Εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία: Η επόμενη ημέρα και οι κινήσεις στην «σκακιέρα»
Δύο εκλογικές αναμετρήσεις σε Ελλάδα και Τουρκία, δύο διαδικασίες οι οποίες μπορεί να επηρεάσουν τις σχέσεις των δύο χωρών. Την ερχόμενη Κυριακή 28 Μαΐου έχουμε την τελική «μάχη» στην γείτονα μεταξύ Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, η οποία θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό και το μεγάλο γεωπολιτικό παιχνίδι στη «σκακιέρα» που θα στηθεί στην Ανατολική Μεσόγειο.
του Μίλτου Σακελλάρη
Από τη μια πλευρά, η ανησυχία για την ανέλιξη ανεξέλεγκτης κυβέρνησης και, από την άλλη πλευρά, η πολυφωνία που παρουσιάζεται στη συμμαχία των έξι κομμάτων, οδήγησαν μαζικά τους ψηφοφόρους και στις δύο χώρες να επιλέξουν “τον διάβολο που γνωρίζουν, παρά τον άγνωστο άγγελο”. Επίσης, τα ελληνοτουρκικά ζητήματα δεν απασχόλησαν έντονα την εσωτερική εκλογική ατζέντα των δύο χωρών, ειδικά μετά την αλλαγή της ρητορικής από την Άγκυρα».
Ταυτόχρονα, ενώ η ουσία της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας παραμένει αμετάβλητη με τον χαρακτήρα της ως αναθεωρητικής και διεκδικητικής, η δημόσια ρητορική των γειτόνων παραμένει συνολικά απόμακρη από το έντονο επίπεδο έντασης που υπήρχε πριν από τους σεισμούς. «Η προοπτική της επανεκλογής των Μητσοτάκη και Ερντογάν, σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση των εκλογών στην Κύπρο, δημιουργεί ένα ευρύτερο πλαίσιο ευκαιριών.
Φαίνεται ότι οι τρεις κύριοι παίκτες στην περιοχή, δηλαδή η Ελλάδα, η Κύπρος και η Τουρκία, θα έχουν ανανεωμένη πολιτική εντολή, ευρεία λαϊκή νομιμοποίηση και, κυρίως, ισχυρή κοινοβουλευτική υποστήριξη. Αυτό το γεγονός δημιουργεί μία από τις προϋποθέσεις για θετικές διαπραγματεύσεις, που είναι απαλλαγμένες από προεκλογικές επιδιώξεις και τακτικές, και ανοιχτές για συνομιλίες. Χωρίς αμφιβολία, αποτελεί μεγάλη πρόκληση για την Τουρκία να αξιοποιήσει αυτή την ευκαιρία και να συνεχίσει τις προσπάθειές της για προσέγγιση με την Ελλάδα και ευρύτερα με τη Δύση, αναγνωρίζοντας ότι μέσω μιας τέτοιας διαδικασίας μπορεί να επωφεληθεί τελικά.
Η εγκατάλειψη ανοησίων θέσεων, όπως η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας, και η κατανόηση ότι οι νέες οθωμανικές διεκδικήσεις δημιουργούν μόνο αδιέξοδα, μπορούν να αποτελέσουν την αφετηρία μιας ρεαλιστικής διαπραγμάτευσης. Ελπίζουμε η γειτονική χώρα να αξιοποιήσει αυτήν την ευκαιρία», μας είπε ο διεθνολόγος.
«Αν η Τουρκία αναγνωρίσει τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, απορρίψει τις αβάσιμες αμφισβητήσεις της για το καθεστώς των νησιών στο Αιγαίο και συνειδητοποιήσει ότι η διχοτόμηση της Κύπρου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από τη διεθνή κοινότητα, τότε μπορεί να γίνει μέρος της λύσης αντί για μέρος του προβλήματος. Ίσως ακούγεται ουτοπικό, αλλά ο διαφορετικός δρόμος μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να οδηγήσει την Τουρκία σε σοβαρά αδιέξοδα», επισήμανε ο κ. Δεσποτόπουλος.
Σύμφωνα με τον κ. Δεσποτόπουλο κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος, η Αθήνα πρέπει να συνεχίσει να ενισχύει την ισχύ της σε προληπτικό επίπεδο, μέχρι όσο επιτρέπει η οικονομία, και να επεκτείνει τις σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη, το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
«Η Ελλάδα έχει επιτύχει τη δημιουργία ευρύτερων συμμαχιών με τις δυτικές χώρες, ιδίως με τις Ηνωμένες Πολιτείες, και πρέπει να ενισχύσει αυτές τις σχέσεις προκειμένου να αντιμετωπίσει προληπτικά τον τουρκικό αναθεωρητισμό, διατηρώντας παράλληλα την αυτονομία της. Επί πολλές δεκαετίες, οι σχέσεις της Ελλάδας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλα μέρη της Δύσης επηρεάζονταν σε μεγάλο βαθμό από τις σχέσεις με την Τουρκία. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει πλέον, καθώς η ισορροπία στις πωλήσεις όπλων προς την Αθήνα και την Άγκυρα έχει εγκαταλειφθεί εδώ και πολλά χρόνια από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από το 7-10, βρισκόμαστε σήμερα στο 10-0, καθώς η Ελλάδα προχωράει, για παράδειγμα, στην αγορά αεροσκαφών F-35, χωρίς να υπάρχει καθυστέρηση από την αμερικανική πλευρά, αλλά αποτελεί αποτέλεσμα του δικού μας προγραμματισμού και των οικονομικών δυνατοτήτων της χώρας», τόνισε ο γνωστός διεθνολόγος.