Με ανακούφιση έληξε χθες Παρασκευή μια από τις πιο εμπρηστικές εβδομάδες στον μακροχρόνιο σκιώδη πόλεμο του Ισραήλ και του Ιράν με την Τεχεράνη να υποβαθμίζει την επίθεση που δέχθηκε με drones, όπως είπε, στην επαρχία Ισφαχάν.

Αλλά μολονότι η περιορισμένης κλίμακας επίθεση, την ευθύνη για την οποία δεν διεκδίκησε επισήμως το Ισραήλ, δεν οδήγησε σε άμεση νέα κλιμάκωση, ελάχιστοι αμφισβητούν ότι τα εκατέρωθεν αντίποινα του τελευταίου διαστήματος άνοιξαν ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις των δύο ορκισμένων εχθρών, που δείχνουν προθυμότεροι να αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλον απευθείας παρά μέσω πληρεξουσίων, κάτι που σύμφωνα με αναλυτές και κυβερνητικούς αξιωματούχους μπορεί να οδηγήσει σε ανοικτό πόλεμο.

«Η περασμένη εβδομάδα άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού» δήλωσε στο Bloomberg η Σούζα Μαλόνι, πρώην αξιωματούχους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και νυν αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Brookings. Το μπαράζ πυραύλων και drones που εξαπέλυσε τη νύχτα του περασμένου Σαββάτου προς Κυριακή το Ιράν κατά του Ισραήλ «άλλαξε τη φύση αυτής της σύγκρουσης και δεν βλέπω να την επαναφέρει στο προηγούμενο στάδιο μολονότι οι Ισραηλινοί ήταν ζύγισαν πάρα πολύ καλά την απάντησή τους. Η βασική γραμμή για κλιμάκωση είναι τώρα πολύ υψηλότερη», είπε.

Οι αγορές δεν έδειξαν να επηρεάζονται ιδιαίτερα και οι τιμές του πετρελαίου υποχώρησαν χθες Παρασκευή από τη στιγμή που διαπιστώθηκε ότι η επίθεση του Ισραήλ στο Ιράν ήταν πολύ πιο περιορισμένη σε σύγκριση με τους αρχικούς φόβους. Οι σύμμαχοι του Ισραήλ εξέφρασαν δημοσίως την ικανοποίησή τους επειδή η επίθεση ήταν περιορισμένης κλίμακας μολονότι ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου κώφευσε στις εκκλήσεις τους να μην πάρει εκδίκηση αφού το Ισραήλ αναχαίτισε σχεδόν όλους τους πυραύλους και τα drones που είχε εξαπολύσει εναντίον του το Ιράν το περασμένο Σαββατοκύριακο.

Αλλά
πίσω από την ανακούφιση Αμερικανών και
ξένων αξιωματούχων κρύβεται μια βαθύτερη
ανησυχία. Ανώτερος Ευρωπαίος αξιωματούχος
προειδοποίησε ότι η κατάσταση παραμένει
λίαν τεταμένη και δεν υπάρχει καμία
βεβαιότητα ότι θα μπορέσει να περιοριστεί
μια νέα ανάφλεξη της σύγκρουσης μεταξύ
Ισραήλ και Ιράν τα επόμενα 24ωρα.

Σύμφωνα με έρευνα της Oxford Economics οι ανησυχίες των επιχειρήσεων για την κατάσταση στη Μέση Ανατολή εκτοξεύτηκαν αυτή την εβδομάδα στο υψηλότερο επίπεδο από τις επιθέσεις της Χαμάς κατά του Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου. «Αν υπάρξει σοβαρή κλιμάκωση, που σημαίνει μια πολύ ευρύτερη περιφερειακή κλιμάκωση απ’ ό,τι είδαμε ως τώρα – τότε θα μπορούσε να έχουμε ένα σοβαρό πετρελαϊκό σοκ. Αλλά δεν έχουμε φθάσει ακόμη εκεί», δήλωσε στην τηλεόραση του Bloomberg η Γκίτα Γκόπιναθ, πρώην αναπληρώτρια διευθύντρια του ΔΝΤ.

Αλλά
στις ετήσιες συνεδριάσεις του ΔΝΤ αυτή
την εβδομάδα στην Ουάσιγκτον, ορισμένοι
αξιωματούχοι ανησυχούσαν μήπως οι
συνάδελφοί τους αρνούνταν να παραδεχθούν
τους κινδύνους περαιτέρω διάχυσης της
σύγκρουσης.

Ένα από τα μεγάλα ερωτήματα τώρα είναι κατά πόσον η ισραηλινή κυβέρνηση θα νιώσει την ανάγκη να συνεχίσει να επιτίθεται κατά του Ιράν και στόχων του αλλού – όπως επί παραδείγματι το χτύπημα σήμερα σε βάση φιλοϊρανικής πολιτοφυλακής νότια της Βαγδάτης. Της τελευταίας ανάφλεξης προηγήθηκε η επίθεση στο ιρανικό προξενείο στη Δαμασκό την 1η Απριλίου, που η Τεχεράνη απέδωσε στο Ισραήλ, αν και το τελευταίο δεν ανέλαβε επίσημα την ευθύνη.

Μετά από εκείνο το πλήγμα το Ιράν τόλμησε κάτι που δεν είχε ξανακάνει στο παρελθόν, δηλαδή μια απευθείας επίθεση από τα εδάφη του κατά του Ισραήλ και μολονότι οι περισσότεροι από τους πυραύλους και τα drones καταρρίφθηκαν, το Ισραήλ χρειάστηκε τη βοήθεια των συμμάχων του για να αναχαιτίσει το χτύπημα, κάτι που έστειλε το δυσοίωνο μήνυμα ότι δεν θα τα κατάφερνε μόνο του.

Οι ΗΠΑ προσπάθησαν να πείσουν τον Ισραηλινό πρωθυπουργό να αρκεστεί στην επιτυχία της αναχαίτισης της ιρανικής επίθεσης και δεδομένου του περιορισμένου πλήγματος στην επαρχία Ισφαχάν, πιθανώς και να άκουσε, τουλάχιστον προσώρας, τις ανησυχίες της Ουάσιγκτον. Στο παρελθόν, ωστόσο, ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου έχει δείξει μια συνήθεια να αγνοεί τις ΗΠΑ, κάτι που έγινε ξεκάθαρο στον συνεχιζόμενο πόλεμο του Ισραήλ κατά της Χαμάς στη Λωρίδας της Γάζας, όπου τα αντίποινά του για τους φόνους περίπου 1.200 ανθρώπων από τους ενόπλους της εξτρεμιστικής Παλαιστινιακής ισλαμιστικής οργάνωσης, έχουν προκαλέσει τον θάνατο άνω των 30.000 ανθρώπων, σύμφωνα με τη Χαμάς και έχουν πυροδοτήσει έντονη κριτική από τον υπόλοιπο κόσμο κατά του Ισραήλ.

Η επίθεση του Ιράν κατά του Ισραήλ εξέτρεψε κάποιες απ’ αυτές τις ανησυχίες, αλλά η επικείμενη επίθεση του Ισραήλ στη Ράφα, μπορεί να τις αναζωπυρώσει. Οι συνομιλίες για μια εκεχειρία έχουν περιέλθει σε τέλμα ενώ το Κατάρ είπε αυτή την εβδομάδα ότι επαναξιολογεί τον μεσολαβητικό του ρόλο.

Οι
εκκλήσεις για αυτοσυγκράτηση δεν
περιορίστηκαν μόνον στους συμμάχους
του Ισραήλ. Η Ρωσία χαιρέτισε ως ένδειξη
ότι οι δύο πλευρές δεν επιθυμούν κλιμάκωση
τα περιορισμένα εκατέρωθεν αντίποινα
αυτής εβδομάδας, τα οποία, όμως, εξέπεμψαν
δυσοίωνα μηνύματα. «Έχουμε να κάνουμε
με μια νέα Μέση Ανατολή, όπου το Ισράηλ
θα πρέπει να διερωτάται καθημερινά
μήπως κάποια κίνησή του προκαλέσει
ιρανική επίθεση με πυραύλους ή drones
απευθείας
στα εδάφη του», δήλωσε στην τηλεόραση
του Bloomberg
ο
Νόρμαν Ράουλ, πρώην ανώτερος αξιωματούχος
των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών.

Μεταξύ
των επιχειρημάτων που επικαλέστηκαν
διπλωμάτες στο Τελ Αβίβ για να
αποκλιμακώσουν τα αναμενόμενα αντίποινα
του Ισραήλ στην ιρανική επίθεση της
περασμένης εβδομάδας ήταν η πιθανότητα
μιας πλήρους κλιμάκωσης των εχθροπραξιών
με τη φιλο-ιρανική Χεζμπολάχ στην μεθόριο
με τον Λίβανο, σύμφωνα με ανώτερο δυτικό
αξιωματούχο.

Αλλά
και ο Αντόνιο Ταγιάνι, επικεφαλής της
διπλωματίας της Ιταλίας, που έχει την
προεδρία της G-7
τη
φετινή χρονιά, αναφέρθηκε αρκετές φορές
δημοσίως στον Λίβανο ως σημείο-κλειδί
για την εκτόνωση των ανταγωνισμό στη
διάρκεια της συνόδου κορυφής των υπουργών
Εξωτερικών των επτά μεγαλύτερων
οικονομιών του πλανήτη στο Κάπρι. «Το
Ισραήλ θα πρέπει να αρχίσει να μας ακούει
και να λάβει υπόψη του την έκκληση της
G-7» δήλωσε αυτή την εβδομάδα.

«Ο κίνδυνος ενός ευρύτερου πολέμου έχει αυξηθεί με την εμπλοκή του Ιράν και του Ισραήλ σε άμεσες αμοιβαίες επιθέσεις», υπογράμμισε ο οικονομολόγος του Bloomberg, Ζιάντ Νταούντ. «Αυτό θα μπορούσε να συμβεί είτε εκ προμελέτης -μέσω μιας βαθμιαίας κλιμάκωσης του κύκλου βίας – ή ως αποτέλεσμα εσφαλμένων υπολογισμών. Ανεξάρτητα από την αιτία, θα είναι τεράστιες οι επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία».