«Το όνειρό μου είναι να βγω στη σκηνή σε μια πιατέλα, με ένα μήλο στο στόμα. Σαν γουρουνόπουλο». Οταν άκουσα, στα βάθη της δεκαετίας του 1980, να το λέει αυτό η Αννα Παναγιωτοπούλου, κατάλαβα ότι δεν έβλεπε το θέατρο σαν «θρησκεία» που μπορούσε να σώσει, αν όχι τον κόσμο ολόκληρο, τουλάχιστον τους «πιστούς» της. Δεν ήταν των μεγάλων θεατρικών οραμάτων και αν κάποιος δημοσιογράφος τη ρωτούσε – ήδη από εκείνη την εποχή – ποιοι είναι οι σπουδαίοι ρόλοι που θέλει να ερμηνεύσει, δεν ξέρω ποια ακριβώς θα ήταν η απάντησή της, ψυχανεμίζομαι όμως ότι θα προκαλούσε αμηχανία. Και, σίγουρα, θα έβγαζε τίτλο. Γιατί η Αννα, που έφυγε το Μεγάλο Σάββατο, ήταν από μόνη της ένας ρόλος. Οχι μόνο εξωτερικά λόγω της χαρακτηριστικής φωνής και των εκφράσεών της αλλά και εσωτερικά. Δεν χρειαζόταν να τη γνωρίσεις πολύ καλά για να νιώσεις ότι αυτό το σαρκαστικό, καταλυτικό και ανελέητο χιούμορ της ήταν απότοκο μιας βαθιάς μελαγχολίας. Και, ίσως, ο καλύτερος – και, τελικά, πιο παραγωγικός – τρόπος για να την ξορκίσει.

Τη γνώρισα θεατρικά στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970. Τότε που, μαθήτρια ακόμη εγώ, ανακάλυψα στις παραστάσεις του Ελεύθερου Θεάτρου στο Αλσος Παγκρατίου όχι ένα καινούργιο, για εμένα, είδος θεάτρου αλλά κάτι πολύ πιο σημαντικό. Εναν άλλο τρόπο για να βλέπω και να μεταβολίζω εντός μου την πραγματικότητα και τη ζωή. Εκείνη η παρέα του Σταμάτη Φασουλή, της Αννας Παναγιωτοπούλου, του Γιώργου Σαμπάνη, του Νίκου Σκυλοδήμου, της Μίρκας Παπακωνσταντίνου, της Μίνας Αδαμάκη και των άλλων ηθοποιών, που δεν ήταν από τα γνωστά ονόματα της εποχής, με «δίδαξαν» (χωρίς να το ξέρουν) πώς να ξεχωρίζω το σοβαρό από το σοβαροφανές. Και με βοήθησαν να συνειδητοποιήσω ότι το σοβαρό και το αστείο πολλές φορές συμπίπτουν. Σαν κάπως να έχουν ανάγκη το ένα το άλλο. Οτι αναδεικνύοντας την αστεία πλευρά ενός θέματος επισημαίνεις ταυτόχρονα τη σοβαρότητα ενίοτε δε και την τραγικότητά του. Οτι το χιούμορ τροφοδοτείται από ένα τραύμα προσωπικό ή συλλογικό. Αλλιώς είναι μπαλαφάρα. Και ότι η αλήθεια, ακριβώς επειδή έχει λόγο ύπαρξης, δεν μπορεί ποτέ να είναι χυδαία ακόμη και όταν είναι «βρώμικη». Ολα αυτά σε μία εποχή που στις άλλες επιθεωρήσεις κυριαρχούσε και «πουλούσε» η χωρίς λόγο βωμολοχία.

Από εκείνη την παρέα που βασικό της στέλεχος ήταν η Αννα Παναγιωτοπούλου, έμαθα ακόμη ότι η αισθητική είναι κάτι ρευστό και ότι οι αυστηροί κανόνες την περιορίζουν και την κιβδηλεύουν. Οτι οι λέξεις μπορεί να γίνουν πολυεργαλεία. Και ότι, επί της ουσίας, τίποτα δεν είναι πιο συναρπαστικό από την πεζή πραγματικότητα όταν αντέξεις να την κοιτάξεις κατάματα. Πάνω απ’ όλα όμως εκείνη η παρέα με έμαθε να γελάω. Να πέφτω στα χαλίκια από τα γέλια. Ποτέ και πουθενά δεν έχω γελάσει όσο με τις παραστάσεις του Ελεύθερου Θεάτρου που έγινε μετέπειτα Ελεύθερη Σκηνή. Ισως μόνο όταν στις ιδιωτικές μας παρέες μοιραζόμαστε, αναπαράγαμε και προσπαθούσαμε να μιμηθούμε το χιούμορ «των παιδιών του Ελεύθερου». Εως που μπολιαστήκαμε με αυτό. Και σήμερα πια, με την εμπειρία της ηλικίας μου, συνειδητοποιώ πόσο σημαντικό είναι να έχεις τέτοιο «μπόλι» από τα νιάτα σου. Τι είδους «ανοσίες» προκαλεί και πόσο προστατευτικό είναι τελικά.

Από εκείνη την παρέα «των παιδιών του Ελεύθερου» (πολλοί είναι σήμερα φευγάτοι από τη ζωή) η Αννα Παναγιωτοπούλου, μου θύμιζε περισσότερο τους ηθοποιούς – τις μορφές θα έλεγα – του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Ενας θηλυκός Χατζηχρήστος ή Αυλωνίτης ή Φωτόπουλος. Δεν έχω ξαναδεί στο θέατρο (και έχω δει πολύ θέατρο) γυναίκα που να «τσαλακώνεται» τόσο πολύ πάνω στη σκηνή. Και να το απολαμβάνει πρώτη απ’ όλους η ίδια. Με τέτοιο τρόπο ώστε να μεταδίδει αυτήν την απόλαυση στους θεατές. Είχε μια μοναδική ικανότητα να κάνει το ακραίο και το υπερβολικό να φαίνεται κανονικό. Να δίνει νόημα στο ασυνάρτητο. Ετσι σφράγισε με αυτόν τον ανεξίτηλο τρόπο και τους τηλεοπτικούς της ρόλους μέσα από τους οποίους την αγάπησε και το μεγάλο κοινό – με το ακόμη μεγαλύτερο ένστικτο.

Γι’ όλα αυτά – και για πολλά άλλα – της χρωστάω ένα μεγάλο ευχαριστώ.