Η εικόνα που εμφανίζει δημοσκοπικά η Κεντρική Μακεδονία, η Θεσσαλονίκη, αλλά και συνολικά η Βόρεια Ελλάδα, έχει διαφοροποιήσεις συγκριτικά με την υπόλοιπη χώρα. Εξηγήσεις δεν θα δώσω, αν και έχω συγκεκριμένη άποψη, όμως φαίνεται ότι η μάχη της Βόρειας Ελλάδας σε αυτές τις Eυρωεκλογές θα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον πολιτικά, διότι αναμένεται να βάλει νέους όρους και να αναδιατάξει το πολιτικό σκηνικό, εφόσον διατηρηθούν μέχρι την κάλπη όσα σήμερα καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις.

Η επιλογή του πρωθυπουργού να θέσει ευθέως απέναντί του ως την πιο υπολογίσιμη δύναμη σε αυτή τη μάχη την «πολυκατοικία» στα δεξιά της ΝΔ και ειδικά το κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου, την Ελληνική Λύση, μόνο τυχαία δεν είναι.

Οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν ραγδαία άνοδο των ποσοστών των συγκεκριμένων κομμάτων, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα. Τόση, που υπάρχουν δημοσκόποι, οι οποίοι δεν διστάζουν πλέον να ομολογήσουν ότι δεν θα εκπλαγούν εάν για παράδειγμα η Ελληνική Λύση βρεθεί σε πολλές περιοχές δεύτερο κόμμα, πίσω από τη ΝΔ. Μάλιστα, ορισμένοι προβληματίζονται τόσο που βλέπουν το συγκεκριμένο κόμμα να είναι δεύτερο συνολικά στη Βόρεια Ελλάδα ή έστω στην Κεντρική Μακεδονία.

Επίσης, βλέπουν εξαιρετικά ενισχυμένο όλο το μπλοκ δεξιότερα της ΝΔ, με τη Νίκη του Δημήτρη Νατσιού να πιάνει στην ίδια περιοχή ποσοστά ΚΚΕ και τη Φωνή Λογικής της Αφροδίτης Λατινοπούλου να μετατρέπεται σε αυτές τις εκλογές σε νέα Νίκη.

Αυτά τα τρία κόμματα και άλλα μικρότερης δημοσκοπικής ισχύος στον ίδιο χώρο μπορούν υπό προϋποθέσεις να πάρουν ένα ποσοστό που θα πλησιάσει ή θα ξεπεράσει το 20%.

Αυτό ως πολιτική στάση της ελληνικής κοινωνίας και ειδικότερα της κοινωνίας της Βόρειας Ελλάδας, ως πολιτική επιλογή, έχει από μόνο του μεγάλο ενδιαφέρον για τους πολιτικούς αναλυτές, ενώ διαμορφώνει κι ένα νέο πλαίσιο πολιτικής αντιπαράθεσης για το μέλλον, με το βλέμμα στις επόμενες εθνικές εκλογές.

Ο κ. Μητσοτάκης έχει κατατάξει αυτά τα κόμματα στην πλευρά του λαϊκισμού και των άκρων. Τα θεωρεί τοξικά για μια σύγχρονη κοινωνία, όπως η Ελλάδα και μέρος του ευρωπαϊκού ζητήματος με τον λαϊκισμό, την ακροδεξιά και τον ευρωσκεπτικισμό.

Θα πρέπει εδώ να επισημάνω ότι δεν αποτελεί ζήτημα μόνο για την Ελλάδα ή ειδικότερα για τη Βόρεια Ελλάδα η αύξηση της επιρροής των συγκεκριμένων κομμάτων. Στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες είναι ακόμα πιο ισχυρές αυτές οι τάσεις και η συγκεκριμένη ιδεολογία απέκτησε ρίζες και σύγχρονο πρόσωπο, ώστε να έχει αποτινάξει σταδιακά (χωρίς να έχει εξαφανίσει ειδικά αν ξύσεις κάτω από την επιφάνεια) τις γραφικότητες και τις ακραίες ρατσιστικές, ομοφοβικές, βίαιες ή άλλες ανάλογες εκφράσεις.

Η ΝΔ στο προεκλογικό αφήγημά της επέλεξε να βάλει απέναντι αυτές ακριβώς τις δυνάμεις. Άλλωστε είναι το κόμμα που αποτελούσε επιλογή πολλών ψηφοφόρων αυτών των κομμάτων και τους υπολογίζει ως δικές της απώλειες. Κεντροδεξιά είναι η ΝΔ και το δεύτερο συνθετικό δεν το απεμπολείς, ούτε το… χαρίζεις. Είναι η δεξαμενή την οποία δεν θέλει να τροφοδοτήσει άλλο η Νέα Δημοκρατία και είναι η δεξαμενή από την οποία μπορεί να αντλήσει ψήφους και ποσοστά. Διότι αυτούς τους ψηφοφόρους μπορεί να τους πείσει πιο εύκολα ότι δεν πρέπει να ψηφίζουν τιμωρητικά ή να βρίσκουν ευκαιρία για ψήφο διαμαρτυρίας επιλέγοντας τέτοιες δυνάμεις, επειδή μια τέτοια στάση μπορεί να έχει επικίνδυνα αποτελέσματα και είσοδο σε έναν δρόμο με πολλές απειλές για τη χώρα και για την κοινωνία.

Δεν γνωρίζω εάν θα καταφέρει να πείσει η ΝΔ. Γνωρίζω ότι τη μάχη αυτή θα τη δώσει με μεγάλη έμφαση μετά το Πάσχα, όχι μόνο με το βλέμμα στις κάλπες της 9ης Ιουνίου, αλλά για να αποφύγει την προοπτική να ισχυροποιηθεί τόσο αυτό το μέτωπο, ώστε να αποτελεί πλέον πρόβλημα στις επόμενες εθνικές εκλογές, έχοντας βάλει ισχυρά θεμέλια στην κοινωνία.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα σε αυτή την προσπάθεια δεν είναι τα κόμματα δεξιότερα της ΝΔ, αλλά η κεντροαριστερά και η αριστερά στη χώρα.

Για τους δικούς τους λόγους τα δυο μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης αυτή την προεκλογική μάχη για τις Ευρωεκλογές τη δίνουν με άλλο διακύβευμα. Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ ή το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής γι’ αυτό. Είναι άλλος ο εκλογικός στόχος, η μάχη -γνωρίζοντας μάλιστα εκ των προτέρων τον νικητή- έχει άλλα χαρακτηριστικά και προτεραιότητες και έτσι προσαρμόζεται αναλόγως και το αφήγημα.

Δεν θα ασχοληθούν με την άνοδο του λαϊκισμού στη χώρα και την αύξηση της επιρροής του στην ελληνική κοινωνία τα δυο άλλα μεγάλα κόμματα, διότι δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα σε… κουκιά. Και οι εκλογές είναι μάχη για τα… κουκιά, για τις ψήφους στην κάλπη.

Σε έναν αγώνα επιβίωσης τα δυο κόμματα, αφήνουν κατά μέρος το διακύβευμα των Ευρωεκλογών και έχουν πρώτα μετατρέψει την ευρωκάλπη σε πεδίο επικράτησης, σε πεδίο επιβεβαίωσης, σε μια μάχη do or die. Ο στόχος και των δυο είναι η δεύτερη θέση, ο κυρίαρχος της κεντροαριστεράς και ο επόμενος ισχυρός αντίπαλος του Μητσοτάκη στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό.

Μπροστά στην απειλή να καταρρεύσουν τα ποσοστά τους και να υπάρξουν διαλυτικά φαινόμενα, αμφισβητήσεις καίριες για την πορεία τους στο μέλλον, στοχοποίηση των αρχηγών τους και εσωτερικές δυσάρεστες εξελίξεις, ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής έχουν άλλο αφήγημα κι όχι την απειλή του λαϊκισμού. Το αφήγημά τους αφορά στην ανάδειξη του προσώπου που θα είναι στο εξής απέναντι στον Μητσοτάκη και θα έχει προοπτική να κυβερνήσει υπό προϋποθέσεις. Απέναντί τους είναι η ΝΔ και η δεύτερη θέση.

Και για τα δύο αυτά κόμματα η ρευστότητα στις επιλογές των ψηφοφόρων της Βόρειας Ελλάδας αποτελεί πεδίο διεκδίκησης. Από εδώ μπορούν να αντλήσουν το πολιτικό κεφάλαιο για να πετύχουν τους στόχους τους και συνεπώς η περιοχή είναι και για τα δυο αυτά κόμματα ιδιαιτέρως κρίσιμη.

ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής θεωρούν ότι η απόσταση που τους χωρίζει ιδεολογικά, πολιτικά και κοινωνικά από τα κόμματα δεξιότερα της ΝΔ είναι τόσο μεγάλη, που για την κοινωνία είναι δεδομένη η καταδίκη και η αντιπαλότητα, τόσο ώστε δεν υπάρχει η ανάγκη να την αναδείξουν και να θολώσουν έτσι το μήνυμά τους, που προανέφερα. Δεν είμαι τόσο σίγουρος.

Ως τακτική μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματική. Ως πολιτική είναι ξεκάθαρα λανθασμένη. Βλέπουν το δένδρο (αναγκαστικά) κι όχι το δάσος. Απόρροια των σημερινών ποσοστών τους, των αναγκών που έχουν διαμορφωθεί να απευθυνθούν σε ευρύτερα κοινωνικά ακροατήρια και να πείσουν, της πολιτικής συγκυρίας, όπου η κεντροαριστερά φαίνεται να έχει πιάσει ταβάνι στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Και ψηφοθηρικά όμως, τα δυο κόμματα μπορούν να εισπράξουν μόνο θερίζοντας τους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους, που τα τελευταία χρόνια μετακινήθηκαν στη ΝΔ, δημιουργώντας το πλειοψηφικό ρεύμα της και δίνοντας την ισχύ της αυτοδυναμίας σε ένα κόμμα που πλέον είναι πιο πολυσυλλεκτικό και μπορεί άνετα να είναι ισάξιος συνομιλητής των κεντροαριστερών εκπροσώπων, με σαφή και κεντροαριστερή ατζέντα, πέραν της κλασικής κεντροδεξιάς. Δεν είμαστε πια στο 2009 ή στο 2014 και υπάρχει επαρκής εμπειρία από διάφορες πολιτικές συμμαχίες, που σε βάθος χρόνου κατέρρευσαν σαν χάρτινος πύργος.

Η κοινωνία τα πολλά τελευταία χρόνια έριξε τις διαχωριστικές γραμμές. Κάποια κόμματα ακολούθησαν, κάποια όχι. Οι πολιτικές μάχες δεν τελείωσαν, αλλά έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά και διαφορετικό επίδικο.

Η ΝΔ έχει να δώσει αυτή τη μάχη σε δυο μέτωπα και επέλεξε να αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών της στο ένα. ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής έχουν μονομέτωπο εξ ανάγκης. Δεν έχουν την πολυτέλεια να δώσουν μάχες ιδεών, μάχες με τον λαϊκισμό. Βάζουν απέναντι τον ισχυρό και ο ένας τον άλλο, και περιμένουν το αποτέλεσμα για να δρομολογηθούν οι εξελίξεις και οι νέες συνθήκες υπό τις οποίες θα πορευτούν τα επόμενα χρόνια.

Για τη ΝΔ δεν είναι πολυτέλεια η μάχη με τον λαϊκισμό, γιατί έχει το βλέμμα της στην κοινωνική συμπεριφορά και έχει τη δυνατότητα να προσαρμοστεί από θέση ισχύος, να δει και να λειτουργήσει με μεσομακροπρόθεσμους πολιτικούς στόχους. Έχει το χρόνο με το μέρος της. Ο κύριος στόχος, ο σκόπελος, είναι για τα άλλα δυο κόμματα βραχυπρόθεσμος. Της μιας κάλπης. Αγώνας που θα διαμορφώσει το αύριο και θα τους δώσει την πραγματική θέση τους στο πολιτικό βαρόμετρο της χώρας και της κοινωνίας. Μετά την 9η Ιουνίου θα μπορούν να δουν πιο μακριά.

Σε κάθε περίπτωση για την κοινωνία οι Ευρωεκλογές αυτές είναι εξαιρετικά κρίσιμες, παράγουν πολιτικό αποτέλεσμα, διαμορφώνουν την επόμενη μέρα εντός και εκτός χώρας και δημιουργούν το νέο κοινωνικό κλίμα, το οποίο δεν θα μετρηθεί ξανά σε κάλπες κατά πάσα πιθανότητα τα επόμενα τρία χρόνια. Εμείς ως πολίτες επιλέγουμε και πράττουμε.