«Για χαρη σου έχασα τον Τσιτσιπά» θα μου πει ο Νίκος Καβουκίδης κατά τη διάρκεια αυτής της συνομιλίας που έγινε την περασμένη Παρασκευή το απόγευμα ενώ ο έλληνας τενίστας έπαιζε με τον Φακούντο Ακόστα επικρατώντας με 2-1. «Αλλά για τον Φίνο θα έκανα τα πάντα». Θρύλος ο ίδιος της ιστορίας του ελληνικού κινηματογράφου, ο Καβουκίδης υπήρξε διευθυντής φωτογραφίας και μοντέρ σε δεκάδες ταινίες που παρήγαγε ο ιδρυτής των στούντιο Finos Films Φιλοποίμην Φίνος (1908-1977). Ενδεικτικά: «Λόλα», «Μια τρελή τρελή οικογένεια», «Δεσποινίς διευθυντής», «Κοινωνία ώρα μηδέν», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», «Κοντσέρτο για πολυβόλα», «Αμόκ». Ο πατέρας του, Γιώργος Καβουκίδης, είχε ξεκινήσει μαζί με τον Φίνο γυρίζοντας ως συμπαραγωγοί τη «Φωνή της καρδιάς». Ο Ν. Καβουκίδης υπήρξε επίσης, όπως ο ίδιος λέει, ο «ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στον παλιό και τον νέο ελληνικό κινηματογράφο» αφού στα εργαστήριά του, μετά την αποχώρησή του από τη Finos Films, γεννήθηκαν αμέτρητες ταινίες τής μετα-Φίνου εποχής.

Ο Νίκος Καβουκίδης υπήρξε διευθυντής φωτογραφίας και μοντέρ σε δεκάδες ταινίες που παρήγαγε ο ιδρυτής των στούντιο Finos Films

Σήμερα και ενώ εξακολουθεί να είναι ενεργός, ο Ν. Καβουκίδης, μαζί με τους σκηνοθέτες Ομηρο Ευστρατιάδη και Τάκη Βουγιουκλάκη, είναι ένας από τους ανθρώπους που συνέβαλαν τα μέγιστα για την ανέγερση της προτομής του Φίνου μεταξύ των οδών Ιουλιανού, Μεταξά, Σάμου και Δηληγιάννη. Τα εγκαίνια θα πραγματοποιηθούν την Πέμπτη 25 Απριλίου στις 11.00, από την υπουργό Πολιτισμού, κυρία Λίνα Μενδώνη, παρόντος του δημάρχου Αθηναίων Χάρη Δούκα καθώς το έργο που φιλοτεχνήθηκε από τον γλύπτη Βαγγέλη Ηλία υποστηρίζεται από τον Δήμο Αθηναίων. Και με αυτή την αφορμή, «ΤΑ ΝΕΑ» ζήτησαν από τον στενό συνεργάτη του να μιλήσει για τον «άλλο πατέρα» του.

«Πήγα στη Φίνος Φιλμ 15 χρόνων. Τότε ήταν στη Στουρνάρα 27. Αρχικά δούλεψα ως βοηθός του Ντίνου Κατσουρίδη, που ήταν ο δάσκαλός μου στη φωτογραφία και το μοντάζ και φίλος μου. Πρώτη μου δουλειά ήταν στην «Καφετζού». Ο Φίνος με αγαπούσε πολύ και επειδή δεν είχε κάνει παιδιά, ήθελε να με υιοθετήσει. Και το είπε στον πατέρα μου, ο οποίος ήταν ένας από τους ανθρώπους-κλειδιά της Finos Films και πολύ στενός φίλος του. Ηταν σαν αδέλφια. Βέβαια ο πατέρας μου που είχε κάνει και δύο κορίτσια δεν μπορούσε να με δώσει. Είναι επίσης γνωστό ότι ο Φίνος ήθελε να υιοθετήσει και τη Ζωή Λάσκαρη που είχε χάσει τον πατέρα της. Να θυμίσω εδώ ότι ο πατέρας του Φίνου είχε εκτελεστεί από τους Γερμανούς στην Κατοχή».

«Στον Φίνο έκανα καμιά τριανταριά ταινίες, όχι μόνο φωτογραφία αλλά και μοντάζ. Μάλιστα, επειδή η δουλειά μου του άρεσε πολύ, μου ανέθετε και τα τρέιλερ πολλών ταινιών στις οποίες δεν είχα δουλέψει ούτε ως φωτογράφος ούτε ως μοντέρ. Σαν να τον βλέπω τώρα μαζί με τον Αλέκο Σακελλάριο, τον Ορέστη Λάσκο και τον Νίκο Τσιφόρο να κάθονται στην αυλή της Finos Films και να παραγγέλνουν φαγητό από μια ουζερί στην πλατεία στον Αγιο Νικόλαο περιμένοντας μέχρι τη 01.00 – 02.00 να δουν έτοιμο το υλικό. Τις περισσότερες φορές στην καμπίνα προβολής ήταν ο πατέρας μου…».

«Ο Φίνος είχε μανία με τις μηχανές. Από πολύ νωρίς είχε αρχίσει να ανακατεύεται με τα μηχανήματα που σχετίζονταν με τον κινηματογράφο. Ο ίδιος, ως μηχανικός προβολής, πρόβαλλε βωβές ταινίες στον κινηματογράφο Αλκαζάρ ενώ παράλληλα σπούδαζε νομικά. Η μανία του ήταν τέτοια που μαζί με έναν άλλο μηχανικό είχαν φτιάξει έναν ενισχυτή έτσι ώστε το Αλκαζάρ να είναι ένας από τους πρώτους κινηματογράφους που θα μπορούσε να στηρίξει και σινεμά με ήχο. Ο Φίνος ήταν στ’ αλήθεια ένας από τους κατασκευαστές που κατάφεραν να τροποποιήσουν το σύστημα έτσι ώστε να υπάρχει ακουστική στις αίθουσες».

«Τις μηχανές τις αγόραζε από το εξωτερικό. Από τη Γαλλία αγόραζε κατ’ αρχάς τις μεταχειρισμένες και αργότερα από τη Γερμανία τις καινούργιες. Το συγκλονιστικό είναι ότι είχε βρει μόνος του έναν τρόπο εγγραφής του ήχου μαζί με την εικόνα σε μια εποχή που κάτι τέτοιο δεν γινόταν. Ενας ελβετός κατασκευαστής είχε παρουσιάσει στο εμπόριο τα καταπληκτικής ποιότητας μαγνητόφωνα NACRA. Με αυτά τα μηχανήματα ο Φίνος έφτιαξε έναν λεγόμενο πιλότο – μια συσκευή 20-25 εκατοστών – που συνδεόταν με το NACRA και μπορούσε, ασύρματα, να συγχρονιστεί με τα 24 καρέ των μηχανών λήψεως. Αυτή την πατέντα την έδειξε στον Ελβετό και είχε μεγάλη επιτυχία διότι αργότερα όλος ο κόσμος με αυτήν άρχισε να δουλεύει. Ο ίδιος ο Φίνος το μόνο που κέρδισε ήταν δύο NACRA δωρεάν από τον Ελβετό.

Αργότερα, όταν βγήκαν οι επιτραπέζιες μουβιόλες για το μοντάζ, ο Φίνος εφηύρε μια πατέντα «φρένου» για να ξεπερνιούνται κάποια τεχνικά εμπόδια. Και φυσικά είναι γνωστή η ιστορία της επισκευής μιας μηχανής για λογαριασμό του αμερικανικού στούντιο που γύριζε μια ταινία στην Ελλάδα. Εκεί που ο Αμερικανός θα έχανε εβδομάδες γυρισμάτων περιμένοντας την αντικατάσταση της χαλασμένης μηχανής με μια άλλη, ο Φίνος την επισκεύασε μέσα σε μισή ώρα. Ηταν κυριολεκτικά ασύλληπτος».

«Δύο μέρες μετά τα γυρίσματα των σκηνών τις βλέπαμε. Αυτό αφορούσε τις ασπρόμαυρες ταινίες που μπορούσαν να εμφανιστούν εδώ. Στις έγχρωμες, στις αρχές τουλάχιστον, έπαιρνε λίγο περισσότερο χρόνο, έξι – επτά μέρες, διότι έπρεπε να σταλούν στο Παρίσι για να εμφανιστεί το αρνητικό και μετά να επιστρέψουν. Ο Φίνος έβλεπε συνήθως την ταινία από την καμπίνα του μηχανικού προβολής. Στην αίθουσα κάθονταν ο σκηνοθέτης, ο μακιγέρ, οι πρωταγωνιστές – ο Αλεξανδράκης, η Βουγιουκλάκη, η Καρέζη – αλλά πιο πολύ ο μοντέρ, ο σκηνοθέτης και ο Μάρκος Ζέρβας, ο διευθυντής παραγωγής. Οταν στον Φίνο δεν άρεσε κάτι έβηχε. Ηταν το τικ του. Τότε καταλαβαίναμε ότι υπάρχει πρόβλημα. Και αργότερα κατέβαινε κάτω και έκανε τις παρατηρήσεις του».

«Ο Φίνος ήθελε την ποιότητα και μόνο την ποιότητα. Οχι μόνο στην εικόνα. Την ήθελε στον ήχο, στη σκηνοθεσία, στη σκηνογραφία, στην υποκριτική, στα πάντα. Ενα παράδειγμα είναι το «Κλωτσοσκούφι» του Ντίνου Δημόπουλου με διευθυντή φωτογραφίας τον Τζιοβάνι Βαριάνο στο οποίο είχα δουλέψει Α βοηθός. Αυτή η ταινία δεν γυρίστηκε από την αρχή με τον Αλέκο Αλεξανδράκη αλλά με τον Μιχάλη Νικολινάκο. Στον Φίνο όμως δεν άρεσε τελικά ο Νικολινάκος. Οπότε ξαναγυρίστηκε όλη η ταινία με τον Αλεξανδράκη στη θέση του. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να ξαναφτιαχτούν από την αρχή όλα τα σκηνικά της ταινίας που μετά το γύρισμα είχαν γκρεμιστεί. Τόσο σχολαστικός στην ποιότητα ήταν ο Φίνος».

«Πριν από τα γυρίσματα μιας ταινίας γινόταν πάντα ένα pre production meeting στα γραφεία του Φίνου. Εκεί λάμβαναν μέρος οι βασικοί ηθοποιοί, ο σεναριογράφος, ο παραγωγός, ο διευθυντής φωτογραφίας, ο μοντέρ και ο διευθυντής παραγωγής. Είχαμε τα σενάριο και το διαβάζαμε. Και μετά γινόταν συζήτηση για κάθε σκηνή. Ετσι κάναμε μια πρώτη ανίχνευση για το τι επρόκειτο να φτιάξουμε και αν θα ήταν καλό. Τι λέμε; Πώς το παίζουμε; Ηταν προεργασία και σε αυτήν ο Φίνος έδινε τεράστια σημασία. Το στόρι ήταν για τον Φίνο το σημαντικότερο στοιχείο μιας ταινίας. Ελεγε ότι αν δεν έχεις καλό στόρι, όσο καλούς ηθοποιούς και να ‘χεις, ή σκηνοθέτη ή μοντέρ ή φωτογράφο, η ταινία δεν θα αρέσει στο κοινό. Ηταν μια από τις 10 εντολές του».

«Είναι επίσης αναγκαίο να θυμόμαστε ότι ο Φίνος ήταν άνθρωπος που έδινε πολλές ευκαιρίες και στους νέους ανθρώπους. Ολοι πέρασαν από αυτόν, ο Κακογιάννης, ο Κούνδουρος, ο Αγγελόπουλος, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Μέχρι τη δεκαετία του 2010 με δικά του μηχανήματα που είχαν περάσει στην Cinemagic, πολλοί δημιουργοί επεξεργάζονταν τις ταινίες τους».

«Εμενε πάντα σε ενοίκιο μαζί με τη σύζυγό του, την Τζέλα, γιατί δεν τον ενδιέφερε να έχει δικό του σπίτι αφού η προτεραιότητά του ήταν το στούντιο και τα πλατό. Ενα-δύο μήνες προτού πεθάνει, πάντα στο σπίτι του, ο Φίνος είχε αγοράσει την πρώτη αμερικανική μηχανή 16 MM. Την είχε στο δωμάτιό του. Και την ψαχούλευε! Πέθανε με τη μηχανή στην αγκαλιά του. Σήμερα, τα εργαστήρια της Χίου 53 είναι διατηρητέος χώρος. Πρέπει όμως, ανεξαρτήτως κόστους, να γίνουν κινηματογραφικό μουσείο. Εγώ έχω πολλά μηχανήματα από τον Φίνο, όπως και άλλοι συνάδελφοι επίσης. Ολοι μπορούμε να τα δώσουμε για τη χρήση ενός μουσείου και η πολιτεία πρέπει επιτέλους να δει ότι ανάλογες κινήσεις γίνονται στο εξωτερικό σε ό,τι αφορά τα μουσεία κινηματογράφου».