τη μείωση του φόρου από το ποσό των δαπανών, αποτελεί η απόδειξή τους με νόμιμα παραστατικά και η εξόφλησή
τους με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Στα παραστατικά απαιτείται να αναγράφεται διακριτά το ποσό που αφορά στα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν σε σχέση με το ποσό που αφορά αποκλειστικά στη λήψη υπηρεσιών, διότι μόνο το μέρος της δαπάνης που αφορά στη λήψη υπηρεσιών
εμπίπτει στις εν λόγω διατάξεις. Αυτή είναι και η διαφορά με το νέο σύστημα.  

Οι ίδιες δαπάνες ανακαίνισης- επισκευής ακινήτων, που πραγματοποιούνται από την αρχή του χρόνου, οδηγούν και πάλι σε μείωση φόρου, αλλά με ευνοϊκότερους
όρους για τους φορολογούμενους.  

Ποια είναι η βασική διαφορά, με τα όσα ισχύουν μέχρι φέτος; Ότι οι δαπάνες που “ψαλιδίζουν” το φόρο εισοδήματος δεν αφορούν μόνο στη λήψη υπηρεσιών
(π.χ. από ηλεκτρολόγο ή ελαιοχρωματιστή) αλλά και στην αγορά αγαθών (π.χ. κουφώματα αλουμινίου, διπλά τζάμια).  

Οι δαπάνες αυτές έχουν “κόφτη” και συγκεκριμένα δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 1/3 του ποσού των δαπανών για τη λήψη υπηρεσιών. Έτσι, αν για παράδειγμα,
κάποιος πληρώσει 8.000 ευρώ σε τεχνίτες και άλλες 8.000 ευρώ για υλικά, οι δαπάνες των υλικών που αναγνωρίζονται για την έκπτωση φόρου διαμορφώνονται σε 2.666 ευρώ (το 1/3 των δαπανών για υπηρεσίες), άρα η μείωση φόρου θα υπολογιστεί σε σύνολο δαπανών 8.000
+ 2.666 = 10.666 ευρώ Χ 40%= 4.266 ευρώ.  

Η δεύτερη διαφορά είναι ότι η μείωση φόρου “απλώνει” σε βάθος πέντε και όχι τεσσάρων ετών, ευνοώντας όσους έχουν περιορισμένο αναλογούντα φόρο,
άρα κινδύνευαν να χάσουν μέρος της έκπτωσης φόρου.  

Αυτό που πρέπει να έχουν κατά νου οι ιδιοκτήτες ακινήτων είναι ότι του χρόνου τέτοια εποχή, δεν θα μπορούν να συμπεριλάβουν αυτές τις δαπάνες επισκευής- ανακαίνισης, εφόσον αξιοποιήσουν το πρόγραμμα “Ανακαινίζω- Νοικιάζω”, που “τρέχει” από τον Απρίλιο.  

Η επιδότηση στο εν λόγω πρόγραμμα αφορά, επίσης, υλικά και εργασίες και ανέρχεται στο 40% των πραγματοποιηθεισών δαπανών. Ωστόσο, ο “κόφτης”
των δαπανών τίθεται στις 10.000 ευρώ, άρα το μέγιστο όφελος για τον ιδιοκτήτη είναι 4.000 ευρώ.  

Προφανώς και η στόχευση των δύο πλαισίων είναι διαφορετική. Οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος οδηγούν σε έκπτωση φόρου, ενώ το “Ανακαινίζω- Ενοικιάζω” δίνει κίνητρο κυρίως σε ιδιοκτήτες με χαμηλότερα εισοδήματα, έτσι ώστε να κάνουν το αναγκαίο “λίφτινγκ” σε κλειστά σπίτια κι εν συνεχεία να τα “ρίξουν” στη “διψασμένη” αγορά των μακροχρόνιων μισθώσεων.